Μαρκήσιος του Σαντ, αφιέρωμα

Μαρκήσιος του Σαντ, αφιέρωμα

 πλήρες όνομα: Donatien Alphonse François Comte de Sade, 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το έργο του Ντε Σαντ είναι σαν το νεράντζι που, αν το κόψεις από το δέντρο και δοκιμάσεις να το φας σαν πορτοκάλι, θα σ’ αηδιάσει και θα το φτύσεις. Πρέπει να μάθεις πως τρώγεται το νεράντζι –μαρμελάδα ή γλυκό του κουταλιού- για να μπορέσεις να γοητευτείς από την υπόπικρη γεύση του. Έτσι και με τα βιβλία του Ντε Σαντ: η λανθασμένη προσέγγισή τους οδηγεί σε επιπόλαια συμπεράσματα. Όσοι, λόγου χάρη, παρασυρμένοι από το μύθο, επιχειρούν να διαβάσουν τη Ζυστήν σαν να επρόκειτο για πορνογραφικό μυθιστόρημα, θα απογοητευτούν. Με μια τέτοια αναγνωστική διάθεση, είναι προτιμότερο να περιοριστεί κανείς στο ξεφύλλισμα κάποιου περιοδικού του είδους –υπάρχει ποικιλία στα περίπτερα. Η Ζυστήν, η Ζυλιέτ, Η φιλοσοφία στο Μπουντουάρ, οι 120 μέρες στα Σόδομα, κλπ. δεν ανοίκουν στην «εύκολη» λογοτεχνία· είναι το φιλοσοφικό απαύγασμα μιας άθλιας και πολυβασανισμένης ζωής, η έκφραση της προσωπικής εξέγερσης ενός ανθρώπου που το πλούσιο συγγραφικό του ταλέντο επέτρεψε να την επεξεργαστεί σύμφωνα με τα θέσφατα του Διαφωτισμού.

Ο Ντονασιέρ Αλφόνς Φρασνσουά μαρκήσιος ντε Σαντ είναι γέννημα και θρέμμα της τάξης του και της εποχής του. Η γαλλική αριστοκρατία των προεπαναστατικών χρόνων, εντελώς εκτραχηλισμένη, συμπεριφερόταν σαν να ανήκε σε κάποια ανώτερη φυλή την οποία δεν αφορούσαν οι κρατούντες ηθικοί φραγμοί και κανόνες. Οι ιδιορρυθμίες σεξουαλικές ορέξεις σε συνδυασμό με τη σωματική βία δε σπάνιζαν στην κάστα των τιτλούχων. Οι βιογράφοι του ντε Σαντ επισημαίνουν ότι ο μεν πατέρας του συνήθιζε να αναζητεί τους εραστές του στον Κεραμεικό, ο δε θείος του, αβάς, σύχναζε στα πορνεία του Παρισιού.

Αναθρεμμένος σ’ αυτό το περιβάλλον, ο νεαρός Ντονασιέν, «δεσποτικός οξύθυμος, παράφορος, ακραίος στα πάντα, με φαντασία αχαλίνωτη όσον αφορά τα ήθη και άθεος μέχρι φανατισμού» -όπως αυτοπροσωπογραφείται σε επιστολή του- θα παρασυρθεί από την έμφυτη ελευθεριότητά του σε τέτοιο βαθμό ώστε θα καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο. Αργότερα οι κατηγορίες για τα δύο σοβαρότερα αδικήματα –το τελετουργικό μαστίγωμα της ζητιάνας Ρος Κελέρ και η καταγγελία τεσσάρων κοινών γυναικών ότι ο μαρκήσιος είχε αποπειραθεί να τις δηλητηριάσει δίνοντάς τους αφροδισιακές ουσίες- θα αποσυρθούν και η θανατική καταδίκη θα ανακληθεί. Ωστόσο ο ντε Σαντ θα παραμείνει στη φυλακή από το Φεβρουάριο του 1777 ως τον Απρίλιο του 1790. Θα αποφυλακιστεί όταν, κατά την Επανάσταση, καταργήθηκαν οι «lettres de cavher». Οι βασιλικές επιστολές με τις οποίες ο οποιοσδήποτε ανεπιθύμητος φυλακιζόταν ή εξοριζόταν χωρίς δίκη. Με μια τέτοια επιστολή, η πεθερά του ντε Σαντ, που ήταν «ενάρετη» μια και δεν ανήκε στην υψηλή αριστοκρατία, είχε κατορθώσει να βγάλει από την κυκλοφορία τον «επικίνδυνα πωρωμένο και σπάταλο» γαμβρό της για χάρη της κόρης της και των τριών εγγονών της –δύο αγοριών και ενός κοριτσιού- που της είχε χαρίσει ο ντε Σαντ, αποδεικνύοντας ότι τουλάχιστον δεν παραμελούσε τα συζυγικά του καθήκοντα.

Ο ντε Σαντ, βλέποντας να χάνει τα χρόνια της ακμής του φυλακισμένος στον πύργο της Βενσέν ή στη Βατίλλη, εξεγείρεται ενάντια σε όλες τις κατεστημένες αξίες: «Πόσες φορές δεν επιθύμησα να μπορούσε κανείς να επιτεθεί στον ήλιο, να τον στερήσει από το σύμπαν ή να τον χρησιμοποιήσει για να πυρπολήσει τον κόσμο». (120 μέρες στα Σόδομα). Η ελευθεριότητά του, επεξεργασμένη από τη φαντασία του, παίρνει τερατώδεις· διαστάσεις γίνεται ο σκελετός όπου επάνω του ο συγγραφέας θα χτίσει τη φιλοσοφία του: «Τι είναι ο άνθρωπος και πια διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτόν και στα φυτά, ανάμεσα σ’ αυτόν και σε όλα τα άλλα ζώα της φύσης; Καμιά φυσικά. Τυχαία ριγμένος, όπως κι εκείνα, πάνω σε τούτη τη σφαίρα, γεννιέται όπως εκείνα· φθάνει όπως στα γηρατειά και πέφτει όπως εκείνα στο χάος ύστερα από το χρονικό όριο που η φύση έχει προσδιορίσει για κάθε είδος ζώων, ανάλογα με την κατασκευή των οργάνων του». (Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ).

Η Επανάσταση θα είναι μια ανάσα για τον ντε Σαντ, μολονότι κατά την τρομοκρατία ο μαρκήσιος κινδύνευσε να χάσει το κεφάλι του. «Τι είμαι;» θα αναρωτηθεί ο πρώην φυλακισμένος του βασιλιά. «Αριστοκράτης ή Δημοκράτης;» Και θα αποφασίσει ότι είναι το δεύτερο, μια και η τάξη του τον είχε απαρνηθεί και η κυρία ντε Σαντ όχι μόνο δεν θα τον δεχτεί στην οικογενειακή εστία, αλλά θα απαιτήσει και διαζύγιο. Ο πενηνάχρονος πολίτης ντε Σαντ θα βρει καταφύγιο στη στοργή της Μαρί Κονστάνς κενέ, πρώην ηθοποιού, που θα του συμπαρασταθεί ως το τέλος της ζωής του. Εξάλλου, ο ντε Σαντ θα έχει τότε για πρώτη –και τελευταία- φορά την ευκαιρία να εκδόσει μερικά από τα έργα του: «Συστίν ή Τα βάσανα της αρετής», το 1791, που θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, «Αλίν και Βαλκούρ», και «Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ», το 1795, «Η νέα Ζυστίν», το 1797 και «Ζυλιέτ, η αδελφή της», την ίδια χρονιά. Θα ακολουθήσουν τα «Εγκλήματα του έρωτα», το 1800.

Ο αιώνας αλλάζει και μαζί του αναδύεται η ναπολεόντεια τάξη και ηθική. Ο ντε Σαντ θα ξανασυλληφθεί –στις 6 Μαρτίου 1801- και θα ξαναφυλακιστεί, χωρίς δίκη πάλι. Οι επιστολές του βασιλιά έχουν αντικατασταθεί από τις «διοικητικές αποφάσεις». Τον μεταφέρουν από τη μια φυλακή στην άλλη, ώσπου μα τον κλείσουν στο Άσυλο Φρενοβλαβών του Σαραντόν, όπου ο ντε Σαντ θα πεθάνει στις 12 Δεκεμβρίου 1814, στα 74 του χρόνια.

Η πρόφαση για η νέα αυτή φυλάκιση ήταν τα «άσεμνα» βιβλία του. Πιθανότερο όμως είναι ότι ο ντε Σαντ ξανάπεσε θύμα της οικογένειάς του: προφανώς οι δυο γιοι του που ανήκαν στους αριστοκράτες εκείνους στους οποίους ο Ναπολέων είχε τείνει χείρα φιλίας, φρόντισαν να κλείσουν στο φρενοκομείο τον πατέρα τους –όπου του πλήρωναν και τα τροφεία- με διοικητική απόφαση ώστε να μη διακινδυνεύσουν ενδεχόμενη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας με την κυρία Κενέ.

Ακίνδυνος «τρελός», ο ντε Σαντ θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του διδάσκοντας τους πραγματικά τρελούς να παίζουν σε θεατρικές παραστάσεις που σκηνοθετούσε ο ίδιος. Παράλληλα συνέχιζε να συγγράφει παρά τη μειωμένη όρασή του και την κλονισμένη υγεία του. Αλλά και αυτές οι δραστηριότητές του θα ενοχλήσουν τους διώκτες του: οι θεατρικές παραστάσεις θα απαγορευτούν και τα «χαρτιά» του θα κατασχεθούν για να ριχτούν στην πυρά μετά το θάνατό του τη αιτήσει και παρουσία του δευτερότοκου γιου του. Γλίτωσαν τα ιστορικά μυθιστορήματα «Αδελαΐδα του Μπρούνσβικ», «Η κρυφή ιστορία της Ισαβέλλας της Βαυαρίας», «Η Μαρκησία ντε Γκανζ», αλλά κάηκαν οι «μέρες της Φλορμπέλ ή Η φύση χωρίς πέπλο». Μυθιστόρημα αντίστοιχο των «120 ημερών στα Σόδομα», το χειρόγραφο του οποίου ο ντε Σαντ πίστευε πως είχε καεί μαζί με τη Βαστίλλη.

Ο εξοστρακισμός του ντε Σαντ θα συνεχιστεί και μετά το θάνατό του. Τα έργα του θα μπουν στη σφαίρα του θρύλου: κανείς σχεδόν δε θα τα γνωρίζει, αλλά οι πάντες θα τα θεωρούν ολέθρια για την κρατούσα ηθική. Μόνο το όνομα του ντε Σαντ θα διασωθεί, αλλά κι αυτό ως όρος της ψυχιατρικής παθολογίας, «σαδισμός», αντίθετος του «μαζοχισμού», από το όνομα ενός άλλου συγγραφέα, του Ζάχερ-μαζόχ.

Η λογοτεχνική αναστήλωση του ντε Σαντ θ’ αρχίσει δειλά από το 1900 με τον Γκιγιόμ Απολινέρ, που θα τολμήσει να δημοσιεύσει ορισμένα αποσπάσματα έργων του. Μερικά χρόνια αργότερα, οι υπερρεαλιστές θα μπάσουν τον ντε Σαντ στο δικό τους ονειρικό κόσμο, θα τον αναγορεύσουν «Θείο Μαρκήσιο», αλλά θα του στερήσουν τη γήινη διάστασή του. Τελικά, μόνο ύστερα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ο ντε Σαντ θα πάρει τη σωστή του θέση μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία χάρη στις προσπάθειες ορισμένων πρωτοπόρων Ευρωπαίων εκδοτών –συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων- που δε φοβήθηκαν να συρθούν στα δικαστήρια με την κατηγορία της παραβίασης του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων και που υπερασπίστηκαν ως την τελική νίκη όχι μόνο ένα σημαντικό κεφάλαιο ης γαλλικής λογοτεχνίας του 18ου αιώνα, αλλά και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών.

Αναστασία Ζενάκου, πρόλογος στο βιβλίο του Σαντ, Ζυστίν ή Τα βάσανα της αρετής, μτφρ. Μίρκα Σκάρα, εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1991

Marquis_de_Sade_Justine_Greece_book_Cover.jpg

Εξώφυλλο της του βιβλίου του Σαντ, Ιουστίνη ή τα βάσανα της αρετής, των εκδόσεων Λιβάνη

Ο ΣΑΝΤ ΣΗΜΕΡΑ

Η μεταθανάτια ιστορία του ντε Σαντ είναι τόσο παράδοξη όσο παράδοξη υπήρξε και η ζωή του. Πέρασε σαράντα χρόνια της ζωής του στη φυλακή, απομονωμένος, φιμωμένος από την εποχή του, χωρίς να έχει το δικαίωμα να δημοσιεύσει τα σημαντικά έργα του, καταδικασμένος να βλέπει να καταστρέφονται μερικά από τα χειρόγραφά του (Οι μέρες του Φλορμπέλ, πρώτη γραφή του 120 μέρες στα Σόδομα). Ωστόσο φαίνεται πως αποτέλεσε τον πρώτο, τον λαμπρό και τον πιο φωτεινό φάρο για την περίοδο του Διαφωτισμού. Αυτή τη διαλεκτική του σκότους και του φωτός την ξαναβρίσκουμε, και στην πορεία της υστεροφημίας του. Ο 19ος αιώνας, ως αιώνας του αστικού κινήματος, του Λουδοβίκου-Φιλίππου και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, αποκήρυξε τον ντε Σαντ. Οι απόγονοί του αρνούνται να φέρουν το όνομά του, θεωρώντας τον σύμβολο της διαστροφής. Οι πνευματικοί κληρονόμοι του επιφυλάσσονται να ομολογήσουν το χρέος που έχουν σ’ αυτόν. Ο Σατωβριάνδος, ο Λαμαρτίνος, ο Μποντλέρ, ο Φλομπέρ του οφείλουν πολλά. Πάντοτε όμως διστάζουν να μιλήσουν γι’ αυτόν. Θα χρειαστεί κάποιος λίγο τρελός σαν τον Πετρίς Μορέλ για να εντάξει ένα εγκώμιο στο μαρκήσιο σ’ ένα μυθιστόρημά του που εκδόθηκε το 1839 με τίτλο Κυρία Πιτιφάρ. Ο 20ος αιώνας αποτέλεσε την περίοδο μια αμφιλεγόμενης αποθέωσης για τον ντε Σαντ. Ο σουρεαλισμός ήταν αυτός που αποκατέστησε το όνομα του ντε Σαντ. Διάφορες λόγιες μελέτες φώτισαν ιδιαίτερα πολλές πλευρές ης ζωής και του έργου του. Δημοσιεύονται αδιάκοπα δοκίμια και άρθρα. Το έργο του Ρολάν Μπαρτ Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα αποτελεί ένα παράδειγμα αυτού του εκδοτικού οργασμού σχετικά με το μαρκήσιο. Ωστόσο η μόδα του ντε Σαντ, σε επίπεδο πριζουνίκ και σεξομάγαζων, από τη μια μεριά συμβάλλει στην κατασκευή ενός ψεύτικου μύθου για τον ντε Σαντ και από την άλλη ρίχνει στο σκοτάδι τη μορφή του. Υπάρχει ο ντε Σαντ των επαναστατών και ο ντε Σαντ των συντηρητικών, ο ντε Σαντ των ιστορικών της λογοτεχνίας και εκείνος των πορνογραφικών ταινιών. Δυο αιώνες μετά τη γέννησή του, ο ντε Σαντ παραμένει σύμβολο αντιφατικότητας.

Όσο αντιφατικά κι αν φαίνονται τα διάφορα ατά πρόσωπα του ντε Σαντ, προκαλούν ωστόσο έντονο ενδιαφέρον. Ο ντε Σαντ γεννήθηκε και έζησε κάτω από το Παλαιό Καθεστώς, αποτέλεσε φάρο του 19 ου αιώνα, με τον οποίο συμπορεύτηκε ως το 1814, μέχρι την παλινόρθωση της βασιλείας, και αναγνωρίστηκε προφήτης στον 20ο αιώνα. Ωστόσο, στην περίοδο του Διαφωτισμού, που για μας έχει τώρα μεγαλύτερη σημασία από ποτέ, θα πρέπει να δεχτούμε ότι η θέση του ντε Σαντ ήταν προνομιακή. Αν αναρωτηθεί κανείς πάνω στα βασικά στοιχεία που συνιστούν τον άνθρωπο και το συγγραφέα, αντιλαμβάνεται πως αυτά είναι ουσιαστικά η φυλακή, η εξέγερση, η απόλυτη γραφή. Θέματα πολλά, ελκυστικά για την εποχή μας, που δυστυχώς στιγματίστηκε από την εξάπλωση του συγκεντρωτισμού, αλλά γνώρισε ταυτόχρονα και την εξέγερση ενάντια στο παράλογο και στην καταπίεση καθώς και τις πιο τολμηρές έρευνες πάνω στη λογοτεχνία.

Το τραγικό επίκεντρο της ζωής του ντε Σαντ είναι η φυλακή. Χωρίς ατό τον εγκλεισμό, η πρσωπικότητά του ίσως να είχα αναλωθεί στα πλαίσια μιας κοσμικής ζωής. Δε θα είχαμε εξέγερση με τέτοια βιαιότητα. Χρειάστηκε αυτός ο τοίχος, ή μάλλον οι τέσσερεις τοίχοι της φυλακής, για ν’ αποκρυσταλλωθεί η επαναστατική του δύναμη. Διαφορετικά, ίσως να μην είχε γράψει ποτέ –ή τουλάχιστον τα κείμενά του θα είχαν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα.

Η ίδια ιδιοσυγκρασία του ντε Σαντ έκανε τη φυλάκισή του ιδιαίτερα οδυνηρή. «Ποτέ […] ούτε το αίμα μου ούτε η κεφαλή μου μπόρεσαν ν’ αντέξουν έναν αληθινό εγκλεισμό», δήλωνε στην κυρία ντε Σαντ σ’ ένα γράμμα του στα τέλη Φεβρουαρίου 1777, δηλαδή στην αρχή του μακρόχρονου γολγοθά του. Η φυλακή του ντε Σαντ, χωρίς να φτάνει σε σκληρότητα τις σύγχρονες φυλακές, δεν ήταν παρ’ όλα αυτά άνετη. Το 1777 πάντα, περιγράφει ως εξής το κελί του: « Είμαι κλεισμένος σ’ έναν πυργίσκο πίσω από δεκαεννιά σιδερένιες πόρτες και καλωσορίζω τη μέρα μέσα από δυο παραθυράκια ενισχυμένα με καμιά εικοσαριά κάγκελα το καθένα. Έχω παρέα, περίπου δέκα ή δώδεκα λεπτά καθημερινά, τον άνθρωπο που μου φέρνει φαγητό. Τον υπόλοιπο χρόνο τον περνώ μόνος κλαίγοντας».

Ανάμεσα στα βάσανα του φυλακισμένου, ένα από τα πιο ανυπόφορα είναι να βρίσκεται στο έλεος της μικρόνοιας των παντοδύναμων δεσμοφυλάκων και γενικότερα –ας δώσουμε το λόγο στον Σαντ- «στο έλεος της θριαμβολογούσας ηλιθιότητας». «Έναν άνθρωπο τον εξωθούν στην τρέλα για το καλό του, του καταστρέφουν την υγεία για το καλό του, τον τρέφουν με δάκρυα απελπισίας πάλι για το καλό του! Ομολογώ πως υπήρξα ακόμα τόσο ευτυχής για να καταλάβω και να νοιώσω αυτό το καλό…» (Γράμμα της 18/4/1777). Ο κόσμος της φυλακής είναι επανορθωτικός και ο Σαντ καταφεύγει σε μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα: βρήκε στη φυλακή του «τόση αθλιότητα, τόση ανοησία που, όταν έφτασε εκεί νόμισε πως των είχαν μεταφέρει στο νησί των Λιλιπούτειων, όπου οι άνθρωποι έχουν ύψος όλο κι όλο οχτώ δάχτυλα και πρέπει νε δείχνουν συμπεριφορά ανάλογη με το ύψος τους».

O Daniel Auteuil ως μαρκίσιος ντε Σαντ στην ταινία “Sade” (2000) του Benoît Jacquot

Ο φυλακισμένος δεν διαθέτει κανένα μέσο για δραστηριότητα. Έχει διαγραφεί από την κοινωνία σχεδόν οριστικά. Ο Σαντ το ‘νιωσε ιδιαίτερα αυτό, όταν έμαθε πως είχε πουληθεί το άλογό του: «Το χτύπημα αυτό με άφησε άναυδο» (Σεπτέμβριος 1778). Την ίδια αγανάκτηση και κατάπληξη ένοιωσε όταν είδε πως η πεθερά του ετοιμαζόταν να οικειοποιηθεί την περιουσία του και να πουλήσει τους πύργους του, σαν να ήταν νεκρός ο ίδιος. Η εκπαίδευση των παιδιών του γινόταν ερήμην του. Είχε κοπεί κάθε επικοινωνία του με τον έξω κόσμο. «Ποιος ξέρει αν λαβαίνεις καν τα γράμματά μου», έγραφε στη γυναίκα του, χωρίς να ξέρει αν το ερώτημα τούτο, με τη σειρά του, θα φτάσει ως εκείνη. Το περιεχόμενο των σημειωμάτων που στέλνει είναι αυτολογοκριμένο, αφού ξέρει πως μπορεί να γράψει μόνο ό,τι επιτρέπεται: «Σου λένε πως είμαι πολύ καλά […] Δε θα το διαψεύσω, γιατί μου το απαγορεύουν». Κι αν ακόμα, όμως, μπορούσε να πει τα πάντα, ο έγκλειστος δε θα στείλει παρά μόνο ακατανόητα μηνύματα. Ο παραλήπτης του δε θα καταλάβει ποτέ επακριβώς το νόημα των λόγων του φυλακισμένου, για έναν απλούστατο λόγο: γιατί αυτός είναι ελεύθερος. Στη γυναίκα του που τον συμβουλεύει να ασκείται, μ’ εκείνη την ωραία αφέλεια των ανθρώπων που δεν υποφέρουν, απαντά ξερά: «Μιλάς λες και βρίσκομαι στο εξοχικό μου».

Επειδή η έλλειψη επικοινωνίας είναι ολοκληρωτική, ο φυλακισμένος προσπαθεί να επινοήσει έναν κώδικα συνθημάτων, πέρα από τον προφορικό λόγο και τη γραφή: την επικοινωνία μέσα από τις γραμμές. Ο Σαντ κάνει διάφορες υποθέσεις σχετικά με κάποια μηνύματα που φαίνεται πως τα λογοκρίνανε. Τι τάχα να κόβει ο «λογοκριτής» στα γράμματα που δέχεται ο ντε Σαντ και στα γράμματα που στέλνει; Όλα είναι υπό αμφισβήτηση. Ο Σαντ μετέρχεται τα πιο περίεργα μέσα για να διαβάσει τη μοίρα του. Ανατρέχει σε μια πολύ περίπλοκη αριθμολογία. Τα ψηφία του επιτρέπουν να δημιουργήσει μια καινούργια γλώσσα, υπό το βάρος όμως της αβεβαιότητας και της αντίφασης.

Η αβεβαιότητα είναι το πραγματικό μαρτύριο του φυλακισμένου. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο, αφού αποτελεί συνέπεια του εγκλεισμού, της έλλειψης επικοινωνίας. Το πρώτο ερώτημα βέβαια αφορά στη διάρκεια του εγκλεισμού. Μα η αμφιβολία τον βασανίζει για όλα. Ο μαρκήσιος ζηλεύει τρομαχτικά τη γυναίκα του. Η περίοδος της φυλακής του είναι εποχή αμφιβολίας και από τις δυο μεριές. Οι δεσμοφύλακες παραμονεύουν: «Εδώ συλλαμβάνεται ακόμα και το παραμικρό νεύμα του προσώπου και σπεύδουν αμέσως να δώσουν αναφορά στον αρμόδιο». Ο φυλακισμένος παραμονεύει για συνθήματα μέσα στο σκοτάδι της φυλακής του.

Το δράμα του είναι χωροχρονικό. Είναι κλεισμένος σ’ ένα χώρο ιδιαίτερα μικρό και τον βασανίζει η σκέψη της απεραντοσύνης του κόσμου έξω από τους τοίχους του κελιού του, αυτού του κόσμου όπου οι άλλοι άνθρωποι κινούνται ελεύθερα. Είναι στο έλεος ενός χρονικού περιθωρίου, ορισμένου από τη μονοτονία της συνήθειας και της απραξίας και συνάμα τεράστιου, καθότι απροσδιόριστου, χωρίς άλλη διέξοδο από το θάνατο, όταν η ελευθερία γίνεται ενδεχόμενο ολωσδιόλου απίθανο.

Η επικοινωνία του ντε Σαντ είναι φανερή καθημερινά. Ήταν όμως περισσότερο από ποτέ φανερή σε όποιον διάβαζε τις μαρτυρίες των κρατουμένων ύστερα από την εξέγερση στις φυλακές της Τουλ. Τα κείμενα είναι αρκετά διαφωτιστικά από μόνα τους και ο συσχετισμός με τις επιστολές του ντε Σαντ που προαναφέραμε γίνεται αμέσως φανερός. «Ο κόσμος της φυλακής είναι τελείως κλειστός, ερμητικά κλειστός». «Κανένας θόρυβος δε διαπερνά τους τοίχους της». «Ο φυλακισμένος είναι ολότελα ξεκομμένος από τον εξωτερικό κόσμο και ολωσδιόλου στο έλεος της διοίκησης, χωρίς να μπορεί να παραπονεθεί». «Εκτός από μερικές σπάνιες στιγμές, [ο ελεύθερος άνθρωπος] δε θα μπορέσει να καταλάβει ποτέ τι σημαίνει ο κόσμος της φυλακής». «Χαρίζοντας λίγη ελπίδα στο φυλακισμένο που θα του λιγοστέψει τη σιωπή του κελιού του, [οι υπάλληλοι] γίνονται ο προσωπικός του δεσμοφύλακας, ένας δήμιος της κάθε στιγμής, της κάθε επιθυμίας, της κάθε άρνησης».

Ο μυθιστορηματικός κόσμος του ντε Σαντ δε θα μπορούσε να ‘ναι άλλος από τον κόσμο της φυλακής. Ο άνθρωπος, όταν ταξιδεύει, πάει από φυλακή σε φυλακή: είναι η περίπτωση της Ζυστίν ή της Αλίν. Αυτό καθαυτό το ταξίδι, όμως, είναι εγκλεισμός, είναι περιορισμός. Όπως πολύ σωστά το είδε ο Ρολάν Μπαρτ: «Το ταξίδι στον Σαντ δε διδάσκει τίποτε». Αρχικά γιατί το θύμα είναι από τη φύση του ανεπίδεκτο, αλλά και διότι το ταξίδι είναι απλά ένας τρόπος για επανάληψη. Αποτελεί μόνο το πρόσχημα για μια ανανέωση επεισοδίων που μοιάζουν μεταξύ τους. Δεν ανοίγεται σε καμιά περίπτωση προς τον εξωτερικό κόσμο –κάθε γραφικότητα αποκλείεται- καταλήγει στον εαυτό του, όπως ο κύκλος.

Το ταξίδι αυτό αποκαλύπτει λοιπόν, με τη σειρά του, κάποιες φυλακές: στέκια ληστών, πύργους, μοναστήρια, κελιά. Πρόκειται δηλαδή για ένα χώρο που ορίζεται με κοιλότητες: ακόμα κι αν ο πύργος είναι σε βουνό, αποτελείται κυρίως από υπόγεια. Η πραγματική πορεία πραγματώνεται εκεί: σ’ αυτή την κάθοδο στα βάθη του εγκλήματος και του μαρτυρίου. Το θύμα ανακαλύπτει εκεί τον εαυτό του φυλακισμένο στο ίδιο του το κορμί, βορά μιας οδύνης από την οποία δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί, περιχαρακωμένο στο μυστικό, κάτω από ολοκληρωτική απουσία επικοινωνίας με τον εξωτερικό κόσμο. Έχει περιοριστεί επίσης από την απόλυτη αναποτελεσματικότητα του λόγου του· δεν του απομένει άλλο από το να σιωπήσει. Μόνο φωνές του επιτρέπουν ν’ αρθρώνει. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν είναι ίδια μ’ αυτή του δήμιου· δεν μπορεί να γίνει κανένας διάλογος.

O Geoffrey Rush στο ρόλο του ντε Σαντ στην ταινία “Quills, Η πένα της αμαρτίας” (2000) του Philip Kaufman

Η μυθιστορηματική περίοδος, όπως ακριβώς και ο χώρος που περιβάλλει τον Σαντ, έχει να κάνει ειδικά με τη φυλακή. Είναι μια ατέρμονη επανάληψη. Δεν υπάρχει λόγος να σταματούν τα επεισόδια της Ζυστίν στον αριθμό που έχει ορίσει ο Σαντ. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το ότι ξανάπιασε το κείμενό του τρεις φορές, προσθέτοντας πάντα καινούργια στοιχεία, λες και το κείμενο μπορούσε να διευρυνθεί απεριόριστα. Πάνω σ’ αυτό, θα είχε ενδιαφέρον να εξεταστεί το χειρόγραφο 4010 της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Εκεί, βλέπουμε να λειτουργεί, πάνω στην πραγματικότητα της ζωής, αν μπορεί κανείς να το πει, αυτή η μέθοδος εκβλάστησης, η μέθοδος πολλαπλού εμβολίου. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο ντε Σαντ προσαρμόζεται σε μια αισθητική περιπετειώδους και ταυτόχρονα παραδοσιακού μυθιστορήματος. Εκεί όμως σταματάει κάθε αναλογία και αμέσως διαπιστώνει κανείς πόσο η ίδια διαδικασία μπορεί να προκαλέσει σε διαφορετικά χέρια τελείως αντίθετο αποτέλεσμα. Ας παραμείνουμε όμως στον αιώνα μια τη χώρα του ντε Σαντ και ας αναφερθούμε στο Ζιλ Μπλας. Η φανερή αφθονία των επεισοδίων προσδίδει στον αναγνώστη του Λεζάζ έντονο το αίσθημα της απελευθέρωσης. Επειδή ο Ζιλ Μπλας δεν πηγαίνει πουθενά κι επειδή δεν υπάρχει αληθινή πρόοδος, μοιάζει να ξεφεύγει από το νόμο, από την ανθρώπινη μοίρα και ο αναγνώστης συμμετέχει τότε κι εκείνος σ’ αυτή τη χαρά: σαν τον ήρωα, έχει κι αυτός ξεφύγει, την ώρα της ανάγνωσης του έργου, από τη φυλακή του χρόνου και του θανάτου. Για τον αναγνώστη του ντε Σαντ δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ακολουθεί τον ήρωά του στις διάφορες κακοτυχίες του, ενσωματώνεται στο χρόνο της φυλακής με την αδιέξοδη επανάληψη. Τον ήρωα του ντε Σαντ μόνον ο θάνατος θα μπορούσε να τον ελευθερώσει και να ελευθερώσει ταυτόχρονα και τον αναγνώστη. Αυτό όμως θα ήταν το τέλος του μυθιστορήματος –τουλάχιστον όταν ο ήρωας είναι θύμα, όπως στην περίπτωση του Τα βάσανα της αρετής. Η λειτουργία του μυθιστορήματος, πάντως δεν αλλάζει ριζικά όταν το κύριο πρόσωπο είναι ο ακόλαστος, που έχει τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζει και να ανανεώνει τα θύματά του. Αυτού του είδους η ανανέωση δε μας βγάζει από τις μορφές του –την πιο οδυνηρή. Αντίθετα, αποτελεί μία από τις μορφές του –την πιο οδυνηρή. Μέσα στην αποτυχία του να φτάσει αυτό το απόλυτο που αναζητεί, ο ακόλαστος δεν έχει άλλη διέξοδο από την ταυτολογία και την επανάληψη. Η διαδοχή πανομοιότυπων θυμάτων είναι ακόμα πιο μονότονη από την επανάληψη παρόμοιων επεισοδίων. Πρόκειται για τον ίλιγγο του φυλακισμένου που, κλειδαμπαρωμένος ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους της φυλακής του, προσπαθεί να στοχαστεί πάνω σε κάποια αραιά σημάδια, κάποια «γκράφιτις», να φανταστεί τους κρατούμενους που είχαν προηγηθεί στον ίδιο εκείνο χώρο.

Ένας μόνος τρόπος υπάρχει να ξεφύγει από την κολασμένη αυτή ανακύκλωση. Είναι η εξέγερση –μοναδική απάντηση στο παράλογο που αναδίδεται μέσα από την αέναη επανάληψη. Η εξέγερση του Σαντ επέπεσε όπως ήταν φυσικό πάνω στους τοίχους της φυλακής του –χωρίς να σημαίνει αυτό πως είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα της φυλάκισής του· αντίθετα, φαίνεται πως η ελευθεριότητά του, που αποτέλεσε και την αιτία της φυλάκισής του, έκρυβε ήδη μια φιλοσοφική διάσταση. Όταν ο Σαντ επέλεξε την ημέρα του Πάσχα 1968 για μια ακόλαστη συνάντηση με τη Ροζ Κέλερ, ήταν ακόμα ελεύθερος και γνώριζε ελάχιστα τη φυλακή. Δεν έχουμε όμως κανένα σημαντικό κείμενο από την εποχή εκείνη.

Τα γράμματα της Βενσέν και της Βαστίλλης είναι μια μόνιμη κραυγή εξέγερσης ενάντια στην αδικία του εγκλεισμού: «Αν μου αξίζει να χάσω το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, τότε ας γίνει, χάρη δε θέλω καμιά· κι αν δεν είμαι ένοχος παρά μόνο για ό,τι κάνει όλος ο κόσμος και για ό,τι καθημερινά –από τη θέση που κατέχετε- βλέπετε να συμβαίνει μπρος στα μάτια σας, δεν πρέπει να νιώθω καθόλου αδικημένος», έγραφε ο Σαντ στις 20 Φεβρουαρίου 1781. Ο συγγραφέας δεν αρκείται να δηλώσει την ελευθερία του, διακηρύσσει και σε υψηλό τόνο μάλιστα, πως η εξέγερσή του, είναι η ίδια η επικύρωση της ύπαρξής του και της ταυτότητάς του. «Μπορεί αυτά τα άθλια σίδερα, μπορεί, λέω, να με φέρουν στον τάφο, αλλά εμένα πάντα ίδιο θα με βλέπετε. Έχω την ατυχία να με κατοικεί μια ψυχή ακόνητη, που δε λύγισε ούτε θα λυγίσει ποτέ» δηλώνει στη γυναίκα του.

Marquis_de_Sade.jpg

Γκραβούρα από εικονογράφιση βιβλίου του ντε Σαντ

Η συστηματική αναφορά της εξέγερσης στον ντε Σαντ είναι εξίσου σημαντική και στο έργο του Φιλοσοφία στο μπουντουάρ. Η παιδαγωγική τάση του, που εκδηλώνεται στο έργο ατό, υποχρέωσε το συγγραφέα να προχωρήσει σε ακραία σαφήνεια. Η πρώτη εξέγερση που διδάσκεται η Ευγενία είναι ν’ απαρνηθεί τη μητέρα της για να κερδίσει πλήρη τη σεξουαλική ελευθερία. Μαθαίνει να εξεγείρεται ενάντια σ’ ολόκληρο τον κώδικα των ηθικών αξιών: «Αχ! Άσε τις αρετές, Ευγενία! Υπάρχει έστω και μια θυσία που θα μπορούσε να προσφέρει κανείς σ’ αυτές τις κίβδηλες θεότητες και που ν’ αξίζει ένα λεπτό ηδονής, σαν αυτή που απολαμβάνει κανείς ακριβώς όταν προσβάλει αυτές τις θεότητες;» Ο Ντολμανσέ αρνείται κι αυτός όλο το θρησκευτικό σύστημα: «Καρπός του φόβου ορισμένων και της αδυναμίας κάποιων άλλων, αυτό απαίσιο φάντασμα […] είναι άχρηστο στη φύση». Ο υλισμός του ντε Σαντ είναι από μόνος του μια εξέγερση. Μέσα στα πλαίσια του 18ου αιώνα, η άρνηση του Θεού δεν μπορεί παρά να εκφράζεται βίαια, μέσα από μια βαθιά αμφισβήτηση. Ανάμεσα στα επιχειρήματα της αθεΐας, ο Σαντ χρησιμοποιεί με πολλή ευγλωττία το επιχείρημα της ανθρώπινης ελευθερίας: «Τι άλλο βλέπω στο Θεό ατής της ανόσιας λατρείας εκτός από ένα πλάσμα βάρβαρο και ανακόλουθο, που δημιουργεί σήμερα έναν κόσμο, με βάση τη δομή του οποίου θα διαδοθεί το δικό του όνομα αύριο; Τι άλλο μπορώ να δω από ένα πλάσμα που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει στον άνθρωπο τόσο δεύτερη φύση όσο θα ‘θελε;».

Καταγγέλλονται και δέχονται ανελέητη επίθεση όλοι οι θρησκευτικοί και πολιτικοί θεσμοί. Ιδιαίτερα βέβαια ο γάμος: «Υπάρχει στον κόσμο […] πιο φρικτή μοίρα από αυτήν;» Η κυρία ντε Σεντ Ανζ εμφανίζεται το ίδιο εχθρική άλλωστε και απέναντι στο διαζύγιο, κυρίως όταν μετά απ’ αυτό ακολουθεί νέος γάμος. Όλοι αυτοί οι αφορισμοί καταλήγουν σ’ ένα εγκώμιο της μοιχείας, όπου η εξέγερση του ντε Σαντ εκφράζεται μέσα από μια έντονη επιθυμία για τη χρήση του παράδοξου. Οι παιδαγωγοί της Ευγενίας προχωρούν συστηματικά στο σκοπό τους, εκθειάζοντας όλες τις παράνομες και απαγορευμένες πράξεις και ιδιαίτερα την αιμομιξία. Η απολογία του εγκλήματος στηρίζεται σε μια θεωρία της φύσης: «Αφού η καταστροφή είναι ένας από τους πρώτους νόμους της φύσης, δε θα μπορούσε να είναι έγκλημα οτιδήποτε καταστρέφει». «Ο φόνος δεν είναι καταστροφή. Αυτός που τον διαπράττει απλά προσδίδει ποικιλία στις μορφές». Αφού πρώτα διακρίνει δύο είδη σκληρότητας από τα οποία το ένα είναι η κτηνωδία, ο Σαντ εκθειάζει «το άλλο είδος σκληρότητας προϊόν μιας υπερευαισθησίας των οργάνων, που τη γνωρίζουν μόνον άνθρωποι ιδιαίτερης ποιότητας και οι υπερβολές στις οποίες αυτή τους οδηγεί δεν είναι τίποτε άλλο από τελειοποίηση της ποιότητάς τους.

Στο μανιφέστο του Άλλη μια προσπάθεια, Γάλλοι για να γίνεται δημοκράτες ο ντε Σαντ προτείνει ένα σύστημα διακυβέρνησης και προσπαθεί να δώσει θετική φορά στην αρνητική κατά βάση σκέψη του. Ωστόσο, κι εκεί πρέπει πρώτα να καταστρέψει και τις ψευδαισθήσεις που προκαλεί ο θεϊσμός και την επίδραση του παραδοσιακού καθολικισμού: «Ναι, πολίτες, η θρησκεία είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία». Ο ντε Σαντ, όμως, εκφράζει τη δύναμή του κυρίως με την άρνηση. Μέσα απ’ αυτήν εκφράζεται όλη η πίκρα που κρύβει η εξέγερσή του. «Ας καθιερωθούν ανοιχτά οι πιο υβριστικές βλασφημίες, τα πιο αθεϊστικά έργα». Ο μόνος οδηγός του δημοκράτη είναι η αρετή, ισχυρίζεται ο ντε Σαντ. Αλλά η κατά Σαντ αρετή συγγενεύει με την αρετή του Μακιαβέλι και της ιταλικής Αναγέννησης. Δεν έχει να κάνει τίποτε με τον κώδικα των συνηθισμένων ηθικών αξιών. Για τον ντε Σαντ, δεν υπάρχει πολιτική επανάσταση χωρίς επανάσταση ηθών. «Λίγες εγκληματικές πράξεις υπάρχουν σε μια κοινωνία που βασίζεται στην ελευθερία και την ισότητα». Λίγοι νόμοι είναι αναγκαίοι κι αυτοί πρέπει να είναι γενικής φύσης, για να μην καταδυναστεύονται άτομα διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας. Πρέπει, πάντως, να καταργηθεί η ποινή του θανάτου, που είναι άδικη και ανώφελη. Τελικά, ο ντε Σαντ κατονομάζει τέσσερα εγκλήματα που θα μπορούσαμε να διαπράξουμε κατά του πλησίον μας: τη συκοφαντία, την κλοπή, την ασέλγεια και το φόνο. Θα προσπαθήσει, λοιπόν, ν’ αποδείξει πως αυτά τα «παραπτώματα» τελικά δεν είναι παραπτώματα.

Τα αποσπάσματα που αναφέροντα στην κλοπή είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Είναι γνωστό πως η Γαλλική Επανάσταση, μέσα σε όλες τις ακραίες καταστάσεις της, ποτέ δεν έθιξε την αρχή της ιδιοκτησίας. Αντίθετα, ακόμα κι όταν ο Σεν Ζιστ ή ο Μαρά συνειδητοποίησαν πως η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου δε σημαίνει τίποτε χωρίς οικονομικό υπόβαθρο και πως η ισότητα των δικαιωμάτων παραμένει θεωρία όταν συμπίπτει με μια ωμή ανισότητα κατανομής των αγαθών, ο ντε Σαντ τολμά παραπέρα: «Θα τολμήσω τώρα να ρωτήσω δίχως φανατισμό, αν η κλοπή, που έχει σαν αποτέλεσμα να εξισορροπήσει τον πλούτο, είναι μεγάλο ελάττωμα σε μια κυβέρνηση που έχει σαν στο την ισότητα».

Marquis_de_Sade_books.jpg

(Αρ.) Εξώφυλλο της πρώτης βρετανικής έκδοσης της Ζυλιέτ
(Δε.) Εξώφυλλο της πρώτης αμερικάνικης έκδοση της Ζιστίν.

Στο κεφάλαιο περί ηθών, η δύναμη αμφισβήτησης του ντε Σαντ πηγαίνει ακόμα μακρύτερα. Τίποτε δε μπορεί να υποχρεώσει μια γυναίκα να ‘ναι πιστή: «Ποτέ δεν μπορεί να ασκηθεί πράξη κτήσεως σ’ έναν ελεύθερο άνθρωπο. Είναι το ίδιο άδικο να διαθέτει κανείς αποκλειστικά μια γυναίκα όσο και το να διαθέτει σκλάβους».

Ο ντε Σαντ εκφράζεται υπέρ των γυναικών και παράλληλα δηλώνει: «Θα υπάρξουν οίκοι ηδονής και για τις γυναίκες και θα είναι, όπως και αυτοί που προορίζονται για τους άντρες, υπό την προστασία της κυβέρνησης».

Όσο για το φόνο, αφού δεν προσβάλει τη φύση που αποτελεί καταστροφική και συνάμα δημιουργική δύναμη, γιατί ν’ απαγορεύεται; Άλλωστε τι την ενδιαφέρει την κοινωνία αν συνίσταται από ένα περισσότερο ή λιγότερο άτομο; Εξίσου ανόητο είναι να θεωρούμε την αυτοκτονία ως έγκλημα. Εξίσου ανόητο είναι να θεωρούμε την αυτοκτονία ως έγκλημα. Στην αρχαιότητα ήταν αποδεκτή. Με τέτοιες αρχές, ο ντε Σαντ εξασφαλίζει ολοκληρωτική επιτυχία για τη φανταστική κοινωνία του: «Όταν θα είμαστε ακαταμάχητοι στα ενδότερα της κοινωνίας και η διοίκηση και οι νόμοι σας θ’ αποτελούν παράδειγμα για όλους τους λαούς, δε θα υπάρξει κυβέρνηση στον κόσμο όλο που να μην προσπαθήσει να σας μιμηθεί, ούτε μια που να μην επιδιώξει την εύνοιά σας».

Θα ήταν τελείως μάταιο να κατηγορήσουμε το συγγραφέα για το ουτοπιστικό και αρνητικό πνεύμα του συστήματός του· αντίθετα, αυτό είναι και το ενδιαφέρον του, ότι αποτελεί ουσιαστικά μια μέθοδο καταστροφής. Το θέμα δεν είναι τόσο να οραματιστούμε μια βιώσιμη κοινωνία, όσο το να δημιουργήσουμε μια αντικοιωνία. Παράλληλα, πρέπει να δημιουργήσουμε και μια αντιθρησκεία, μια αντιηθική, προσδίδοντας στο πρόθεμα «αντί» τη διττή του έννοια, του εναντίου αλλά και του απέναντι. Μερικά ελληνικά νησιά έχουν τον αντίλογό τους, το αντίστοιχό τους, σ’ ένα σ’ ένα γειτονικό νησί που έχει ονομαστεί με το ίδιο όνομα όπου έχει προταθεί το «αντί»: π. χ. υπάρχουν Κύθηρα, αλλά και Αντικύθηρα. Ο κόσμος του ντε Σαντ είναι ένας αντικόσμος, αφ’ ενός μεν γιατί φέρει μόνιμη την αντίθεση του υπάρχοντος κόσμου και αφ’ ετέρου με την έννοια ότι οι φυσικοί και οι συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας φαντάζονται ένα «αντισύμπαν», ένα είδος συστηματικής και ανάποδης κατασκευής, μια αντι-θέση.

Στο εξής, δε θα προκαλούσε έκπληξη αν βρίσκαμε στις κοινωνίες που επινοείται ο ντε Σαντ και όπου τοποθετεί τα μυθιστορήματά του όλες ανεξαιρέτως τις αξίες του καιρού του, χρησιμοποιημένες όμως συστηματικά για αντιτιθέμενους σκοπούς. Ο πύργος του Σίλινγκ, με αυστηρή οργάνωσή του, μοιάζει με μοναστήρι: υπάρχουν ανώτεροι και εξαρτώμενοι και, ανάμεσά τους, αμέτρητες βαθμίδες. Η μοναστηριακή ιεραρχία αναπαράγεται στη διάρθρωση της αστικής κοινωνίας του Παλαιού Καθεστώτος, με τις καταπιεστικές της δομές και τις βαθμίδες της, που καθορίζονται σοφά σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα. Αφέντης και υποτελείς χρησιμεύουν σαν υπόδειγμα για τη διάρθρωση του καθολικού μοναστηριού, ως άνδρου έκλυσης, στον κόσμο του ντε Σαντ. Επίσης, όπως στα μοναστήρια, η χρήση του χρόνου είναι αυστηρά προκαθορισμένη και όσοι παραβιάζουν τους κανόνες του Τάγματος υφίστανται τιμωρία με δημόσιο εξαγνισμό. Στο μοναστήρι της Παναγιάς των Δρυμών υπάρχουν οι δόκιμες και οι προϊστάμενες των δοκίμων, που είναι επιφορτισμένες να επιβλέπουν τη συμπεριφορά τους και να τις δασκαλεύουν. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την ανάλυση σε όλους τους τομείς, ν’ αποδείξουμε πως η απομόνωση, αντί να καταλήγει στην εξύψωση των ψυχών, ανοίγει το δρόμο σε μια άνευ προηγουμένου έκλυση, χωρίς κανένα φραγμό, πως η τάση διαπαιδαγώγησης είναι έντονη και στους ακόλαστους. Έχουν πράγματι την πρόθεση να διαπαιδαγωγήσουν νέους αλλά στο Κακό. Μια κοινωνία που νοιάζεται για την οργάνωσή της οργανώνει κατά πρώτον τα σχολεία της.

Αν όλες οι αξίες, όλοι οι μηχανισμοί παρουσιάζουν εδώ μια συγκεκριμένη διαστροφή (το σύνολο των κανόνων βάσει των οποίων εκφράζεται ο σεβασμός στη θρησκεία και την ηθική υποχρεώνει εδώ το συστηματικό πιο χλευασμό τους), υπάρχει ένας μόνο μηχανισμός που έρχεται από το λεγόμενο φυσιολογικό κόσμο χωρίς καμιά απολύτως διαφοροποίηση της βασικής λειτουργίας του: αυτός είναι το χρήμα. Το χρήμα στην κοινωνία του Παλαιού Καθεστώτος ή στην κοινωνία του κοινωνία του βιομηχανικού καπιταλισμού, που δεν τη γνώρισε ο Σαντ, ελέγχει τα πάντα, παγιδεύει κάποιους ανθρώπους σε απροκάλυπτη δουλεία, ενώ ελευθερώνει κάποιους άλλους. Ο Σαντ, αναφέρεται πάντα με πολλή φροντίδα στα περιουσιακά στοιχεία των ακόλαστων, στην πηγή προέλευσης του πλούτου τους κ.λπ. Οι έκλυτοι συχνά ανήκουν σε υψηλά οικονομικά επίπεδα, δηλαδή στην πιο εύπορη τάξη του Παλαιού Καθεστώτος. Η Ντικλό και μερικοί άλλοι ελευθέριοι με προλεταριακή καταγωγή αποτελούν εξαίρεση, που δεν αναιρεί καθόλου, όμως, τη σημασία του χρήματος. Αντίθετα, τα πλάσματα αυτά, με τη εξυπνάδα και την πρόστυχη νοοτροπία τους, κατάφεραν ν’ αποκτήσουν μια περιουσία που άλλοι την είχαν στα χέρια τους πολύ πιο εύκολα, είτε από τη στιγμή που γεννήθηκαν είτε σαν αποτέλεσμα της κοινωνικής τους θέσης. Το χρήμα είναι η μόνη αξία που δεν έχει υποστεί φθορά της έννοιάς της, γιατί αυτό το ίδιο ήταν από μόνο του όργανο φθοράς.

Η αρνητική βία· του ντε Σαντ ελκύει τόσο πολύ, απλά και μόνο γιατί γίνεται είδος γλώσσας. Έχουμε πολλές καταγραφές στο συγκεκριμένο συγγραφέα. Βέβαια, έργα όπως Τα κρίματα του έρωτα ή Η Μαρκησία ντε Γκανζ μας δίνουν πολλαπλά παραδείγματα πάνω στην κλασική τέχνη της λιτότητας, ως σχήματος λόγου, την τεχνική του υπονοούμενου που έφτασε στο απόγειό της το 18ο αιώνα. Ο ντε Σαντ δε χαρακτηρίζεται μοναδικός εξαιτίας αυτών των έργων. Στην πραγματικότητα, είναι δυναμικά πρωτότυπος σε κείμενα όπως η τρίτη γραφή του Ζυστίν, οι Εκατόν είκοσι μέρες ή Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ –τα κείμενα αυτά, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, είναι απόκρυφα, αφού η έκδοσή τους είναι αυστηρά περιορισμένη και επειδή, με την παρούσα νομοθεσία, για παράδειγμα, είναι αδιανόητο να κυκλοφορήσουν, σε εκδόσεις τσέπης. Βέβαια, το αθώο Τα βάσανα της αρετής στη συλλογήGarnierFlammarion κόπηκε από τη λογοκρισία, ενώ τελείως παράλογα, το ίδιο κείμενο σε έκδοση τσέπης δε λογοκρίθηκε.

Η γλώσσα λοιπόν του Εκατόν είκοσι μέρες δεν είναι ίδια μ’ αυτήν στα Κρίματα του Έρωτα. Δεν πρόκειται για ποσοτική διαφορά, αλλά ουσιαστική, ποιο ποιοτική διαφορά. Επειδή τα δύο έργα είναι της ίδιας περιόδου, δε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εξέλιξη· ο ντε Σαντ δείχνει να χρησιμοποίησε συνειδητά διαφορετικό τρόπο γραφής –κι αυτό κράτησε ως το τέλος της λογοτεχνικής σταδιοδρομίας του, αφού η Μαρκησία ντε Γκανζ χρονολογείται στην τελευταία περίοδο της ζωής του. Να διατήρησε άραγε τον ελάσσονα τρόπο γραφής για να μπορέσει να εκδώσει, όσο ζούσε ακόμα, αυτό που ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να το δημοσιεύσει με τη μείζονα γραφή του; Θα ‘πρεπε ίσως να διακρίνουμε, σ’ έναν τόσο στρατευμένο συγγραφέα, την ανάγκη να διατηρήσει παρ’ όλα αυτά κάποιες αντιφάσεις; Ο ντε Σαντ, όμως. Δεν είναι σαν τον Ντιντερό πολύπλευρος· δεν είναι εκεί η δύναμη του. Αντίθετα, αυτή βρίσκεται στην ενότητά του. Πιστεύουμε γενικότερα πως ο όρος «κόσμος» (decent) άρεσε στο ντε Σαντ, γιατί του επέτρεπε μεγαλύτερη αφαίρεση. Πρόκειται για το σχεδίασμα, τη λεπτομέρεια, σε αντίθεση με τη μεγάλη νωπογραφία, ένα είδος παράστασης. Να λοιπόν τι αποκαλύπτει η ιστορία του χειρογράφου του Τα βάσανα της αρετής: όσο υπήρχε ένας κόμης στο Τα κρίματα του Έρωτα, το έργο ήταν σαν σχεδίασμα, κάτι σαν προσχέδιο. Και δε θα ‘ταν παράλογο να σκεφτεί κανείς πως κι άλλα διηγήματα θα μπορούσαν να ‘χουν υποστεί την ίδια μοίρα, την ίδια αλλαγή σημασίας, την ίδια πύκνωση έννοιας.

Sade_Justine_1791.jpeg

Προμετωπίδα της 2ης έκδοσης της Τζυστίν του 1791

Ο καλύτερος ντε Σαντ για μας δεν είναι ο ψυχαγωγικός συγγραφέας. Μερικοί αναγνώστες προτιμούν τον υπαινικτικό ντε Σαντ, όχι για λόγους ευπρέπειας, αλλά γιατί βρίσκουν τις Εκατόν είκοσι μέρες πολύ πληκτικό κείμενο. Είναι που δεν μπορούν να καταλάβουν αυτό το συγγραφέα, ο οποίος δεν είχε σαν στόχο ν’ αρέσει στον αναγνώστη σύμφωνα με τους κανόνες της κλασικής αισθητικής αλλά, αντίθετα, να του προκαλέσει αποστροφή, να τον σοκάρει, να τον βιάσει. Δε θέλησε λοιπόν ούτε να περισώσει το αίσθημα ντροπής, ούτε ν’ αποφύγει τη μονοτονία. Αντίθετα, την επιζητεί και μάλιστα συστηματικά, συσσωρεύοντας επεισόδια που καταλαβαίνει ως ποιο βαθμό είναι ταυτόσημα (τα περιθώρια των χειρογράφων είναι αποκαλυπτικά: ο ντε Σαντ αντιλαμβάνεται πολύ καλά τις παλιλλογίες του). Αυτή η τάση για επανάληψη είναι ίσως μια από τις εκδηλώσεις της παιδαγωγικής έφεσης που έχει ο συγγραφέας. Εκφράζει τη θέλησή του να δυσαρεστήσει, ν’ ασκήσει στον αναγνώστη κάτι σαν «πλύση εγκεφάλου» ή, ακόμα, να προκαλέσει την αηδία του. Είδαμε επίσης πως η επανάληψη ήταν ένα από τα βασικά φαντάσματα της ζωής των εγκλείστων. Ο αναγνώστης πρέπει τελικά να συμμετάσχει σε μια ηθική και σε μια μεταφυσική της επανάληψης, που είναι ίδια μ’ αυτήν του ακόλαστου.

Ο ντε Σαντ επαναλαμβάνεται κι όμως, κάθε φορά, θέλει να τα πει όλα. Θέλει να ωθήσει τη γλώσσα ως τα πιο ακραία σημεία, ως το ανείπωτο, το ανυπόφορο. Από κει προέρχεται κι αυτή η ακριβόλογη αναφορά όρων, αυτές οι λεπτομερείς περιγραφές ερωτικών στάσεων ή μαρτυριών. Αυτή όμως η ακρίβεια βρίσκεται στους αντίποδες του ρεαλισμού. Φαίνεται μάλιστα πως ο ντε Σαντ δίνει λεπτομέρειες, τόσο οι ήρωές του και οι περιπέτειές τους ξεφεύγουν από το σχετικό ρεαλισμό του μυθιστορήματος. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αποτυχία, γιατί ο ντε Σαντμ θέλοντας να τα πει όλα, δεν είχε καθόλου την επιθυμία να φανεί ρεαλιστής, όχι μόνο βέβαια έτσι όπως το εννοούσε ο Ζολά, αλλά ακόμα και υπό την έννοια του ρεαλισμού του Ρίτσαρσον και του Ντιντερό. Η επανάληψη γίνεται τροχός που γυρίζει, άνθρωπος-μηχανή. Αυτή η τάση για ακρίβεια οδηγεί το κείμενο σε επίπεδο καθαρής μαθηματικής σκέψης και όχι ζωγραφικής. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί αποκτά μια ανελέητη διαύγεια.

Ένα από τα αξιοπερίεργα στον ντε Σαντ είναι που αναφέρεται στη λιτότητα του παράδοξου. Η αισθητική του ντε Σαντ συγγενεύει με την αισθητική ενός ωραίου βωμού στην καθολική εκκλησία, μ’ αυτή την άμετρη επανάληψη, μ’ αυτή τη συστηματική αναζήτηση της υπερβολής. Την ακραία υπερβολή που ζουν οι κολασμένοι πρέπει να τη ζήσει με τη σειρά της και η γραφή, χωρίς διακοπή. Ο αναγνώστης του ντε Σαντ δεν έχει πουθενά το δικαίωμα ‘ ανασάνει. Όταν περάσει τις πρώτες σελίδες, έχει πιαστεί στην παγίδα και ο συγγραφέας δεν πρόκειται να του αφήσει πια την ελευθερία να διασκεδάσει σε κάποιες στιγμές χαλάρωσης, πράγμα που επιτρέπουν οι περισσότεροι συγγραφείς στους αναγνώστες τους, ακόμα και αυτοί με την πιο γοργή γραφή. Οι ιδέες, τα πάθη, τα βάσανα των ηρώων είναι εξίσου υπερβολικά με την όλη δομή του κειμένου. Η αισθητική της υπερβολής τέθηκε με θαυμαστό τρόπο στην υπηρεσία της έκφρασης της βίας. Έτσι, όμως, η υπερβολή χάνει διαμιάς κάθε ίχνος χάρης, κάθε στοιχείο παιχνιδίσματος. Στο έργο τυο ντε Σαντ δεν έχουμε να κάνουμε με τις επιχρυσωμένες διακοσμητικές σπείρες, αλλά με την απογύμνωση μιας ήδη σκέτης πέτρας.

Η γλώσσα είναι το απόλυτο όπλο, όχι μόνον –αυτό είναι πασιφανές- για το συγγραφέα αλλά και για τον ακόλαστο επίσης. Στην πορεία του έργου, ο ακόλαστος μιλάει το ίδιο συχνά που ενεργεί: ο λόγος, πολλές φορές δίσημος, αναγγέλλει η αρχίζει την πράξη. Ο ακόλαστος χρησιμοποιεί δυο μορφές λόγου: τη θεωρητική, φιλοσοφική ανάπτυξη, όταν δικαιολογεί τις πράξεις του, εξηγεί τις μεθόδους του και, από την άλλη μεριά, το βραχυχρόνιο λόγο, που είναι ο λόγος ενός ανυπόφορου διαλόγου και που, πολύ συχνά, είναι έντονος, βίαιος, διαταγή ή βρισιά. Το κοινό σημείο ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο είδη λόγου είναι το πνεύμα αδιαλλαξίας που τα χαρακτηρίζει. Δεν υπάρχει πιθανότητα αντίλογου. Άλλωστε, ο συνομιλητής είναι είτε το θύμα, που έχει περιοριστεί στη σιωπή και τον ιδεολογικό εκμηδενισμό, είτε κάποιος άλλος ακόλαστος, που ήδη έχει πειστεί. Ο λόγος δεν προσφέρει τίποτε στην Ευγενία στοΗ φιλοσοφία στο μουντουάρ ή στην Ευγενία ντε Φρανβάλ, γιατί και οι δυο είναι πια πειθήνιες μαθήτριες. Δε χρειάζεται εξάλλου να πεισθούν (έχουν πεισθεί προκαταβολικά), αλλά να ενημερωθούν πάνω στα διάφορα πιστεύω και τις πρακτικές της ελευθεριότητας.

Πρόκειται εδώ για δύο εξαιρετικές περιπτώσεις μέσα στο έργο του ντε Σαντ. Τον περισσότερο καιρό, ο λόγος του ελευθέριου ατόμου δεν απευθύνεται στο βάθος σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον εαυτό του. Είναι ένας λόγος ναρκισσιστικός που έρχεται να χτυπήσει πάνω στο τείχος της απομόνωσης και να επιστέψει σαν ηχώ. Ο ελευθέριος άνθρωπος δε μιλά γι κανένα. Μιλά μόνο για να δοξάσει αυτό καθαυτό το Λόγο. Ο λόγος εκφράζει πάνω απ’ όλα την ηδονή της ομιλίας, της φωνής, της βρισιάς. Γι’ αυτό και μοιάζει με την ερωτική απόλαυση. Έρχεται να την υποστηρίξει έντονα και, σε στιγμές ανάπαυσης, αποτελεί το υποκατάστατό της, το αντίστοιχό της, τον απόηχό της.

Εάν, τελικά, η γλώσσα αυτή δεν είναι απόλυτα τυχαία –αν μάλιστα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: έχει μια αποδεικτική διάθεση- είναι γιατί απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη και, κατά συνέπεια, έρχεται να συναντήσει το λόγο του ίσιου του ντε Σαντ και να ταυτιστεί μ’ αυτόν, χωρίς να μεσολαβεί αυτή η απόσταση που συνήθως διαπιστώνεται ανάμεσα στα λόγια του ήρωα και την παρέμβαση του συγγραφέα. Σε τελευταία ανάλυση, εδώ δεν υπάρχει τίποτε άλλο από έναν και μόνο λόγο, μια και μόνη ομιλία, που συνεχίζεται μέσα στην ατέρμονη επανάληψή του (κι αυτό ακόμα συντελεί στο να πλήξει ή να καθηλωθεί ο αναγνώστης). Η φωνή του ήρωα που δίνει εντολές σε κάποιο πρόσωπο ή που το σχολιάζει και η φωνή του αφηγητή που την περιγράφει κάπου συγχέονται. Η πράξη γίνεται ορατή μόνο και μόνο γιατί αναφέρεται α’ αυτή τη διπλή και ταυτόχρονα μοναδική φωνή.

Ο λόγος του ντε Σαντ ξεκινώντας από τη σιωπή της Βαστίλλης ή της Βενσέν, ξεπηδώντας μέσα απ’ όλους τους απομονωμένους χώρους όπως το μπουντουάρ στη Φιλοσοφία ή ο πύργος στο Εκατόν είκοσι μέρες, ξεσπά βίαιος, τραχύς, ριζοσπαστικός, απίστευτος και ανήκουστος, μέσα από τον απόλυτα νεωτεριστικό του χαρακτήρα. Ο Ρολάν Μπαρτ σημειώνει: «Η γλώσσα που θεμελιώνει δεν είναι βέβαια γλώσσα επικοινωνίας. Είναι μιαν καινούργια γλώσσα που ναι μεν διασταυρώνεται με τη φυσική γλώσσα, αλλά που δεν μπορεί να χρησιμεύσει παρά μόνο για το σημειολογικό καθορισμό του κειμένου». Από την εποχή του Λωτρεαμόν, του Ρεμπό και κυρίως του Αρτό, η δημιουργία μιας νέας γλώσσας αποτελεί ουσιαστικά το σημάδι της αξίας ενός συγγραφέα. Μετά τον Σαντ, δεν μπορεί πια κανείς να γράψει όπως παλιά. Κάτι ανεπανόρθωτο έχει συμβεί κι όμως, αυτή η κατηγορία συγγραφέων σε φτιάχνει σχολή. Είναι, εξ ορισμού, αμίμητη.

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον ντε Σαντ από άποψη ύφους. Όσοι παραμένουν στο επίπεδο να επισημαίνουν αδεξιότητες ή παραλείψεις του φαίνεται πως δεν έχουν καταλάβει τίποτε από το συγγραφέα. Πράγματι «καθώς το ύφος μεταμορφώνεται σε γραφή, η μέθοδος χάνει σε μεθοδικότητα, το μυθιστόρημα σε μυθιστοριματικότητα: ο ντε Σαντ δεν είναι ερωτικός». Για τη διαπίστωση αυτή, αρκεί να διαβάσει κανείς τους ερωτικούς μυθιστοριογράφους της εποχής του ντε Σαντ, τον Φουζρέ ντε Μονμπρόν ή τον Νερσιά. Τι κοινό υπάρχει με τη Μαργκό την Μπαλωματού ή το Χίλιες και μια φλυαρίες; Ο 20ος αιώνας δεν έκανε λάθος όταν επιφύλαξε στον ντε Σαντ μια θέση που δεν του είχαν αναγνωρίζει οι σύγχρονοί του, εκτός από την κρυφή καθιέρωσή του, αν μπορούμε να πούμε, αυτή την αντικαθιέρωση που συνιστούσε ο εγκλεισμός του στη φυλακή.

Ο ντε Σαντ δεν είχε καμιά σχέση με τη γραφικότητα, το χρώμα, το εξωτικό ύφος, την περιγραφή τόπων ή προσώπων, την ψυχολογία. Το σώμα του θύματος γίνεται γνωστό στο μέτρο που πρόκειται να υποφέρει. Ο χαρακτήρας του αποκαλύπτεται στο μέτρο που αυτό θα κάνει τη μοίρα του ακόμα πιο σκληρή. Ο οποιοσδήποτε, όμως, θα μπορούσε να δει ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η σκληρότητα κι όχι το αντικείμενο που επιλέχτηκε για τη θυσία. Θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι, για να είναι πραγματικό αντικείμενο το θύμα, πρέπει τουλάχιστον να μην υπάρχει, να μην έχει ταυτότητα, να μη διαθέτει χαρακτηριστικά ευδιάκριτα και ο πύργος όπου θα υποφέρει να παραμείνει ανεξακρίβωτος, κάπως σαν ανώνυμος. Μόνον ο ακόλαστος θα είχε το δικαίωμα να προβάλει απ’ αυτή την ασάφεια, να έχει πρόσωπο και χαρακτήρα. Προτιμά όμως τελικά, να παραμείνει μια φωνή, μια γλώσσα, μια γραφή.

Ο Μαν Ρεΐ έκανε ένα πορτρέτο του ντε Σαντ όπου το πρόσωπο είναι σχηματισμένο αποκλειστικά από τις πέτρες των χώρων εγκλεισμού του, έγκλειστο κι αυτό, χαραγμένο στο πέτρωμα. Θα έβλεπε κανείς ευχαρίστως αυτό το πορτρέτο να γεμίζει ρωγμές και να σκορπίζει σε κομμάτια κάτω από τη βιαιότητα της εσωτερικής πίεσης. Το άτομο τότε θα ελευθερωνόταν από τα δεσμά του και πιστεύουμε πως έτσι θα αποκαλυπτόταν ο δυναμισμός και η ενότητα του ντε Σαντ, η πραγματική σημασία του εγκλεισμού του, της εξέγερσής του, του έργου του, αυτής της αδιαχώριστης τριάδας, χωρίς την οποία ο ντε Σαντ δε θα ήταν αυτό που υπήρξε κι αυτό που αντιπροσωπεύει στον αιώνα μας: τη γλώσσα της εξέγερσης, έτοιμη ν’ ανοίξει όλες τις φυλακές των ανθρώπων, των προκαταλήψεων, των λέξεων, των λογοτεχνικών ή καλλιτεχνικών σχημάτων και, τέλος, ν’ ανοίξει αυτή την εσωτερική φυλακή που κουβαλά μέσα του ο καθένας μας και που συνεχώς αναπαράγουν τα έθνη, για να κλείνουν εκεί μέσα, να φιμώνουν και να εντοιχίζουν καθετί που δε θέλει να ενταχθεί υπάκουα στο κοινωνικό σύστημα και να αποδυναμώνουν τελικά τις λέξεις από την έντασή τους.

Μπεατρίς Ντιντιέ. Πηγή: Ζυστίν ή Τα βάσανα της αρετής, μτφρ. Μίρκα Σκάρα, εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1991

ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΤΕ ΣΑΝΤ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Στην Ελλάδα, η πρώτη έκδοση βιβλίου του Μαρκησίου ντε Σαντ ήταν Η φιλοσοφία στο Μπουντουάρ. Η έκδοση έγινε το 1979 από τον εκδοτικό οίκο «Εξάντα» σε μετάφραση Βασίλη Καλλιπολίτη. Η έκδοση απαγορεύτηκε με δικαστική εντολή. Το 1981 ο ίδιος εκδοτικό οίκος κυκλοφόρησε τις 120 Μέρες στα Σοδόμα σε μετάφραση των Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Παπαδόπουλου. Για μια ακόμα φορά συντηρητικοί και σκοταδιστικοί δικαστικοί κύκλοι παρενέβησαν και κατήγγειλαν το έργο χαρακτηρίζοντάς το ως πορνογράφημα. Συγκεκριμένα μιλούσαν για «προσβολή της δημοσίας αιδούς» βάσει του τότε υφιστάμενου νόμου «περί ασέμνων». Ως μάρτυρας κατηγορίας είχε κληθεί ένας χωροφύλακας. Στον αντίποδα αυτής της μεσαιωνικής πρακτικής και αντιδρώντας στην λογοκρισία, 48 εκδότες ανήγγειλαν κοινή έκδοση του έργου.

Ο Τύπος από την άλλη, δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια και στο σύνολό του καταδίκασε το γεγονός. Δεν έλειψαν βέβαια και οι φωνές προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών της εποχής, αλλά και φωτεινά μυαλά που υπερασπίστηκαν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των έργων του ντε Σαντ, θεωρώντας το γεγονός της απαγόρευσης σκοταδιστικό πισωγύρισμα. Μεταξύ αυτών και ο Ζαν Ζενέ ο οποίος είχε ταχθεί ενάντια στην απαγόρευση. Το δικαστήριο τελικά συνεκάλεσε Γνωμοδοτική Επιτροπή πέντε προσωπικοτήτων όπου μεταξύ των μελών της βρίσκονταν ο Γιάννης Μόραλης, ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος και ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ο οποίος -ας σημειωθεί-, ήταν ο μόνος που συνηγόρησε στην πρακτική της απαγόρευσης. Με μια περίεργη και οπισθοδρομική απόφαση το βιβλίο απαγορεύτηκε έως και το 1991. Με την τυπική άρση της απαγόρευσης, μετά το 1991, τα βιβλία του ντε Σαντ έχουν τύχει πολλών μεταφράσεων στα ελληνικά και κυκλοφορούν από τους σημαντικότερους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους «ελεύθερα» πια, «προσβάλλοντας τη δημόσια αιδώ» και «διαφθείροντας τους νέους».

 – Ζυστίν ή Τα βάσανα της αρετής, μτφρ. Μίρκα Σκάρα, εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1991

 – Οι 120 μέρες των Σοδόμων, μτφρ. Πέτρος Παπαδόπουλος, εκδόσεις Εξάντας, 1997

 – Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ, μτφρ. Κ.Δ. Λάλας, εκδόσεις Καστανός, 2010.

 – Τα εγκλήματα του έρωτα, μτφρ. Τίνα Τσιάτσικα, εκδόσεις Printa, 2004

 – Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο, μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδόσεις Άγρα, 2006

 – Αιμομιξία, μτφρ. Γιάννης Παπαδάτος, εκδόσεις Ποντίκι, 2006

 – Πάνω στην άμεση δημοκρατία και την απάτη των εκπροσωπήσεων, μτφρ. Νίκος Αλεξίου – Δημήτρης Παστελάκος, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1997

 – Επιστολή προς τον αστυνομικό διευθυντή Chenon, μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, εκδόσεις Άγρα, 1996

 – Ζυστίν ή οι δυστυχίες της αρετής, μτφρ. Δημήτρης Γκινοσάτης, εκδόσεις Νεφέλη, 2011

 – Ο απατημένος πρόεδρος και άλλες τολμηρές ιστορίες, μτφρ. Άννα Τσέα, εκδόσεις Ολκός, 2009

 – Διάλογος ιερωμένου και ετοιμοθάνατου, μτφρ. Δημήτρης Γκινοσάτης, εκδόσεις Futura, 2007

 – Τεχνάσματα του έρωτα και άλλες ιστορίες, μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδόσεις Μελάνι, 2006

 – Ο δήμιος και το θύμα του, μτφρ. Γιώργος Κόκκινος, εκδόσεις Κριτική, 2012

 – Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ, μτφρ. Βασίλης Καλλιπολίτης, εκδόσεις Εξάντας, 1979

 – Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ, μτφρ. Δημήτρης Χορόσκελης, εκδόσεις Καστανιώτη, 1997

 – Ζυστίν ή τα βάσανα της Αρετής, μτφρ. Μίρκα Σκάρα, εκδόσεις Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2012

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΝΤΕ ΣΑΝΤ

 – Die Verfolgung und Ermordung Jean Paul Marats, (Die Verfolgung und Ermordung Jean Paul Marats dargestellt durch die Schauspielgruppe des Hospizes zu Charenton unter Anleitung des Herrn de Sade), Δυτική Γερμανία, 1966. Τηλεταινία του Peter Weiss, (imdb)

 – Marquis de Sade’s Justine, 1968, του Jesús Franco, (imdb)

 – Eugenie. The Story of Her Journey into Perversion, 1969, του Jesús Franco, (imdb)

 – De Sade, 1970, των Cy Endfield, Roger Corman, Gordon Hessler, (imdb)

 – Salò o le 120 giornate di Sodoma ,1975, του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, (www.koinotopia.gr)

 – Cruel Passion, 1977, του Chris Boger, (imdb)

 – Waxwork, 1988, του Anthony Hickox, (imdb)

 – Marquis, 1989, του Henri Xhonneux, (imdb)

 – Night Terrors, 1994, του Tobe Hooper, (imdb)

 – Marquis de Sade Dark Prince, 1996 του Gwyneth Gibby, (imdb)

 – Sade, 1999 του Benoît Jacquot, (imdb)

 – Quills, 2000, του Philip Kaufman, (imdb)

 – Lunacy, 2005, του Jan Svankmajer, (imdb)

http://www.koinotopia.gr

Leave A Response