Οι Άθλοι  του Θησέα

Οι Άθλοι  του Θησέα
1. Ο Περιφήτης : Στον δρόμο του για την Αθήνα η πρώτη δοκιμασία που έπρεπε να φέρει εις πέρας ήταν αντιμετώπιση του ληστή Περιφήτη (ο περιώνυμος), ο οποίος ήταν γιος του Ήφαιστου, και δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Εκεί έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης (από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο»). Αφού ο Θησέας σκότωσε τον Περιφήτη, πήρε μαζί του την κορύνη.”Εκείνο τον καιρό στο δρόμο που ένωνε την Πελοπόννησο με την Αττική σύχναζαν πολλοί κακοποιοί που λήστευαν και σκότωναν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες. Ο Ηρακλής δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια των περαστικών, αφού και ο ίδιος ήταν αιχμάλωτος στη Λυδία, όπου τον είχε οδηγήσει μια από τις πολλές του περιπέτειες. Χωρίς, λοιπόν, την παρουσία αυτού του γενναίου τιμωρού, οι κακοποιοί της περιοχής είχαν ξαναβρεί τα παλιά τους λημέρια και έκαναν τις επιθέσεις τους ανενόχλητοι.

Ο Θησέας, λοιπόν, πηγαίνοντας στην Αθήνα χρειάστηκε να έρθει αντιμέτωπος με ένα σωρό δυσκολίες και εμπόδια. Ο πρώτος κακοποιός που συνάντησε ήταν ο Περιφήτης, γνωστός και με το παρατσούκλι «ο άνθρωπος με το ρόπαλο». Λεγόταν πως ήταν γιος του Ηφαίστου, του θεού της φωτιάς και των μετάλλων. Ο πατέρας του, όταν ο Περιφήτης ήταν ακόμα μικρός, του είχε δωρίσει ένα σιδερένιο ρόπαλο, αλλά εκείνος, όταν μεγάλωσε, αντί να το χρησιμοποιεί για να προστατεύει τους αδυνάτους, το είχε μετατρέψει σε όπλο και με αυτό λήστευε τους ταξιδιώτες.

Κρυβόταν στους θάμνους στην άκρη του δρόμου και, μόλις έβλεπε κάποιο μοναχικό διαβάτη, πεταγόταν από την κρυψώνα του, του έπαιρνε με τη βία καθετί πολύτιμο και μετά, χτυπώντας τον με το σιδερένιο ρόπαλο, τον σκότωνε. Ο Θησέας ήρθε αντιμέτωπος με το ληστή και τον σκότωσε παίρνοντας μαζί του και το πελώριο σιδερένιο ρόπαλό του.”

 

2. Ο Σίνις ο Πιτυοκάμπτης : Όταν ο Θησέας έφθασε στις Κεγχρεές κοντά στον Ισθμό, συνάντησε τον γιο του Ποσειδώνα, Σίνι τον Πιτυοκάμπτη. Ο Σίνις σκότωνε τους περαστικούς δένοντας τους σε λυγισμένες κορυφές πεύκων τις οποίες ξαφνικά άφηνε ελεύθερες, σχίζοντας έτσι τα θύματα του στα δύο. Ο Σίνις μετά από σύντομη μάχη με τον Θησέα, νικήθηκε και τιμωρήθηκε από τον Θησέα με τον ίδιο τρόπο που τιμωρούσε τα θύματα του.
3. H Φαία : Περνώντας την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα. Εκεί σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία (σκοτεινή) κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας και μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου, η οποία έκανε προκαλούσε καταστροφές στην περιοχή.
4. O Σκίρωνας : Στην συνέχεια στις Σκιρωνίδες Πέτρες (σημερινή Κακιά Σκάλα), συνάντησε τον Σκίρωνα γιο του Κορίνθου και εγγονό του Πέλοπα, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος κατέληγε σε ένα στενό μονοπάτι, το οποίο χώραγε ένα μόνο ένα ταξιδιώτη. Εκεί ο Σκίρωνας υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Τότε τους κλώτσαγε και έπεφταν στον γκρεμό, όπου βρισκόταν μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που τους καταβρόχθιζε. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα, κάνοντας το καβούκι της ασπίδα.

”Όταν, όμως, το θύμα του υπάκουε και γονάτιζε ταπεινωμένο για να του πλύνει τα πόδια, ο Σκίρωνας του έδινε μια απότομη κλοτσιά και το έριχνε στη θάλασσα, όπου η πεινασμένη χελώνα το κατασπάραζε. Ο Θησέας κατάλαβε αμέσως πως ο άνθρωπος αυτός ήταν επί κίνδυνος.
Έτσι, όταν γονάτισε μπροστά του και ο Σκίρωνας ήταν έτοιμος να τον κλοτσήσει, ο ατρόμητος νέος με μια γρήγορη κίνηση απέφυγε την κλοτσιά, άρπαξε τη μεταλλική λεκάνη που βρισκόταν μπροστά του και χτύπησε με αυτήν το κεφάλι του Σκίρωνα. Εκείνος ζαλισμένος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στη θάλασσα, όπου τον κατασπάραξε η τεράστια χελώνα.”
5. Ο Πυγμάχος Κερκύονας : Στην Ελευσίνα ο Θησέας νίκησε τον γιο του Ποσειδώνα Πυγμάχο Κερκύονα, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου. Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε.”Κοντά στην πόλη της Ελευσίνας ο Θησέας συνάντησε τον Κερκύονα, ένα θεόρατο, μυώδη άντρα, ο οποίος ανάγκαζε τους ταξιδιώτες να παλέψουν μαζί του, τους νικούσε και ύστερα τους σκότωνε. Παρά τη θαυμαστή ικανότητα του Κερκύονα στην πάλη, ο Θησέας κατάφερε να αποκρούσει τα χτυπήματα του και με τα δυνατά του χέρια σήκωσε το μεγαλόσωμο άνδρα στον αέρα, τον πέταξε με δύναμη στο χώμα και τον σκότωσε.”

6. Ο Προκρούστης : Στο έκτο του κατόρθωμα ο Θησέας αντιμετώπισε το γιο του Ποσειδώνα ληστή Προκρούστη. Ο Προκρούστης προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε δύο κρεβάτια που είχε. Τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, από τους δε κοντούς τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος.

Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και έπαιρνε τα χρήματα τους. Και ο Προκρούστης είχε την τύχη των προηγούμενων ληστών, καθώς ο Θησέας τον σκότωσε με τον ίδιο τρόπο που αυτός σκότωνε τα θύματά του.

Τον Θησέα στην συνέχεια καλωσόρισαν στην Ιερά οδό οι Φυταλίδες προσφέροντας θυσίες στον τον Δία, εξαγνίζοντας τον παράλληλα για τους φόνους των ληστών. Εκείνη την εποχή ο Αιγέας ήταν νυμφευμένος με τη μάγισσα Μήδεια, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, σε αντίθεση με τον Αιγέα. Η Μήδεια προειδοποιούσε τον Αιγέα πως ο Θησέας θα ερχόταν να καταλάβει το βασίλειο του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο γιος του, που είχε πια ενηλικιωθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα έφτανε στην Αθήνα.
Όντως ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το Θησέα, του οποίου τα κατορθώματα τον είχαν κάνει ήδη διάσημο στην πόλη, και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο στο οποίο του προσέφερε ένα κρασί με δηλητήριο επηρεασμένος από τα ψέματα της Μήδειας. Κατά την τελετή της σπονδής ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο. Τότε ο Αιγέας αναγνώρισε το ξίφος και τα σαντάλια του, και πέταξε το δηλητήριο από τα χέρια του Θησέα, αναγνωρίζοντας πως είναι πράγματι ο γιος του.
Στην συνέχεια θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και παρουσίασε Θησέα στο λαό των Αθηνών. Οι ανιψιοί του (γιοι του Πάλλαντα), χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και προσπάθησαν να δολοφονήσουν το Θησέα. Ο Θησέας κατάφερε να πληροφορηθεί τον σκοπό τους από τον κήρυκα Λεώς (λαός), και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ όσοι γλίτωσαν τράπηκαν σε φυγή.
Ο Θησέας συνεπώς με τη βοήθεια του «λαού» όμως υποδεικνύει η ιστορία, εξασφάλισε την κυριαρχία του στην Αττική. Λίγο μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Θησέας συνόδεψε τον Ηρακλή στην άθλο της ζώνης της Αμαζόνας Ιππολύτης. Εκεί ο Θησέας ερωτεύτηκε τη βασίλισσα των Αμαζόνων Αντιόπη, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα και την έκανε γυναίκα του. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν την αρπαγή της Ιππολύτης κατευθύνθηκαν με εχθρικές διαθέσεις προς την Αθήνα. Ο Θησέας τις νίκησε, αλλά η Αντιόπη πέθανε μαχόμενη στο πλευρό του άνδρα της.
7. Ο Ταύρος του Μαραθώνα : Ο επόμενος άθλος του ήταν η αιχμαλωσία ενός ταύρου που σύμφωνα με μία εκδοχή ήταν εκείνος που αναδύθηκε από τη θάλασσα στην Κρήτη με τον οποίο έσμιξε η βασίλισσα Πασιφάη, γεννώντας τον Μινώταυρο. Τον ταύρο τον είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη μετά από εντολή του Ευρυσθέα. Στο δρόμο για τον Μαραθώνα έπιασε καταιγίδα και τον Θησέα φιλοξένησε μία ηλικιωμένη γυναίκα η Εκάλη (σε αυτή οφείλει το όνομα της η σημερινή ομώνυμη περιοχή), θέλοντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της.

Ο Θησέας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στο βωμό του Δελφινίου Απόλλωνα.
8. Ο Μινώταυρος : Αργότερα ο Θησέας θέλησε να τερματίσει το βάναυσο φόρο αίματος που πλήρωνε η πόλη κάθε εννιά χρόνια με εφτά νέους και εφτά νέες στην Μινωική Κρήτη. Η βάναυση αυτή ποινή είχε οριστεί από τον Μίνωα διότι ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως, είχε πάρει μέρος σε αγώνες στα Παναθήναια επιτυγχάνοντας πολλές νίκες, προκαλώντας έτσι τον φθόνο των Αθηναίων, οι οποίοι τον σκότωσαν.

Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε νικηφόρο πόλεμο στην Αθήνα. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε χρόνο εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες, να στέλνονται στην Κρήτη και να θυσιάζονται στον σαρκοφάγο Μινώταυρο. Ποίος όμως ήταν ο Μινώταυρος; Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι για το ποίος αυτός ή ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβουν στο θρόνο. Ο Θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο.

Ο Μίνωας όμως εντυπωσιασμένος από τον ταύρο, θυσίασε έναν άλλο ελπίζοντας ότι ο Θεός δε θα το προσέξει. Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της, και ζήτησε βοήθεια από το μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό, και ο ταύρος ζευγάρωσε μαζί της.

Από την άνομη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ένα αιμοσταγές τέρας που είχε την μορφή μισού ανθρώπου και μισού ταύρου. Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία των Αθηναίων ο Θησέας, συμμετείχε εθελοντικά στους νέους που θα πήγαιναν στην Κρήτη, θυσιαζώμενοι στον τρομερό Μινώταυρο. Το πλοίο σάλπαρε με μαύρα πανιά σημάδι πένθους. Ο Αιγέας για την επιστροφή τους είχε δώσει και λευκά πανιά, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν εάν ο Θησέας επέστρεφε νικητής.

Όταν ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη τον είδε η Αριάδνη κόρη του Βασιλιά Μίνωα και τον ερωτεύτηκε. Για αυτό τον λόγο, λίγο πριν οι νέοι Αθηναίοι οδηγηθούν στο Λαβύρινθο (τον οποίο είχε επινοήσει ο Δαίδαλος), του έδωσε ένα κουβάρι από κλωστή (τον γνωστό μίτο της Αριάδνης), συμβουλεύοντάς τον να δέσει το ένα άκρο του στην είσοδο του Λαβύρινθου και καθώς προχωρούσε να ξετυλίγει το κουβάρι, ώστε να μπορέσει να βρει το δρόμο προς την έξοδο.
Ο Θησέας κατάφερε να νικήσει τον Μινώταυρο, γλίτωσε τους συντρόφους του και χρησιμοποιώντας το μίτο της Αριάδνης, κατόρθωσαν να βγουν από το Λαβύρινθο. Μαζί με τους συντρόφους του αλλά και την Αριάδνη απέπλευσαν κρυφά από το λιμάνι της Κνωσού. Στο δρόμο τους σταμάτησαν στην Νάξο (η οποία τότε ονομαζόταν Δία), όπου και παρέμεινε η Αριάδνη, καθώς στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο Θεός Διόνυσος, λέγοντας του πως θα έπρεπε να φύγουν από το νησί δίχως την Αριάδνη, η οποία θα έπρεπε ήταν γραφτό να γίνει γυναίκα του Θεού.

Πλησιάζοντας στην Αθήνα πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας, κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου και να βάλει τα λευκά. Έτσι ο Αιγέας που περίμενε στο Σούνιο την επιστροφή του γιου του, βλέποντας το πλοίο να φτάνει με μαύρα πανιά, συμπέρανε πως ο γιος του είχε πεθάνει και θλιμμένος έπεσε και πνίγηκε στο πέλαγος, το οποίο ονομάστηκε προς τιμή του Αιγαίο.

Αργότερα και σε ηλικία πενήντα ετών, ο Θησέας είδε την ωραία Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και θέλησε να την αποκτήσει. Ο Θησέας την άρπαξε και την άφησε στην φροντίδα της μητέρας του Αίθρας στις Αφίδνες. Τότε ήταν η πρώτη φορά που η ωραία Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου (η δεύτερη ήταν με τον Τρωικό πόλεμο), καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και έτσι συγκρούστηκαν με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.
9. Η Κάθοδος στον Άδη : Οι άθλοι του Θησέως τελειώνουν με ένα παράτολμο επιχείρημα. Την κάθοδο του μαζί με τον φίλο του Πειρίθο στον Άδη, με σκοπό την αρπαγή της Περσεφόνης (την σύζυγο του Πλούτωνα). Μπήκαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν ζωντανοί να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του κάτω κόσμου τούς σταμάτησαν οι Ερινύες οι οποίες κατ’ εντολή του Άδη τους έδεσαν σε θρόνους σκαλισμένους πάνω στον βράχο της λήθης.
Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους βυθισμένους στη λησμονιά. Η ύβρις που είχαν διαπράξει με την εισβολή τους στον Κάτω Κόσμο, και κυρίως η πρόθεση τους να απαγάγουν την Περσεφόνη κι έτσι να διαταραχθεί η κοσμική ισορροπία, δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Η σωτηρία ήρθε μέσω του Ηρακλή. Ο Ηρακλής συνάντησε τους δυο ήρωες όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθο.
Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου. Το τέλος του Θησέα ήρθε από τον βασιλιά Λυκομήδη στην Σκύρο, όταν ο δεύτερος τον έριξε από ένα απόκρημνο βράχο. Τα λείψανα του Θησέα βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα στη Σκύρο, έπειτα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών.«Σκάψτε κάτω από το λόφο όπου έχει τη φωλιά του ένας πελώριος αετός» είχε πει η ιέρεια.
Πράγματι εκεί βρέθηκαν τα οστά του Θησέα τα οποία μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα και τοποθετήθηκαν στο σημερινό Θησείο, το οποίο καθιερώθηκε ως τόπος λατρείας του ήρωα.
Αυτή είναι εν τάχη η ιστορία του Θησέα σύμφωνα με την μυθολογία.

Θα ακολουθήσει μία προσπάθεια ερμηνείας των άθλων σε ένα δεύτερο επίπεδο αποσυμβολισμού του μύθου. Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί πως οι ήρωες για τους αρχαίους Έλληνες σηματοδοτούσαν την ικανότητα υπέρβασης και εξύψωσης του ανθρώπου, καθώς οι ήρωες θεωρήθηκαν Θείας προελεύσεως.

Συμβόλιζαν τον σύνδεσμο με το παρελθόν και τους ένδοξους προγόνους, ήταν αυτοί που ακολουθούσαν την δύσκολη ατραπό, που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ταυτόχρονα υποταγμένοι στο πεπρωμένο και τις επιταγές των Θεών.
Δια μέσω όμως της τραγικότητα της πορείας τους, υπήρξαν οι λυτρωτές της γενιάς τους, καθώς μέσα από τον πόνο και τον θάνατο, έβγαιναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θριαμβευτές, αφήνοντας παρακαταθήκη στον χρόνο, την λαχτάρα του θνητού ανθρώπου για αθανασία, την συμμετοχή στο Θείο, την αναζήτηση εν τέλη του αληθινού προορισμού της ψυχής. Αυτό στην αρχαιότητα φαίνεται πως επιτυγχανόταν, και με την μύηση στις κατά τόπους μυητικές τελετές.
http://greekworldhistory.blogspot.gr

Leave A Response