Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας(μερος Α)

Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας(μερος Α)

Η Μακεδονία πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία, κατά το Θεόπομπο, τον 8 αιώνα π.Χ. με το βασιλιά της Κάρανο. Κατά τον Ηρόδοτο, όμως, μυθικός γενάρχης της Μακεδονικής δυναστείας θεωρείτο ο Ηρακλής, μέσω του απογόνου του Τημένου. Ο ιδρυτής του κράτους και του βασιλικού οίκου των Τημενιδών Αργεαδών, Περδίκκας, με τα αδέλφια του κατέφυγαν από το Άργος στους Ιλλυριούς και από εκεί στη Λεβαία, κάπου στη Μακεδονία. Την καταγωγή αυτή υποστήριξε και ο ιστορικός Θουκυδίδης, που καθόρισε την περιοχή της Πιερίας ως πυρήνα του βασιλείου. Οι Μακεδόνες όμως είχαν και στενές σχέσεις με τους Θεσσαλούς, όπως αναφέρεται και στη διήγηση του Θουκυδίδη…Σύμφωνα με τον Ησιόδο, οι γενάρχες της Μακεδονίας και Θεσσαλίας, ο Μακεδνός ή Μακεδόνας και ο Μάγνης ήταν αδέλφια, γιοι του Δία και της Θυίας. Κατά την ίδια περίοδο (8ος και 7ος αιώνα), άρχισε η εγκατάσταση αποίκων στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, που αυξήθηκαν κατά τον 6ο αιώνα (Δίκαια, Μεθώνη, Πύδνα, Ποτίδαια κ. ά.). Οι Μακεδόνες ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. έρχονται σε επαφή με τους νότιους Έλληνες, που είχαν εγκατασταθεί στη Χαλκιδική, καθώς και στα παράλια της Πιερίας και δέχονται πολιτιστικά ρεύματα από την υπόλοιπη Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.

Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Μακεδονία ως έννοια γεωγραφική και πολιτική, περιλαμβάνει την περιοχή ανάμεσα στον Όλυμπο και τον άνω ρου του Αλιάκμονα στα δυτικά, μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα στα ανατολικά. Οι ιστορικοί του 5ου αιώνα π.Χ. Ηρόδοτος και Θουκυδίδης αποκαλούσαν «Κάτω Μακεδονία» τα πεδινά της Πιερίας και της Ημαθίας – Βοττιαίας και τη διέκριναν από την «Άνω Μακεδονία», που περιλάμβανε τις ανατολικές υπώρειες της Πίνδου, τον άνω Αλιάκμονα και την περιοχή στα ΝΑ των λιμνών Αχρίδας και Πρεσπών.

Μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. ο πληθυσμός της Μακεδονία ήταν αγρότες και δεν είχαν διακριθεί ιδιαίτερα στις τέχνες ή στα γράμματα. Η έλλειψη οργανωμένου στρατού είχε σαν αποτέλεσμα να τους υποτάξουν εύκολα οι Πέρσες. Οι απόγονοι του Περδίκκα, που εδραίωσαν και μεγάλωσαν το κράτος τους, θεωρούνται: ο Φίλιππος ο Α’ (621 – 588 π.Χ.) και ο Αμύντας ο Α’, ο οποίος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τους Πεισιστρατίδες της Αθήνας. Από τότε οι άνακτες της Μακεδονίας κατάλαβαν την ανάγκη ελέγχου της Θράκης. Ο γιος του Αμύντα Αλέξανδρος Α’ ο Φιλέλληνας (498 – 454 π.Χ.) υπήρξε ο πιο σημαντικός της περιόδου αυτής.

Την προσωνυμία ”Φιλέλλην” τη χρωστά στη συμμετοχή του στους Μηδικούς πολέμους κατά των Περσών. Αυτός έσωσε το Θεμιστοκλή με 10 χιλ. άνδρες στα Τέμπη (480 π.Χ.) και συντέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των Πλαταιών (479 π.Χ.). Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι τον αναγνώρισαν “ως ‘Έλληνα πάνυ Ελλήνων” (Έλληνα πιο πολύ από κάθε άλλον Έλληνα) και του έστησαν χρυσό ανδριάντα στους Δελφούς. Η απομάκρυνση των Περσών από την περιοχή του έδωσε την ευκαιρία να ενσωματώσει στην επικράτειά του τις περιοχές της Ορεστίδος, Λυγκηστίδος και Πελαγονίας προς τα δυτικά και τα βόρεια καθώς και της Μυγδονίας, Κρηστωνίας και Βισαλτίας με τα πλούσια μεταλλεύματα προς τα ανατολικά.

Η διαδοχή του Αλεξάνδρου σταθεροποιήθηκε μόλις το 435 π.Χ., επί Περδίκκα Β’, του ”Ξυμμάχου και φίλου” των Αθηναίων στα ταραγμένα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 –  404 π. Χ.). Η δημιουργία όμως πρωτοποριακού για την εποχή κράτους επιτεύχθηκε από τον Αρχέλαο (414 / 3 – 399 π. Χ.), που επωφελήθηκε από την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία. Η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η πώληση ναυπηγήσιμης ξυλείας, καθώς και άλλες διευκολύνσεις αύξησαν τα οικονομικά του.

Η ορθολογική χρήση των πόρων αυτών, σε συνδυασμό με την μοναδική ικανότητα του ηγεμόνα στην καλλιέργεια των προοδευτικότερων πνευματικών τάσεων της εποχής του έδωσαν τη δυνατότητα να αναδιοργανώσει το ιππικό και το πεζικό του, να ιδρύσει οχυρά και να αναπτύξει το οδικό δίκτυο του κράτους. Η επιρροή του βασιλιά επεκτάθηκε και πέρα από τα σύνορα του κράτους. Παράλληλα ο Αρχέλαος φαίνεται πως μετέφερε την πρωτεύουσά του από τις Αιγές στην Πέλλα, όπου έχτισε μεγαλόπρεπα ανάκτορα, που διακόσμησε ο μεγαλύτερος ζωγράφος της εποχής, ο Ζεύξις .

Ο πρόωρος θάνατος του Αρχελάου σε κυνηγετικό ατύχημα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την επικράτειά του. Οι επόμενες δεκαετίες διαταράχτηκαν από τις εισβολές των Δαρδανών υπό τον ικανό Βάρδυλι. Παράλληλα, πολλά εδάφη πέρασαν στα χέρια των Χαλκιδέων. Οι προσπάθειες του Αμύντα Γ’ (393 / 2 – 370 / 69 π. Χ.), πατέρα του Φιλίππου, χαρακτηρίζονται από έντονες μεταπτώσεις. Η μεγαλύτερη καταστροφή συνέβη το 360 / 59 π.Χ. όταν ο Περδίκκας Γ’ (365 – 359 π. Χ.) ηττήθηκε από τους Ιλλυριούς του Βάρδυλι.

Ο ίδιος, μαζί με 4000 στρατιώτες, έπεσε στο πεδίο της μάχης. Το μέγεθος της καταστροφής για τους Μακεδόνες ήταν πρωτόγνωρο. Η πειθαρχία κατέρρευσε, και το φρόνημα του λαού καταρρακώθηκε. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ανέλαβε ο Φίλιππος Β’.

Ο ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΡΓΕΑΔΩΝ ή ΤΗΜΕΝΙΔΩΝ

Για το χρόνο ίδρυσης του βασιλικού Οίκου της Μακεδονίας τίποτα δεν είναι απόλυτα σαφές. Η αρχή του τοποθετείται μεταξύ μύθου και ιστορίας, ο δε ιδρυτής της φέρεται να έζησε την ίδια περίπου εποχή με τον ιδρυτή του Οίκου των Αχαιμενιδών. Αυτή η σύμπτωση γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, αφού τον 6ο π.Χ. αιώνα ο Δαρείος Α΄ πέρασε στην Ευρώπη και κατέστησε τον Αμύντα Α΄ υποτελή του, εγκαινιάζοντας μία αντιπαλότητα μοιραία και για τους δύο Οίκους. Δύο αιώνες αργότερα ο Αλέξανδρος Γ΄ πέρασε στην Ασία και εκστράτευσε κατά της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας.

Τον τέταρτο χρόνο των εχθροπραξιών δολοφονήθηκε ο Δαρείος Γ΄, τον ενδέκατο χρόνο πέθανε ο Αλέξανδρος Γ΄ και μαζί τους πέθαναν και οι δύο βασιλικοί Οίκοι. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τρεις γιοι του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, εξορίσθηκαν από το Άργος και κατέφυγαν πρώτα στην Ιλλυρία και μετά στην πόλη Λεβαία της Άνω Μακεδονίας, όπου βιοπορίζονταν φροντίζοντας τα ζώα του τοπικού (μάλλον Παίονα) ηγεμόνα. Όταν εμφανίσθηκε κάτι, που ερμηνεύθηκε ως θεϊκή προειδοποίηση, ο βασιλίσκος θορυβημένος τους διέταξε να φύγουν από τη χώρα του.

Εκείνοι ζήτησαν τους δεδουλευμένους μισθούς τους και ο βασιλίσκος «τυφλωμένος από τους θεούς» τους έδειξε τις ακτίνες του ήλιου, που έμπαιναν μέσα από την καπνοδόχο του σπιτιού, λέγοντάς τους «Να ο μισθός, που σας αξίζει». Οι δύο μεγαλύτεροι έμειναν έκπληκτοι, αλλά ο μικρότερος που είχε μάχαιρα, την έβγαλε και λέγοντας «Βασιλιά δεχόμαστε ό,τι μας δίνεις», έκανε ότι μάζευε από το χώμα τις ηλιαχτίδες και τις έβαζε στο χιτώνα του. Αφού έφυγαν τα τρία αδέρφια, ο βασιλιάς τους καταδίωξε θεωρώντας ότι ο νεαρός Περδίκκας είχε προβάλει διεκδικήσεις στο θρόνο και σε όλη την επικράτειά του κάτω από τον ήλιο.

Εκείνοι κατέφυγαν πέρα από τους «κήπους του Μίδα» και με ορμητήριο το όρος Βέρμιο κατέλαβαν πρώτα τα γειτονικά μέρη και μετά όλη τη Μακεδονία. Παραδίδεται και ο μύθος ότι ο Περδίκκας ακολούθησε ένα κοπάδι κατσικιών και στο σημείο, που σταμάτησαν τα κατσίκια (αίγες), αποφάσισε να χτίσει την πρωτεύουσά του, τις οποίες εύλογα ονόμασε Αιγές. Η βασιλική δυναστεία της Μακεδονίας ονομάσθηκε Τημενίδες ή Αργεάδες, διότι οι τρεις αδερφοί ήταν γιοι του Τήμενου από το Άργος. Το οικόσημο του βασιλικού Οίκου δεν ήταν γνωστό, μέχρι την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου Β΄.

Τότε διαπιστώθηκε ότι ήταν ο λεγόμενος «ήλιος της Βεργίνας», που μας παραπέμπει άμεσα στα γραφόμενα του Ηρόδοτου και τη συλλογή των ακτίνων του ήλιου από τον Περδίκκα, τον φερόμενο ως ιδρυτή της δυναστείας. Στη γενεαλογία των Μακεδόνων βασιλέων ο Αλέξανδρος Α΄ αποτελεί κομβικό πρόσωπο. Για τους περισσότερους προκατόχους του ουσιαστικά τίποτα δεν είναι γνωστό εκτός ίσως από το όνομα.

Η εμπλοκή του Αλεξάνδρου Α΄ στους Περσικούς πολέμους έβγαλε τη Μακεδονία από την ιστορική αφάνεια και η συνδυασμένη δράση νοτίων ελληνικών κρατών και Μακεδονίας στο γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελληνικής Μακεδονίας, που ως τότε ανήκε σε διάφορους Παιονικούς λαούς, ρίχνουν αρκετό φως στους επόμενους βασιλείς. Για τους προκατόχους του Αλεξάνδρου Α΄ βασιζόμαστε στον Ηρόδοτο και η πλήρης γενεαλογία των Μακεδόνων βασιλέων προκύπτει ως εξής:

  • Περδίκκας Α΄: φαίνεται να βασίλεψε στις αρχές του 7ου αιώνα
  • Αργαίος Α΄: διαδέχθηκε τον πατέρα του και φαίνεται να βασίλεψε στα τέλη του 7ου αιώνα
  • Φίλιππος Α΄: διαδέχθηκε τον πατέρα του και φαίνεται να βασίλεψε στις αρχές του 6ου αιώνα
  • Αέροπος: ανήλικος ακόμη διαδέχθηκε τον πατέρα του το 588 π.Χ. και βασίλεψε έως το 568 π.Χ.
  • Αλκέτας: διαδέχθηκε τον πατέρα του και βασίλεψε μεταξύ 568 π.Χ. και 540 π.Χ.
  • Αμύντας Α΄: γιος του Αλκέτα και πατέρας του Αλεξάνδρου Α΄. Ανέβηκε στο θρόνο το 540 π.Χ.και έδωσε γη και ύδωρ στους πρέσβεις του Δαρείου. Επί των ημερών του η Μακεδονία απετέλεσε μέρος της ευρωπαϊκής σατραπείας των Αχαιμενιδών.
  • Αλέξανδρος Α΄: γιος του Αμύντα Α΄, ανέβηκε στο θρόνο το 498 π.Χ. Έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα κατά την εκστρατεία του Ξέρξη, οπότε όντας βασιλιάς υποτελής των Περσών («Μακεδόνων ύπαρχος») πληροφορούσε τους ανυπότακτους Έλληνες για τα σχέδια των Περσών. Πριν τη μάχη των Θερμοπυλών ειδοποίησε τις Ελληνικές δυνάμεις και πριν από τη μάχη των Πλαταιών γνωστοποίησε στους Αθηναίους το πολεμικό σχέδιο του Μαρδόνιου. Μετά το τέλος του πολέμου επεξέτεινε τη Μακεδονία μέχρι το Στρυμόνα. Όταν θέλησε να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στους οποίους επιτρεπόταν να συμμετέχουν μόνο Έλληνες, χρειάσθηκε να αποδείξει στους ελλανοδίκες την Ελληνική του καταγωγή.
  • Περδίκκας Β΄: γιος του Αλεξάνδρου Α΄. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 454 π.Χ. και συμβασίλευσε με τον αδελφό του Φίλιππο, που πέθανε νωρίς.
  • Αρχέλαος: νόθος γιος του Περδίκκα Β΄. Το 413 π.Χ. σφετερίσθηκε το θρόνο, αλλά αναδείχθηκε σε άξιο ηγέτη. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη ήταν ο ένατος βασιλιάς της δυναστείας και έκανε για τη Μακεδονία περισσότερα απ’ όσα είχαν κάνει όλοι οι προηγούμενοι βασιλείς μαζί. Μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα.
  • Αμύντας Β΄: το 393 π.Χ. διαδέχθηκε τον Αρχέλαο, βασίλεψε ως το 389 π.Χ. και συχνά συγχέεται με τον επόμενο.
  • Αμύντας Γ΄: γιος του Αρριδαίου, δισέγγονος του Αλεξάνδρου Α΄, πατέρας του Φιλίππου Β΄ και παππούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 389 π.Χ.διαδέχθηκε τον Αμύντα Β΄ και το 383 π.Χ. τον εκθρόνισε ο Αργαίος, ένας ευγενής από τη Λυγκηστίδα και όχι Αργεάδης. Το 381 π.Χ. με τη βοήθεια των Θεσσαλών ο Αμύντας Γ΄ εκθρόνισε τον Αργαίο και ανακατέλαβε το θρόνο ως το 369 π.Χ.
  • Αλέξανδρος Β΄: γιος του Αμύντα Β΄, κατέλαβε το θρόνο το 369 π.Χ. Επιτέθηκε κατά της Θεσσαλίας, αλλά εσωτερικές έριδες τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Μακεδονία. Το 367 π.Χ. τον δολοφόνησε ο Πτολεμαίος, ένας εταίρος από την Άλωρο της Βοττιαίας, που ανέλαβε επίτροπος των γιων του Αμύντα Γ΄, Περδίκκα και Φιλίππου.
  • Περδίκκας Γ΄: γιος του Αμύντα Γ’ και μεγαλύτερος αδελφός του Φιλίππου. Το 365 π.Χ. δολοφόνησε τον Πτολεμαίο Αλωρίτη και ανέβηκε στο θρόνο. Το 359 π.Χ. σκοτώθηκε σε μάχη κατά των Ιλλυριών, που πίεζαν ασφυκτικά τα σύνορα της Μακεδονίας.
  • Φίλιππος Β΄: γεννήθηκε το 383 π.Χ., ήταν γιος του Αμύντα Γ΄ και της Ευρυδίκης και αδελφός του Περδίκκα Γ΄. Μυήθηκε στα Καβείρια μυστήρια της Σαμοθράκης την ίδια περίοδο με την Ολυμπιάδα, κόρη του Νεοπτόλεμου και αδελφή του Αλεξάνδρου Α΄ των Μολοσσών. Παρέμεινε ως όμηρος στη Θήβα από το 368 π.Χ. έως το 359 π.Χ. Το 359 π.Χ., όταν πληροφορήθηκε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του και βασιλιάς σκοτώθηκε προσπαθώντας να αποκρούσει τους Ιλλυριούς, δραπέτευσε από τη Θήβα και ανέλαβε το θρόνο της Μακεδονίας. Απέσπασε τους στρατηγικούς πόρους της Θράκης, εκσυγχρόνισε τον Μακεδονικό στρατό μετατρέποντάς τον σε επαγγελματικό και εφάρμοσε επιθετική και επεκτατική πολιτική. Χρησιμοποιώντας τη στρατιωτική ισχύ και την εξαγορά των πάντοτε πρόθυμων πολιτικών, επέβαλε τη μακεδονική Ηγεμονία στην Ελλάδα. Λένε πως ο ίδιος υπερηφανευόταν περισσότερο για τη διπλωματικότητα του και τη στρατηγική του σύνεση παρά για την ανδρεία του στη μάχη, διότι στα πολεμικά κατορθώματα μετέχουν όλοι όσοι μάχονται, ενώ οι διπλωματικές επιτυχίες ήταν αποκλειστικά δικές του. Το 357 π.Χ. παντρεύτηκε την Ολυμπιάδα και έκανε μαζί της δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο (356 π.Χ.) και την Κλεοπάτρα (355 π.Χ.). Το 338 π.Χ. ίδρυσε στην Κόρινθο το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων και κήρυξε την πανελλήνια εκστρατεία κατά των Περσών. Το 337 π.Χ. έστειλε στην Ασία στρατεύματα, για να προπαρασκευάσουν την εισβολή, και τον επόμενο χρόνο δολοφονήθηκε κατ’ εντολή του Μεγάλου Βασιλέως στο θέατρο των Αιγών κατά τους γάμους της κόρης του, Κλεοπάτρας.
  • Αλέξανδρος Γ΄, ο Μέγας: γιος του Φιλίππου Β΄ και της Ολυμπιάδας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 336 π.Χ., τον επόμενο χρόνο επέβαλε την κυριαρχία του σε όλους τους Θρακικούς λαούς ως τον Ίστρο, κατέστρεψε την εξεγερθείσα Θήβα και το 334 π.Χ.ε εισέβαλε στην Ασία. Υπέταξε ολόκληρη την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και την Ινδία μέχρι τον ποταμό Ύφαση. Πέθανε τον Ιούνιο του 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα.
  • Αλέξανδρος Δ΄: γεννήθηκε το 323 π.Χ., μερικούς μήνες μετά το θάνατο του πατέρα του, Αλεξάνδρου Γ΄. Ο στρατός στη Βαβυλώνα τον ανακήρυξε βασιλέα μαζί με τον Αρριδαίο του Φιλίππου υπό την κηδεμονία, αρχικά του Περδίκκα και μετά του Αντιπάτρου. Πρακτικά έζησε αιχμάλωτος και τελικά δολοφονήθηκε το 311 π.Χ.σε ηλικία 12 ετών μαζί με τη μητέρα του, Ρωξάνη, από τον Κάσσανδρο στην Αμφίπολη. Ο τάφος του βρίσκεται στις Αιγές (Βεργίνα), δίπλα στον τάφο του Φιλίππου Β΄.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΦΙΛΙΠΠΟ Β’

Ο Ηρόδοτος δίνει την αλληλουχία των επτά Μακεδόνων βασιλέων ως τον Αλέξανδρο Α΄ (498 – 454 π.Χ.) κι ο Θουκυδίδης επιβεβαιώνει ότι ο Αρχέλαος του Περδίκκα (413 – 393 π.Χ.) ήταν ο ένατος κατά σειρά. Πέραν αυτών ελάχιστα είναι γνωστά για τους βασιλείς πριν τον Αμύντα Α΄ (540 – 498 π.Χ.), ειδικά δε η διάρκεια της βασιλείας των τριών πρώτων είναι σαφές ότι προκύπτει με βάση την εκτίμηση ότι διήρκεσε περίπου 40 χρόνια και υπολογίζοντας αντίστροφα προσδιορίζεται η κατά προσέγγιση έναρξη της δυναστείας.

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, ο ιδρυτής της δυναστείας των Αργεαδών, ο Περδίκκας Α΄ δημιούργησε στο όρος Βέρμιο την αρχική του επικράτεια, την οποία ο Ηρόδοτος αποκαλεί Μακεδονίδα. Με μια απλή ματιά στο χάρτη προκύπτει λοιπόν ότι ο Περδίκκας ήταν ένας ασήμαντος τοπικός ηγεμονίσκος και καταχρηστικά (με βάση τα σημερινά δεδομένα) του αποδίδεται ο τίτλος του βασιλιά. Ωστόσο και τις γύρω περιοχές ούτε πιο προοδευμένοι λαοί τις κατοικούσαν ούτε πιο σημαντικοί ηγεμόνες τις διοικούσαν.

Το πολίτευμα των Μακεδόνων ήταν το είδος της βασιλείας, που περιγράφει ο Όμηρος στα Ελληνικά κράτη του Τρωικού πολέμου. Η Ομηρική δομή του Μακεδονικού πολιτεύματος και η ύπαρξη τάξης ευγενών πολεμιστών φαίνεται και σε πολλά από τα διασωθέντα ονόματα των Μακεδόνων ηγετών, που καταγράφουμε στο σχετικό πίνακα. Κεφαλή του κράτους ήταν ο βασιλιάς, που έπρεπε να είναι κατά προτίμηση ο μεγαλύτερος και νόμιμος γιος του προκατόχου του και οπωσδήποτε μέλος του Οίκου των Αργεαδών, έστω κι εξ αγχιστείας.

Την κυβέρνηση του κράτους αποτελούσαν οι ευγενείς, που αποκαλούνταν ἑταῖροι (φίλοι) του βασιλιά, τίτλος εξίσου παλιός με το πολίτευμα, αφού τον συναντάμε για πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Τα Εταιρίδια ήταν μία γιορτή κοινή στους Μακεδόνες και στο αρκετά νοτιότερο Θεσσαλικό έθνος των Μαγνήτων, αν και τη διοργάνωναν ξεχωριστά ο ένας λαός από τον άλλο. Η εξουσία του βασιλιά ήταν ανταγωνιστική προς εκείνη των εταίρων και αυξομειωνόταν ανάλογα με την προσωπικότητα του βασιλιά, του κάθε εταίρου και ανάλογα με τις επιμέρους ομάδες που μπορούσαν να σχηματίσουν.

Οι στρατευόμενοι Μακεδόνες πολίτες, αριστοκράτες και μη, συγκροτούσαν το άλλο ανώτατο θεσμικό όργανο του Μακεδονικού κράτους, το Κοινό των Μακεδόνων ή την Εκκλησία των Μακεδόνων, το οποίο αποτελούσε ανάλογο της Εκκλησίας του Δήμου στις δημοκρατίες του Νότου ή της Απέλλας στο βασίλειο της Σπάρτης και ήταν το ανώτατο πολιτειακό και δικαστικό όργανο. Η Εκκλησία των Μακεδόνων ήταν αρμόδια για ύψιστης σημασίας πολιτικά και πολιτειακά ζητήματα, οι δε πολιτειακές αρμοδιότητες της έφταναν μέχρι του σημείου να απαιτείται η έγκρισή της για τη διαδοχή στο θρόνο.

Αυτό φάνηκε καθαρά από τις ενέργειες του Φιλίππου για να πεισθούν οι Μακεδόνες να τον δεχθούν ως βασιλιά, ενώ κι ο Μέγας Αλέξανδρος χρειάσθηκε την έγκρισή της, τόσο για να καταλάβει το θρόνο όσο και για να συνεχίσει την εκστρατεία μετά το θάνατο του Δαρείου. Οι δικαστικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας των Μακεδόνων περιελάμβαναν επίσης σοβαρά κρατικά ζητήματα, όπως συνωμοσίες κατά του βασιλιά και εσχάτη προδοσία. Ο Κούρτιος λέει χαρακτηριστικά ότι, σε κεφαλαιώδους σημασίας ζητήματα προβλεπόταν ο Μακεδόνας βασιλιάς να διεξάγει δίκη, στην οποία οι στρατιώτες (ή οι πολίτες σε καιρό ειρήνης) αποτελούσαν τους ενόρκους.

Η άποψη του βασιλιά δεν έπαιζε ρόλο, εκτός κι αν είχε ασκήσει την επιρροή του πριν από τη δίκη» και ορθά συμπεραίνει ότι «οι Μακεδόνες δεν είχαν σκληρή βασιλική εξουσία. Στη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Εκκλησία των Μακεδόνων εκδίκασε τις συνωμοσίες του Φιλώτα και των παίδων της βασιλικής ακολουθίας. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα η αρχική γη των Μακεδόνων, η Μακεδονίς, περιελάμβανε το όρος Βέρμιο και τις γύρω περιοχές.

Σύμφωνα με το μύθο ο ιδρυτής του βασιλείου, ο Περδίκκας Α΄, ακολούθησε ένα κοπάδι από κατσίκια (αἶγες) και στο σημείο όπου σταμάτησαν, αποφάσισε να χτίσει την πρωτεύουσά του, την οποία γι’ αυτόν το λόγο ονόμασε Αιγές. Το αρχαίο Ελληνικό επίθετο Μακεδνός σημαίνει μακρύς ή ψηλός και συνεπώς τα ουσιαστικά Μάκεδνος και Μακεδών σημαίνουν τους ορεσίβιους ή τους απομακρυσμένους. Δηλαδή, είτε με τη μία έννοια είτε με την άλλη, το εθνικό όνομα των Μακεδόνων ήταν απόλυτα προσδιοριστικό του λαού.

Την εποχή εκείνη η Μακεδονίς συνόρευε προς Ανατολάς με τους Πίερες, προς Νότο με τους Περραιβούς, προς Δυσμάς με τους Εορδαίους, ενώ προς Βορρά ο Λουδίας κι ο Αλιάκμων σχημάτιζαν τα φυσικά σύνορα με τους Βοττιαίους. Από αυτούς τους λαούς μόνο για τους Περραιβούς γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ήταν Έλληνες, ενώ οι άλλοι κατά πάσα πιθανότητα ήταν Παίονες.

Η αναφορά του Ηρόδοτου σε «Κήπους του Μίδα» στην ευρύτερη περιοχή πρέπει να θεωρηθεί ως ανάμνηση της παρουσίας Φρυγών σ’ εκείνα τα εδάφη, μάλλον πριν τους Ομηρικούς χρόνους, οπότε ήδη είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία και πολέμησαν στον Τρωικό πόλεμο εναντίον των Ελλήνων. Οι Παίονες αναφέρονται επίσης από τον Όμηρο και κατά πάσα πιθανότητα κινήθηκαν νοτιότερα εκδιώκοντας τους Φρύγες ή καταλαμβάνοντας τα εδάφη, που εκείνοι άφηναν πίσω τους μεταναστεύοντας στη Μικρά Ασία.

Σε χρόνους, που δεν μπορούν να προσδιορισθούν με ακρίβεια, αλλά οπωσδήποτε πολύ πριν την εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα (480 π.Χ.) οι Μακεδόνες ηγεμονίσκοι (βασιλείς) έδιωξαν από την Πιερία τους Πίερες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα νότια του Παγγαίου, από τη Βοττιαία έδιωξαν τους Βοττιαίους, που εγκαταστάθηκαν γύρω από την Όλυνθο, και από την Αλμωπία έδιωξαν τους Άλμωπες.

Απέσπασαν από τους βορειότερους Παίονες την Αμφαξίτιδα (τη στενή λωρίδα γης από το σημείο που ο Αξιός βγαίνει στην πεδιάδα ως τη θάλασσα νότια της Πέλλας), έδιωξαν ακόμη από την Εορδαία τους Εορδούς και οι λίγοι, που διέφυγαν τη σφαγή εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Φύσκα, κοντά στις πηγές του ποταμού Ηδωνού (Γαλλικού). Έτσι η Μακεδονία επεκτάθηκε γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο και προς τα μεν βόρεια ως τα σύνορα της σημερινής Ελλάδας με την πρώην Γιουγκοσλαβία, προς τα δε ανατολικά ως τον Αξιό ποταμό και οι Μακεδόνες ηγεμόνες έπαψαν να φέρουν καταχρηστικά τον τίτλο του βασιλιά.

Όπως λέει με σαφήνεια ο Ηρόδοτος, πριν την εισβολή του Ξέρξη οι Μακεδόνες είχαν επεκταθεί και προς τα δυτικά, αποσπώντας από τους Ιλλυριούς και τους Παίονες την Ελιμιώτιδα, την Τυμφαία, την Ορεστίδα, τη Λυγκηστίδα και την Πελαγονία. Τα εδάφη αυτά αποτέλεσαν ημιαυτόνομα βασίλεια και όλα μαζί ονομάσθηκαν Άνω Μακεδονία σε αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα εδάφη, που ονομάσθηκαν Κάτω Μακεδονία και ήταν υπό τον άμεσο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Τα επί μέρους κρατίδια της Άνω Μακεδονίας διέθεταν τοπικούς βασιλίσκους οι οποίοι, ενώ ήταν «σύμμαχοι και υπήκοοι» του Μακεδόνα βασιλιά, διέθεταν αρκετή αυτονομία.

Δεν είναι καθόλου σαφές πότε και πώς προέκυψαν τα ημιαυτόνομα κράτη της Άνω Μακεδονίας, τα οποία μάλιστα είχαν και τους δικούς τους βασιλικούς Οίκους. Ειδικά δε οι πιο ανήσυχοι απ’ αυτούς, οι Λυγκηστές, τοποθετούσαν την καταγωγή τους στους Βακχιάδες, το ηγεμονικό γένος της Κορίνθου, που κι αυτό καταγόταν από τον Ηρακλή, ίσως διότι επεδίωκαν να καταλάβουν τον κεντρικό θρόνο της Μακεδονίας. Η ύπαρξη τοπικών βασιλικών Οίκων αποτελεί ισχυρότατη ένδειξη ότι τα συγκεκριμένα κρατίδια αρχικά και για μεγάλο διάστημα ήταν πλήρως ανεξάρτητα.

Ίσως κάποιοι φιλόδοξοι Μακεδόνες αριστοκράτες κατέλαβαν αυτά τα εδάφη για λογαριασμό τους, αναβάθμισαν τους εαυτούς τους σε βασιλιάδες και διαμόρφωσαν εξ ανάγκης τη συγκεκριμένη σχέση με το βασιλιά της Κάτω Μακεδονίας. Οι Άνω Μακεδόνες είχαν ακόμη δεσμούς με τους επίσης αγροτικούς πληθυσμούς των γειτονικών Μολοσσών, και γι’ αυτό ίσως να μην είναι απλή σύμπτωση ότι η μεν μητέρα του Φιλίππου ανήκε στη βασιλική δυναστεία των Λυγκηστών η δε Ολυμπιάς στη βασιλική δυναστεία των Μολοσσών. Ο Φίλιππος είναι εκείνος, που έδωσε τέλος στο καθεστώς ημιαυτονομίας της Άνω Μακεδονίας προκαλώντας την οργή των αριστοκρατών της.

Αν λάβουμε υπόψη μας την πολιτική βαρύτητα και τη γεωγραφική έκταση της Κάτω Μακεδονίας, μπορούμε να αποδώσουμε τον όρο αυτό ως Κυρίως Μακεδονία. Ο όρος Άνω Μακεδονία θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα ως Μέσα ή Πέρα Μακεδονία και σε καμία περίπτωση δεν έχει σχέση με την αρχαία γεωγραφία, δηλαδή δεν σημαίνει Ανατολική Μακεδονία. Όταν ο Θουκυδίδης λέει ότι «τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ Λυγκησταὶ καὶ Ἐλιμιῶται καὶ ἂλλα ἔθνη ἐπάνωθεν», είναι προφανές ότι τοποθετεί τα εδάφη τους ἐπάνωθεν (δηλαδή πιο μακρυά) από τα παράλια της Κάτω Μακεδονίας, που κυρίως ενδιέφεραν τους Αθηναίους.

Το 547 π.Χ. ο Δαρείος Α΄ κατέλαβε τις Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, που ήταν ήδη υπόδουλες στη Λυδία του Κροίσου. Το 513 π.Χ. απαίτησε γη και ύδωρ από Θράκες, Παίονες και Μακεδόνες. Τόσο οι Θράκες όσο και οι Μακεδόνες έπευσαν να δηλώσουν υποταγή, ενώ οι Παίονες αντιστάθηκαν και συνετρίβησαν παραδειγματικά. Για τα επόμενα σχεδόν 35 χρόνια τα εδάφη των Θρακών, των Παιόνων και των Μακεδόνων απετέλεσαν τη Σκούντρα, την Ευρωπαϊκή σατραπεία των Αχαιμενιδών.

Το 492 π.Χ. ο Δαρείος έχοντας διαπιστώσει ότι τα δημοκρατικά καθεστώτα των Ελλήνων ήταν πιο φιλοπερσικά από τα ολιγαρχικά, διέταξε τον Μαρδόνιο να επιβάλει δημοκρατίες στις υποτελείς Ελληνίδες πόλεις της Ασίας. Εν συνεχεία τον έστειλε να υποτάξει την κυρίως Ελλάδα, την απόφυση ενός μικρού έθνους, το σημαντικότερο και πλουσιότερο μέρος του οποίου ήδη εξουσίαζε στην Ασία, στην Αφρική και στην Ευρώπη. Όμως ο στόλος του καταστράφηκε από θαλασσοταραχή στον Άθω και οι πολεμικές επιχειρήσεις κατά της κυρίως Ελλάδας ανεστάλησαν ως το 490 π.Χ., οπότε οι Πέρσες στρατηγοί Δάτις και Αρταφέρνης αποπειράθηκαν απόβαση στο Μαραθώνα και ηττήθηκαν από τους Αθηναίους στη γνωστή μάχη.

Την εποχή εκείνη, οι Ιλλυριοί (Αλβανοί) κατοικούσαν στο χώρο της σημερινής Αλβανίας, στα δυτικά τμήματα της Κροατίας, της Σερβίας, του Κοσσυφοπεδίου και της Σλαβομακεδονίας. Στις υπόλοιπες περιοχές της σημερινής Σερβίας, του Κοσσυφοπεδίου και της Σλαβομακεδονίας κατοικούσαν οι Παίονες. Στη σημερινή Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη της Ελλάδας, στη Βουλγαρία, στην Ευρωπαϊκή Τουρκία και σε μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Τουρκίας κατοικούσε η μεγάλη ομοεθνία των Θρακών.

Ο Αρριανός λέει ότι ο ποταμός Σαγγάριος διέσχιζε τη Βιθυνική Θράκη και απ’ όλους τους Θράκες ο Ξενοφών θεωρεί τους Βιθυνούς (τους κατοίκους περίπου της Ελλησποντικής Φρυγίας) ως τους πιο εχθρικούς προς τους Έλληνες. Στα ανατολικά του Στρυμόνα και ως τον Νέστο κατοικούσαν τα αυτόνομα Θρακικά έθνη των Παναίων, Οδόμαντων, Δρώων και Δερσαίων καθώς και το εκτοπισμένο Παιονικό έθνος των Πιέρων.

Από τα Άβδηρα, στα ανατολικά του Νέστου, άρχιζε το μεγαλύτερο και ισχυρότερο Θρακικό βασίλειο, των Οδρυσών, που περιελάμβανε ένα σημαντικό αριθμό υποτελών Θρακικών λαών και έφτανε ανατολικά ως το Βυζάντιο και βόρεια ως τις εκβολές του Ίστρου (Δούναβη). Η ισχύς των Οδρυσών βασιλέων είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε περί το 420 π.Χ. οι Έλληνες και βάρβαροι γείτονες να καταβάλλουν στο Σεύθη ετήσιο φόρο σε χρυσό και ασήμι ύψους 400 περίπου ταλάντων.

Τα εδάφη στα ανατολικά του Αξιού ήταν πολύ κατάλληλα για αγροτική εκμετάλλευση, όπως και σήμερα, ενώ στην αρχαιότητα διέθεταν επιπλέον πλούσια αργυρωρυχεία και χρυσωρυχεία καθώς και πολλά δάση. Η ξυλεία ήταν πολύ καλύτερη από εκείνη της νότιας Ελλάδας (π.χ. της Εύβοιας ή του Παρνασσού) και πολλοί Έλληνες με πρώτους απ’ όλους τους Αθηναίους προμηθεύονταν από εκεί τις ποσότητες, που απαιτούσε η οικοδομική και κυρίως η ναυπηγική τους δραστηριότητα.

Η ύπαρξη πολυτίμων μετάλλων και ξυλείας κατάλληλης για τη ναυπήγηση πολεμικών στόλων καθιστούσε στρατηγικής σημασίας τα πέραν του Αξιού εδάφη και για το λόγο αυτό τα εποφθαλμιούσαν όλοι, Θράκες, Μακεδόνες και νότιοι Έλληνες. Φυσικά τα Παιονικά έθνη, που τα κατείχαν, όχι μόνο δεν σκόπευαν να τα εγκαταλείψουν, αλλά αντίθετα κατάφεραν να ανακαταλάβουν μερικά από τα εδάφη της δυτικής όχθης του Αξιού, τα οποία τους είχαν αποσπάσει πρόσφατα οι Μακεδόνες.

Στη διάρκεια της Περσικής κατοχής οι Μακεδόνες αξιοποίησαν στο έπακρο τις περιστάσεις και ειδικά ο Αλέξανδρος Α΄, που ήταν ταυτόχρονα ύπαρχος τμήματος της Σκούντρας και πρόξενος των Αθηναίων στη Μακεδονία, καιροσκόπησε αποτελεσματικά υπέρ των Μακεδονικών συμφερόντων, θέτοντας τις διπλωματικές του ιδιότητες στην υπηρεσία Ελλήνων και Περσών. Αφενός μετέφερε στους Αθηναίους και δι’ αυτών σε όλους τους ανυπότακτους νότιους Έλληνες τα επιχειρήματα και τις απειλές του Μεγάλου Βασιλέως προκειμένου να εγκαταλείψουν την αντίσταση.

Και γι’ αυτό αμείφθηκε από τους Πέρσες με παραχώρηση στο υποτελές πλέον βασίλειο της Μακεδονίας της Πέλλας, των Ιχνών και της Αμφαξίτιδας, που λίγο νωρίτερα είχαν ανακαταλάβει οι Παίονες. Αφετέρου έδωσε χρήσιμες στρατιωτικές πληροφορίες στα συμμαχικά στρατεύματα των νοτίων Ελλήνων, γνωρίζοντας ότι οι τυχόν επιτυχίες τους μάλλον θα τον ωφελούσαν παρά θα τον έβλαπταν. Το 481 π.Χ. στην Κόρινθο συγκλήθηκε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, το οποίο συζήτησε την κοινή άμυνα κατά της επερχόμενης εισβολής του νέου Μεγάλου Βασιλέως.

Την άνοιξη του 480 π.Χ. Περσικές δυνάμεις υπό τον Ξέρξη ξεκίνησαν, για να εισβάλουν στην Ελλάδα. Οι Πελοποννήσιοι επέμεναν μυωπικά να αντισταθούν στον Ισθμό της Κορίνθου, οι Θεσσαλοί εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και υποχρεώθηκαν να Μηδίσουν, για να μη συντριβούν. Οι Πέρσες κατέκοψαν τους 300 Σπαρτιάτες, που φύλασσαν τις Θερμοπύλες, προέλασαν νότια και κατέλαβαν την Αθήνα. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας και ο Περσικός στόλος κατατροπώθηκε από τους συμμαχικούς Ελληνικούς στόλους.

Το 479 π.Χ. οι Πέρσες ηττήθηκαν διαδοχικά στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης, όπου έχασαν τα 2/3 των δυνάμεων, που είχαν στείλει κατά της κυρίως Ελλάδος. Στη συνέχεια άρχισαν την υποχώρηση από την κυρίως Ελλάδα και την Σκούντρα. Αν και ο Μέγας Βασιλεύς απέτυχε να νικήσει τους Έλληνες ολοκληρωτικά με ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση, εντούτοις μπόρεσε ως το τέλος να τους κρατήσει υπό τον πολιτικό του έλεγχο συντηρώντας τις εμφύλιες συγκρούσεις των πολλών κρατών τους. Αυτό το πετύχαινε χρηματοδοτώντας πότε τη μία πλευρά, πότε την άλλη, κάποιες δε φορές και τις δύο πλευρές ταυτόχρονα.

Καθώς οι Πέρσες υποχωρούσαν προς την Ασία, ο Αλέξανδρος Α΄ άρχισε να τους ακολουθεί κατά πόδας χωρίς να επιτίθεται στους ίδιους, αλλά στους εξασθενημένους και μέχρι τότε υποτελείς των Περσών Παιονικούς λαούς. Έτσι προσάρτησε στη Μακεδονία την Γρηστωνία, τη λίμνη Πρασιάδα (Δοϊράνη) και το ΝΑ της κείμενο όρος Δύσωρον (τα Κρούσια, κοντά στο Κιλκίς), του οποίου τα ορυχεία απέδιδαν ημερησίως ένα αργυρό τάλαντο. Απέσπασε από τους Ηδωνούς τον Ανθεμούντα και τη Μυγδονία (που εκτεινόταν ανάμεσα στους ποταμούς Αξιό και Στρυμόνα), ενώ ο χρυσοφόρος ποταμός Ηδωνός μετωνομάσθηκε εύστοχα σε Εχείδωρο.

Τέλος, από τους Βισάλτες απέσπασε τη Βισαλτία με τα πλούσια χρυσωρυχεία κοντά στο Θεοδωράκι και τη Νιγρίτα. Τότε απέκτησε για πρώτη φορά η Μακεδονία τη δυνατότητα να κόψει δικό της νόμισμα. Κατά την πάγια Ελληνική τακτική, στα εδάφη που κατελάμβαναν στις διαδοχικές φάσεις της επέκτασης του κράτους τους, οι Μακεδόνες έσφαζαν ή εξανδραπόδιζαν όσους άνδρες και γυναικόπαιδα δεν προλάβαιναν να διαφύγουν.

Ο Θουκυδίδης δεν αφήνει καμία αμφιβολία σ΄ αυτό και η μόνη περίοδος, που οι Μακεδόνες θα μπορούσαν να έλθουν σε επιμιξίες με τους γειτονικούς, κυρίως Παιονικούς λαούς, ήταν τα 35 χρόνια της περσικής κατοχής και με την προϋπόθεση ότι οι Πέρσες επέτρεψαν μεν στους Μακεδόνες να ανακαταλάβουν τα απωλεσθέντα (πρώην Παιονικά) εδάφη, αλλά δεν τους επέτρεψαν να εκδιώξουν ξανά τον Παιονικό πληθυσμό. Πάντως κι έτσι να έγινε, η σημασία των επιμιξιών ήταν περιορισμένη, δεδομένου ότι ο γνήσιος Ελληνικός ρατσισμός των Μακεδόνων οδήγησε αργότερα τον Άτταλονα χαρακτηρίσει τον Αλέξανδρο ως νόθο επειδή η Ολυμπιάς ήταν Ηπειρώτισσα.

Πολύ μεγαλύτερη θα ήταν λοιπόν η περιφρόνηση προς κάποιον εν μέρει Παίονα ή Ιλλυριό ή Θράκα. Μία χαρακτηριστική διαφορά των Μακεδόνων από τους άλλους Έλληνες είναι ότι επεξέτειναν το όνομα του κράτους τους στα κατακτημένα εδάφη και παράλληλα διατηρούσαν τα ονόματα των τέως Παιονικών κρατών ως επιμέρους τοπωνύμια της χώρας τους. Η τακτική τους έμοιαζε με εκείνη των νοτίων Ελλήνων, που εξανδραπόδιζαν ή έσφαζαν τους κατοίκους και διατηρούσαν το όνομα της καταληφθείσης περιοχής.

Διέφερε εντούτοις στο ότι οι Σπαρτιάτες φέρ’ ειπείν, όταν κατέλαβαν τη Μεσσηνία, που ήταν ανάλογης έκτασης με τις επιμέρους Παιονικές χώρες, ούτε την ενσωμάτωσαν στη Λακωνία, ούτε τους Μεσσήνιους εξάλειψαν από το έδαφός της, αλλά διατήρησαν τη Μεσσηνία ως κατακτημένη χώρα με υπόδουλους κατοίκους. Ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και οι Μεσσήνιοι ήταν Έλληνες, ενώ οι Μακεδόνες δεν κατελάμβαναν Ελληνικά εδάφη αλλά βαρβαρικά.

Συνεπώς η τακτική των Μακεδόνων μοιάζει πολύ περισσότερο με την τακτική των νοτίων Ελλήνων πριν τον 15ο π.Χ. αιώνα, όταν δηλαδή εισέβαλαν στην κυρίως Ελλάδα και αφάνισαν τους προηγούμενους κατοίκους της. Οι Μακεδόνες, που εγκαθίσταντο στα κατακτημένα και αποψιλωμένα από βαρβαρικούς πληθυσμούς εδάφη, έπαιρναν το όνομα των εξωσθέντων βαρβάρων και συγκροτούσαν επιμέρους Μακεδονικά έθνη. Αυτά τα έθνη αποτελούσαν τη βασική διοικητική διαίρεση του κράτους της Μακεδονίας κατ’ αναλογία προς τις 10 φυλές του κράτους των Αθηνών.

Παρά την κατάκτηση πλουσίων εδαφών και την απόκτηση σημαντικών κρατικών εσόδων από τα ορυχεία και τις εξαγωγές κυρίως ξυλείας, οι Μακεδόνες επρόκειτο να παραμείνουν αγροτικός λαός με πολύ μικρή αστική οργάνωση ως την εποχή του Φιλίππου Β΄. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από τα αρχαιολογικά ευρήματα όσο και από τον οργισμένο λόγο του Αλεξάνδρου, όταν στην Ώπη κατηγόρησε τους Μακεδόνες για αχαριστία.

Εκεί, αποδίδοντας στον πατέρα του και επιτεύγματα προηγουμένων βασιλιάδων, είπε «Μακεδόνες, ο Φίλιππος σας παρέλαβε φτωχούς νομάδες, οι περισσότεροι ντυνόσασταν με δέρματα, βοσκούσατε λίγα πρόβατα στα βουνά και δύσκολα αντιμετωπίζατε τους Ιλλυριούς, τους Τριβαλλούς και τους όμορους Θράκες. Σας έδωσε χλαμύδες αντί για δέρματα, σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες και σας έκανε αξιόμαχους αντιπάλους των βαρβάρων, αφού δεν βασιζόσασταν πια στην οχυρότητα των τόπων σας, αλλά στη γενναιότητά σας. Σας εγκατέστησε σε πόλεις και σας έδωσε νόμους και χρηστά ήθη.

Σας έκανε αφέντες των βαρβάρων, που μέχρι τότε σας είχαν δούλους και υπηκόους τους, προσάρτησε στην επικράτεια της Μακεδονίας το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, κατέλαβε επίκαιρα παραθαλάσσια σημεία, ανέπτυξε το εμπόριο και σας επέτρεψε την απρόσκοπτη εκμετάλλευση των ορυχείων». Τα χαμηλά αγροτικά εισοδήματα δεν επέτρεπαν την αγορά πανοπλίας και οι Μακεδόνες πεζοί ήταν κυρίως ψιλοί, ωστόσο αυτό δεν απετέλεσε πρόβλημα στην επέκταση του κράτους τους, διότι και οι γειτονικοί τους λαοί διέθεταν ψιλούς πεζούς και κατά κύριο λόγο προδρόμους ιππείς.

Οι αδυναμίες των Μακεδονικών ενόπλων δυνάμεων άρχισαν να φαίνονται από το 477 π.Χ., οπότε ο Κίμων κατέλαβε την Ηιώνα (μετέπειτα Αμφίπολη) και εγκατέστησε ναύσταθμο, ώστε να επιβάλει τον άμεσο έλεγχο της Αθήνας στα πλούσια εδάφη της περιοχής, όποιοι κι αν τα κατείχαν. Τότε οι Μακεδόνες αντιλήφθηκαν ότι οι μεν ψιλοί τους δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους οπλίτες των νοτίων Ελλήνων, οι δε άριστοι ιππείς τους εξουδετερώνονταν από τους ισάξιους βαρβάρους (κυρίως Παίονες) ιππείς, που μίσθωναν οι νότιοι.

Με την υποχώρηση των Περσών (479 π.Χ.) από τα Ευρωπαϊκά εδάφη άρχισε κι ο ανηλεής ανταγωνισμός των Μακεδόνων με τα νότια Ελληνικά κράτη για τον έλεγχο της επίσης μεγάλης σημασίας νοτιότερης χερσονήσου της Θράκης, στην οποία ήδη αρκετά νότια κράτη είχαν ιδρύσει αποικίες, ενώ οι Μακεδόνες είχαν προσαρτήσει τον Ανθεμούντα. Το κράτος με τις περισσότερες αποικίες ήταν η Χαλκίδα, οι άποικοί της στη Θράκη ονομάσθηκαν Χαλκιδείς επί Θράκης και από αυτούς πήρε η χερσόνησος το σημερινό της όνομα (Χαλκιδική).

Τιμής ένεκεν η σημερινή Ελλάδα όρισε στο διαμέρισμα της Μακεδονίας τα σύνορα, που της είχε δώσει ο Φίλιππος Β΄ κι έτσι η Χαλκιδική ανήκει πλέον στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας και όχι της Θράκης. Το 478 π.Χ. οι Αθηναίοι αντεπιτέθηκαν στους Πέρσες σε Ασιατικό έδαφος και τους νίκησαν στη Σηστό. Στη συνέχεια ίδρυσαν τη Δηλιακή Συμμαχία, που κατέληξε σε ξεκάθαρη Ηγεμονία της Ελλάδος από τους Αθηναίους. Το 466 π.Χ. στην εκβολή του Ευρυμέδοντα οι Πέρσες ηττήθηκαν από τον Κίμωνα και στην Ευρώπη διατηρούσαν μόνο το Δορίσκο, ενώ στην Ασία έχασαν τους περισσότερους Έλληνες μαζί με πολλούς Κάρες και Λύκιους.

Το 449 π.Χ. σύμφωνα με την Καλλίειο Ειρήνη, που πέτυχε ο Καλλίας, πρέσβυς των Αθηναίων στον Αρταξέρξη, όσες Ελληνικές πόλεις της Ασίας υπάγονταν στη Αθηναϊκή Ηγεμονία αναγνωρίζονταν από τους Πέρσες ως αυτόνομες, ενώ όσες ανήκαν στους Πέρσες δεν επιτηρούνταν από Σατραπικά στρατεύματα και ουσιαστικά έμεναν αποστρατιωτικοποιημένες. Έτσι, στη διάρκεια της Αθηναϊκής Ηγεμονίας οι Ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας απέκτησαν και πάλι (τρόπος του λέγειν) την ελευθερία τους, την οποία είχαν χάσει πριν από ένα περίπου αιώνα.

Η Αθήνα έγινε πλέον το πλουσιότερο και σημαντικότερο Ελληνικό κράτος, αλλά με τη συμπεριφορά της προκάλεσε την οργή των εχθρών και τη δυσφορία των συμμάχων της. Το 431 π.Χ. η αλαζονεία της Αθηναϊκής Ηγεμονίας οδήγησε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο αφενός τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους και αφετέρου τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Με την έναρξη αυτού του πολέμου άρχισαν να επιχειρούν στη Μακεδονία οι αντιμαχόμενοι Έλληνες του νότου και οι σύμμαχοί τους, Μακεδόνες, Παίονες και Θράκες.

Ως τότε ο Μακεδονικός πληθυσμός ήταν διεσπαρμένος σε ατείχιστους αγροτικούς συνοικισμούς, τα φρούρια για την προστασία του ήταν ελάχιστα και οι κίνδυνοι από ληστρικές επιδρομές και αιφνίδιες στρατιωτικές εισβολές μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης ήταν μόνιμοι. Ο Περδίκκας Β΄ ήταν ο πρώτος Μακεδόνας βασιλιάς, που συνειδητοποίησε την ανεπάρκεια του πεζικού και την αδυναμία του ικανότατου αλλά ολιγάριθμου ιππικού να παράσχουν ασφάλεια στους πολίτες και στο κράτος.

Ο διάδοχός του, ο Αρχέλαος, βελτίωσε το στράτευμα και ειδικά το ιππικό, κατασκεύασε εὐθεῖες (στρατιωτικές) οδούς για την ταχεία μετακίνηση των στρατευμάτων καθώς και σημαντικό αριθμό φρουρίων, τόσο για την άμυνα όσο και για την αστυνόμευση της Μακεδονίας. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των περιόδων πριν και μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, είναι ότι στα εδάφη της Μακεδονίας και των γειτονικών βαρβάρων είχαν ιδρυθεί πλέον σημαντικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και πόλεις των νοτίων Ελλήνων.

Συγκρινόμενοι μαζί τους, οι Μακεδόνες (πολίτες, αριστοκράτες και βασιλείς) είχαν εντελώς επαρχιώτικη νοοτροπία και απλώς δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την πολιτική σκέψη και τη στρατιωτική οργάνωση των νοτίων. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο ότι τα σοβαρά προβλήματα της Μακεδονίας άρχισαν, αφού είχε καταλάβει μεγάλες εδαφικές εκτάσεις με σημαντικότατες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αφού είχε μεταρρυθμίσει τις ένοπλες δυνάμεις της και ενώ το ιππικό της έχαιρε γενικής εκτιμήσεως.

Όλα αυτά εξανεμίσθηκαν στη διάρκεια του στρατηγικού ανταγωνισμού με τους νότιους Έλληνες, οι οποίοι αποσταθεροποίησαν το Μακεδονικό κράτος με άμεσο αποτέλεσμα την αναστάτωση του βασιλικού Οίκου. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Μακεδόνες βασιλείς είχαν αισθητά μικρότερο μέσο όρο παραμονής στο θρόνο (10,6 χρόνια έναντι 33,4 των προηγουμένων), κάποιοι δολοφονήθηκαν λίγο μετά την άνοδό τους στο θρόνο, ενώ μέχρι και μη μέλη του βασιλικού Οίκου εγκαταστάθηκαν στο θρόνο υποστηριζόμενοι από στρατούς εχθρικών κρατών.

Ένα νέο σημαντικό στοιχείο είναι η εμφάνιση στο προσκήνιο των Ιλλυριών για πρώτη φορά και με εντυπωσιακότατες επιτυχίες, αφού και τον Μακεδονικό στρατό κατόρθωσαν να νικήσουν και το βασιλικό Οίκο να κηδεμονεύσουν και την εδαφική ακεραιότητα της Μακεδονίας να απειλήσουν. Το 411 π.Χ. έχοντας ως αποκλειστικό σκοπό τη συντριβή της Αθήνας, οι Σπαρτιάτες υπέγραψαν με τους Πέρσες συνθήκη, με την οποία ακύρωναν την Καλλίειο ειρήνη και παρέδιδαν τις Ελληνικές πόλεις της Ασίας στον Δαρείο, αφήνοντας εκτός της επιρροής του τα νησιά και την κυρίως Ελλάδα.

Το 405 π.Χ. οι Σπαρτιάτες έκλεισαν τον Ελλήσποντο και διέκοψαν τη ροή σιτηρών από τη Σκυθία (Ουκρανία) προς την Αθήνα. Η πόλη δοκιμασμένη σκληρά από τις πολυετείς πολεμικές επιχειρήσεις δέχθηκε τη χαριστική βολή, με αποτέλεσμα να παραδοθεί λίγους μήνες αργότερα (404 π.Χ.) και να τελειώσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.

Στη διάρκεια των 27 χρόνων του οι Σπαρτιάτες χρηματοδοτήθηκαν από τους Πέρσες με 5.000 τάλαντα, και πέτυχαν την καταστροφή της ισχύος και του γοήτρου των Αθηναίων, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να γκρεμίσουν τα περίφημα Μακρά Τείχη της πόλης τους και να παραδώσουν το στόλο τους στους Σπαρτιάτες και τους Συμμάχους τους. Από τη στιγμή αυτή στην Ελλάδα τερματίσθηκε η Ηγεμονία των Αθηνών και με την υποστήριξη του Μεγάλου Βασιλέως άρχισε η Ηγεμονία της Σπάρτης.

Το 401 π.Χ. οι Μύριοι Έλληνες μισθοφόροι νίκησαν στα Κούναξα της Μεσοποταμίας τον κυβερνητικό περσικό στρατό και απέδειξαν ότι ήταν εφικτή η νίκη των Ελλήνων επί των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων σε Αυτοκρατορικό έδαφος. Το 399 π.Χ. οι Σπαρτιάτες με μέρος των Μυρίων αποβιβάσθηκαν στην Μικρά Ασία και άρχισαν να αποσπούν από τον Μεγάλο Βασιλέα τη μία πόλη μετά την άλλη (αυτές, που του είχαν παραδώσει με τη συνθήκη του 411 π.Χ.). Το 394 π.Χ. οι Πέρσες εξαγριωμένοι από την αγνωμοσύνη των Σπαρτιατών προσεταιρίσθηκαν τους Αθηναίους.

Ο Αθηναίος ναύαρχος Κόνων επικεφαλής του Περσικού στόλου λεηλάτησε τα παράλια της Λακωνία και εγκατέστησε Περσική φρουρά στα Κύθηρα. Παράλληλα η Αθήνα ανοικοδόμησε τα τείχη της και τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες. Το 387 π.Χ. ο Ανταλκίδας, πρέσβυς των Σπαρτιατών στα Σούσα, πέτυχε να υπογραφεί η Ανταλκίδειος ή Βασίλειος Ειρήνη, που προέβλεπε ότι οι Ελληνικές πόλεις της Ασίας και η Κύπρος περιέρχονταν στην κυριαρχία του Αρταξέρξη Β΄, ενώ όλες οι άλλες Ελληνικές πόλεις παρέμεναν αυτόνομες με εξαίρεση τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο, που παρέμεναν στην κυριαρχία των Αθηναίων.

Για μία ακόμη φορά χωρίς καμία συστολή οι Σπαρτιάτες παρέδωσαν όλους τους Έλληνες της Ασίας στους Πέρσες και ανέδειξαν τον Μεγάλο Βασιλέα σε εγγυητή της μη αναβίωσης της Αθηναϊκής Ηγεμονίας στην Ελλάδα. Το 383 τα στρατεύματα των Ιλλυριών ανέτρεψαν τον Αμύντα Γ΄ κι εγκατέστησαν στο θρόνο της Μακεδονίας τον Αργαίο, ένα φιλόδοξο Λυγκηστή αριστοκράτη. Το 381 π.Χ. ο Αμύντας Γ΄ κατάφερε να ανακαταλάβει το θρόνο του, αλλά νικήθηκε ξανά από τους Ιλλυριούς, κατέστη φόρου υποτελής τους και υποχρεώθηκε να παραδώσει ως όμηρο το μικρότερο γιο του, τον Φίλιππο, τη φύλαξη του οποίοι οι Ιλλυριοί εμπιστεύθηκαν στους Θηβαίους.

Ο διάδοχος του Αμύντα Γ΄, ο Αλέξανδρος Β΄, κατά την πολύ σύντομη βασιλεία του αναδιοργάνωσε την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων της Μακεδονίας σε μία προφανή προσπάθεια να ενισχύσει την εξουσία του βασιλιά και να αποδυναμώσει εκείνη των αριστοκρατών. Χώρισε τους αριστοκράτες στρατιωτικούς σε δύο τμήματα και τους μεν «πιο διακεκριμένους τους εκπαίδευσε να ιππεύουν και τους αποκάλεσε εταίρους, τους δε περισσότερους, που ήταν πεζοί, τους διαίρεσε σε λόχους, δεκάδες και άλλες υποδιαιρέσεις και τους ονόμασε πεζέταιρους, ώστε όλοι μαζί και οι μεν ξεχωριστά από τους δε να συμμετέχουν στη βασιλική ομήγυρη και να παραμένουν πιστότατοι (στον βασιλιά)».

Το 380 π.Χ. ο Ισοκράτης εκφώνησε στην Ολυμπία τον Πανηγυρικό του λόγο, προτρέποντας τους Αθηναίους να ηγηθούν πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών. Το 378 π.Χ. ιδρύθηκε η Αθηναϊκή Συμμαχία, στην οποία αρχικά συμμετέσχαν και οι Θηβαίοι. Σύντομα μετασχηματίσθηκε στη Β΄ Αθηναϊκή Ηγεμονία της Ελλάδος θέτοντας τέρμα στην Ηγεμονία της Σπάρτης. Το 371 π.Χ. οι Θηβαίοι νίκησαν τους Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα και επέβαλαν στην Ελλάδα τη λεγόμενη Θηβαϊκή Ηγεμονία.

Την ίδια χρονιά ο Ιάσων, ο τύραννος των Φερρών επέβαλε την Ηγεμονία του σε όλη τη Θεσσαλία, επιρρεασμένος δε από το κατόρθωμα των Μυρίων και ενθαρρυμένος από τα κηρύγματα των ρητόρων, σχεδίαζε να κατακτήσει την Ηγεμονία της Ελλάδος και να ηγηθεί πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών. Όμως ήταν απρόσεκτος και διακήρυξε ανοιχτά τους σκοπούς του με αποτέλεσμα την επόμενη χρονιά να τον δολοφονήσουν «οι τοξότες» του Μεγάλου Βασιλέως. Ο Αρταξέρξης Β΄ επέβαλε μία νέα Βασίλειο Ειρήνη, με την οποία αναγνωριζόταν η κυριαρχία των Αθηναίων στις ελληνικές πόλεις της Θράκης και στην Αμφίπολη.

Οι Θηβαίοι, αν και ευεργέτες του Μεγάλου Βασιλέως, αρνήθηκαν την ειρήνη, πιστεύοντας προφανώς ότι μπορούσαν να διεκδικήσουν ευνοϊκότερους για εκείνους όρους. Το 367 π.Χ. στα Σούσα ενώπιον του Μεγάλου Βασιλέως παρουσιάσθηκαν πρέσβεις από το Άργος, την Αρκαδία, την Ήλιδα, τη Θήβα, την Αθήνα και τη Σπάρτη, για να κάνουν τις προσφορές τους και να διαπραγματευθούν μία νέα Βασίλειο Ειρήνη επωφελέστερη για το κράτος του καθενός. Ο Αρταξέρξης προτίμησε την προσφορά των Θηβαίων και ο πρέσβης των Σπαρτιατών, Ανταλκίδας, αυτοκτόνησε, επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει για την πατρίδα του μία εξίσου «πατριωτική» ειρήνη σαν την προηγούμενη φερώνυμή του.

Το 362 π.Χ. στη μάχη της Μαντινείας οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Θηβαίους και έθεσαν τέρμα στην Ηγεμονία τους, χωρίς να μπορούν να επιβάλουν τη δική τους. Κανένα Ελληνικό κράτος δεν ήταν πια αρκετά ισχυρό, ώστε να επιβάλει την Ηγεμονία του, και η Ελλάδα έμεινε χωρίς Ηγεμόνα. Η ισχύς που είχε αποκτήσει η κλασσική Ελλάδα με τις νίκες της κατά τους Περσικούς πολέμους είχε εξαντληθεί προ πολλού και ένας από τους σημαντικότερους λόγους ήταν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος.

Ένδειξη της γενικότερης κατάπτωσης είναι πως η Ηγεμονία της Ελλάδος περιήλθε στη Θήβα, ένα από τα μεγαλύτερα μεν κράτη της Ελλάδας, κατά πολύ δε υποδεέστερο από πάσης απόψεως της Αθήνας και της Σπάρτης. Οι Θηβαίοι μάλιστα αφαίρεσαν την Ηγεμονία από τα χέρια των στρατοκρατών Σπαρτιατών, τους οποίους συνέτριψαν στην ίδια την Πελοπόννησο. Οι ισχυροί άνδρες της εποχής αυτής ήταν σκιές των στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών του ένδοξου 5ου αιώνα και όπως λέει ο Διόδωρος, «ο καλύτερος στρατηγός των Αθηναίων, ήταν ο Χάρης, που όμως σε στρατηγική σκέψη και δράση δεν διέφερε από οποιονδήποτε ιδιώτη».

Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν άτομα με ρητορικές ικανότητες, που κολάκευαν την υπερηφάνεια των πολιτών και επικαλούνταν τα επιτεύγματα των ενδόξων προγόνων τους, όμως οι ίδιοι ούτε ήταν σε θέση να ακολουθήσουν τις αξίες αυτών των προγόνων, ούτε είχαν τις ικανότητές τους. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον δραστηριοποιήθηκαν οι ρήτορες Γοργίας και Ισοκράτης προβάλλοντας την ιδέα της πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών. Είχαν διαβλέψει ότι οι πόλεις-κράτη είχαν κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο και ότι οι Έλληνες έπρεπε να κινηθούν προς άλλου είδους πολιτική οργάνωση, γι’ αυτό προέβαλλαν τη αντιπερσική εκστρατεία ως παράγοντα συσπείρωσης.

Μέσα από την Πανελλήνια εκστρατεία κατά των Περσών και τα νέα δεδομένα, που αυτή θα δημιουργούσε, οι ρήτορες ήλπιζαν να αναδειχθούν οι ίδιες ή ανάλογες δυνάμεις εκείνων, που οδήγησαν την Ελλάδα στο μεγαλείο μετά τους Περσικούς Πολέμους. Άλλως η πολιτική ύφεση αναπόδραστα θα οδηγούσε την Ελλάδα σε πολιτισμική, οικονομική και κοινωνική ύφεση. Το 359 π.Χ. ο Περδίκκας Γ΄ σκοτώθηκε σε μάχη με τους Ιλλυριούς, όπου οι Μακεδόνες νικήθηκαν, έχασαν 4.000 άνδρες και το ηθικό τους.

Η Μακεδονία βρέθηκε στα πρόθυρα της διάλυσης με τους Ιλλυριούς να ανασυντάσσονται για την τελειωτική εισβολή από τα βορειοδυτικά, τους Παίονες να κάνουν επιδρομές από τα βόρεια, τους Θράκες από τα βορειοανατολικά να θέλουν να ενθρονίσουν τον Παυσανία και τους Αθηναίους να έχουν στείλει στα νότια παράλια ισχυρή ναυτική δύναμη και 3.000 οπλίτες υπό τον Μαντία, για να ενθρονίσουν τον Αργαίο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Φίλιππος δραπέτευσε από την ομηρεία στη Θήβα και ανέλαβε το θρόνο της Μακεδονίας.

Με το θάνατο του Περδίκκα τελείωσε οριστικά η περίοδος αναποτελεσματικότητας του Μακεδονικού κράτους και ο διάδοχός του επρόκειτο να συνδυάσει επιτυχώς τον πολιτικό κυνισμό, που διδάχθηκε από τους νότιους, με τις δυνατότητες των Μακεδόνων και τους φυσικούς πόρους της Μακεδονίας.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ 

Το 359 π.Χ. καθώς η Μακεδονία βρισκόταν στα πρόθυρα του διαμελισμού, ο Φίλιππος έφτασε εκεί, για να διαδεχθεί το νεκρό αδελφό του. Σε αλλεπάλληλες συνελεύσεις, με πολλές παροχές και περισσότερες υποσχέσεις κατόρθωσε να πείσει την Εκκλησία των Μακεδόνων να προτιμήσει ως βασιλιά εκείνον έναντι των άλλων ανταπαιτητών του θρόνου και εν συνεχεία προχώρησε σε αναδιοργάνωση του στρατού. Προσάρμοσε το στράτευμα στα πρότυπα των νοτίων Ελληνικών στρατών, έκανε αλλαγές στον τρόπο αμοιβής και στον εξοπλισμό των στρατιωτών, μετατρέποντας τους κατά παράδοση ψιλούς Μακεδόνες σε οπλίτες οργανωμένους σε φάλαγγα, που ονομάσθηκε Μακεδονική.

Πέρα από την πρακτική αξία τους, αυτές οι αλλαγές είχαν και ψυχολογική χρησιμότητα, αφού το στράτευμα του Περδίκκα, που συνετρίβη από τους Ιλλυριούς, είχε διαφορετική οργάνωση και οπλισμό από εκείνο του Φιλίππου, το οποίο μπορούσε συνεπώς να ελπίζει σε καλύτερα αποτελέσματα. Ο Μακεδονικός στρατός άρχισε αμέσως να εκπαιδεύεται εντατικά στα νέα δεδομένα και ο Φίλιππος με τους αναγκαίους διπλωματικούς συμβιβασμούς φρόντισε να εξασφαλίσει το χρόνο, που απαιτούσε η εκπαίδευση του στρατού.

Στράφηκε αμέσως προς τους Αθηναίους και τους πρότεινε να αποσύρει τη Μακεδονική φρουρά από την Αμφίπολη, την οποία ούτε οι Πέρσες δεν τους είχαν αποσπάσει, και σε αντάλλαγμα ζήτησε να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τον Αργαίο. Η πρόταση έγινε αποδεκτή, ο Μαντίας παρέμεινε αδρανής στη Μεθώνη και άφησε τον Αργαίο να επιχειρήσει μόνος του, για να βρει τελικά το θάνατο. Η σύγκρουση με τους υποστηρικτές του Αργαίου ήταν η πρώτη της Μακεδονικής φάλαγγας και έληξε με τη νίκη, που είχαν ανάγκη η φάλαγγα, ο Φίλιππος και η Μακεδονία.

Εν συνεχεία με δωροδοκίες και υποσχέσεις έπεισε, τα μεν Παιονικά έθνη, που λυμαίνονταν τα βόρεια εδάφη, να συνάψουν μαζί του ειρήνη τον δε Θράκα βασιλιά, που υποστήριζε τον Παυσανία, να τον εγκαταλείψει. Το 358 π.Χ. έστειλε πρέσβεις στην Αθήνα, που επικαλούμενοι την παράδοση της Αμφίπολης έπεισαν τους Αθηναίους ότι ο Φίλιππος πρώτα θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Αθήνας και μετά της Μακεδονίας. Έτσι η Εκκλησία των Αθηναίων δέχθηκε τη σύναψη ειρήνης και ο Φίλιππος απαλλάχθηκε από τον Αθηναϊκό κίνδυνο.

Μόλις πέθανε ο Παίονας βασιλιάς Άγης, ο Φίλιππος επωφελούμενος του μεταβατικού σταδίου παραβίασε την πρόσφατη συνθήκη ειρήνης, επιτέθηκε στους Παίονες και τους υπέταξε. Μοναδική εξωτερική απειλή απέμεναν πλέον οι Ιλλυριοί, που κατείχαν πολλές Μακεδονικές πόλεις. Ο Φίλιππος, είχε αποκαταστήσει το ηθικό του στρατεύματός του και απαίτησε όλες τις Μακεδονικές πόλεις, που κατείχε ο Ιλλυριός βασιλιάς Βάρδυλις, ο οποίος με τη σειρά του είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και περιφρονητικά αντιπρότεινε ειρήνη με αμετάβλητο το status quo. Οι Ιλλυριοί παρέταξαν 10.000 επίλεκτους πεζούς και 500 ιππείς εναντίον των 10.000 πεζών και 600 Μακεδόνων ιππέων.

Η μάχη ήταν μακρά, αμφίρροπη και έληξε με νίκη των Μακεδόνων, ενώ οι Ιλλυριοί είχαν πάνω από 7.000 νεκρούς, τους περισσότερους κατά την καταδίωξη, που ακολούθησε την τροπή τους σε φυγή. Με αυτήν τη μάχη ο Φίλιππος πέτυχε όχι μόνο απελευθέρωση όλων των κατεχομένων μακεδονικών εδαφών, αλλά και την υποταγή των Ιλλυριών, που ζούσαν ως τη λίμνη Λυχνίτιδα (Οχρίδα) καθώς και την εξύψωση κατά πολύ του γοήτρου τόσο του δικού του όσο και του στρατού του.

Τα ανακτηθέντα εδάφη ανήκαν στα κρατίδια της Λυγκηστίδας, της Ορεστίδας και της Πελαγονίας, τα οποία έχασαν το παλαιό καθεστώς του «συμμάχου και υπηκόου» κι έτσι η Άνω Μακεδονία ενσωματώθηκε πλήρως στο βασίλειο της Μακεδονίας. Επίσης αυτονόητο είναι ότι οι τοπικοί βασιλικοί Οίκοι και ειδικά εκείνος των Λυγκηστών, που υποβιβάσθηκαν σε απλές αριστοκρατικές οικογένειες, δεν έμειναν καθόλου ευχαριστημένοι. Αφού εξασφάλισε τα βόρεια σύνορα από τους βαρβάρους, το 357 π.Χ. ήρθε η σειρά της στρατηγικής σημασίας και εχθρικά διακείμενης Αμφίπολης να υποταχθεί ξανά στη Μακεδονία.

Με την κατάληψή της ο Φίλιππος παραβίασε τη συνθήκη ειρήνης με τους Αθηναίους και προκάλεσε την οργή τους, αλλά ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη στρατηγική θέση του. Στη συνέχεια οχύρωσε την Πύδνα και στον μακρόχρονο ανταγωνισμό του προς τους Αθηναίους για τον προσεταιρισμό της Ολύνθου, κέρδισε τη συμμαχία των Ολυνθίων, καταλαμβάνοντας για λογαριασμό τους την Ποτίδαια. Εξανδραπόδισε τους κατοίκους της και παρέδωσε στους Ολυνθίους την πόλη και όλη την επικράτειά της. Στην Αθηναϊκή φρουρά της Ποτίδαιας έδειξε φιλάνθρωπη συμπεριφορά στέλνοντάς τους πίσω στην Αθήνα, αν και αυτό δεν αρκούσε για να κατευνάσει την οργή των Αθηναίων.

Ο Φίλιππος είχε σταθεροποιήσει πια το κράτος του, είχε ανακαταλάβει όλα τα Μακεδονικά εδάφη, είχε αποκτήσει τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Μακεδονίας και τώρα αντιστρατευόταν τα συμφέροντα της Αθήνας στην ευρύτερη περιοχή. Ο έλεγχος της Μακεδονίας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τους Αθηναίους προκειμένου να διεκδικήσουν ξανά την Ηγεμονία της Ελλάδος, αλλά η δράση του Φιλίππου έδιωχνε το όραμα της Ηγεμονίας μακρυά από την Αθήνα. Παράλληλα οι Αθηναίοι διεξήγαν τον λεγόμενο Συμμαχικό πόλεμο εναντίον μερικών πρώην συμμάχων τους και ήδη είχαν περάσει δύο χρόνια χωρίς να καταφέρουν να τους υποτάξουν ξανά.

Αφενός η αδυναμία τους να συνετίσουν μερικούς πρώην συμμάχους και αφετέρου η πιθανότητα να διεκδικήσει την Ηγεμονία ο Φίλιππος, ήταν πολύ εξοργιστικές καταστάσεις για τους Αθηναίους. Μετά ήρθε η σειρά των Κρηνίδων, της αποικίας που είχαν ιδρύσει οι Θάσιοι ένα χρόνο νωρίτερα στο Παγγαίο, του οποίου τα χρυσωρυχεία και αργυρωρυχεία εκμεταλλεύονταν παλαιότερα οι Πίερες, οι Οδόμαντοι και κυρίως οι Σάτρες. Ο Φίλιππος τις κατέλαβε, αύξησε τον πληθυσμό τους με εποίκους και βελτίωσε τα πρωτόγονα μέσα εξόρυξης στα χρυσωρυχεία, τα οποία έφτασαν να αποδίδουν ετησίως χρυσό και ασήμι αξίας άνω των 1.000 ταλάντων.

Οι Φιλίππειοι στατήρες με καθαρότητα 99,7%, που έκοψε στη συνέχεια ο Φίλιππος, εκτόπισαν από την Ελλάδα τους καθαρότητας 98% Δαρεικούς στατήρες και του έδωσαν τη δυνατότητα αφενός να συντηρεί μεγάλο μισθοφορικό στράτευμα και αφετέρου να εξαγοράζει πολλούς Έλληνες πολιτικούς, ενώ είναι ενδιαφέρον ότι μετωνόμασε τις Κρηνίδες σε Φιλίππους. Πριν απ’ αυτόν, τουλάχιστον ο Κύρος ο Μέγας είχε δώσει το όνομά του σε μία πόλη της Σογδιανής, αλλά ο Φίλιππος Β΄ ήταν ο πρώτος βασιλιάς που το έκανε στην Ευρώπη και το παράδειγμά του επρόκειτο να ακολουθήσει ο γιος του καθώς και πάρα πολλοί άλλοι μονάρχες μέχρι το πρόσφατο παρελθόν.

Οι σατράπες, Αρτάβαζος στη Μ. Ασία και Ορόντης στη Μ. Ανατολή, άρχισαν έναν μακρό αποσχιστικό αγώνα κατά του Μεγάλου Βασιλέως. Στη Θεσσαλία ένας ακόμη τύραννος των Φερρών ονόματι Ιάσων δολοφονήθηκε από τη σύζυγο και τους αδελφούς της, οι οποίοι επέβαλαν χειρότερη τυραννία από εκείνη του προκατόχου τους και επέκτειναν την κυριαρχία τους σε πολλές Θεσσαλικές πόλεις. Η παλιά ηγεμονική οικογένεια των Αλευάδων μη μπορώντας να αντιδράσει ζήτησε τη συνδρομή του Φιλίππου και οι εξελίξεις, που δρομολογήθηκαν εκεί ευνόησαν τα σχέδια του Μακεδόνα βασιλιά να καταλάβει τη χηρεύουσα θέση του Ηγεμόνα της Ελλάδος και εν συνεχεία να επιτεθεί κατά της Περσίας.

Μερικοί από τους πρώην συμμάχους των Αθηναίων με σημαντικότερους τους Χίους, τους Κώους, τους Ρόδιους και τους Βυζαντίους είχαν επαναστατήσει και επί τέσσερα χρόνια διεξήγαν πολεμικές επιχειρήσεις κατά των συμμάχων, που εξακολουθούσαν να ελέγχουν οι Αθηναίοι. Το 355 π.Χ. λεηλάτησαν την Ίμβρο, τη Λήμνο και τη Σάμο και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να πολιορκήσουν το Βυζάντιο. Ο ναύαρχός τους Χάρης για να μειώσει τις πολεμικές δαπάνες, έθεσε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του Αρτάβαζου, που σε αντάλλαγμα ανέλαβε το κόστος του εφοδιασμού.

Αλλά η ικανοποίηση των Αθηναίων από την περιστολή των δαπανών δεν κράτησε πολύ, διότι ο Μέγας Βασιλεύς τους διέταξε να διακόψουν τη βοήθεια προς τον αποστάτη Αρτάβαζο, άλλως θα συμμαχούσε με τους επαναστατημένους πρώην συμμάχους τους. Οι Αθηναίοι δεν ήταν πια θαλασσοκράτορες στο Αιγαίο και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον Αρτάβαζο και να τερματίσουν τον Συμμαχικό πόλεμο. Στο μεταξύ, βλέποντας τη δύναμη του Φιλίππου να αυξάνει και έχοντας διαπιστώσει ότι μόνος του ο καθένας δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει, Ιλλυριοί, Παίονες και Θράκες συμμάχησαν.

Όμως ο Φίλιππος αντιλήφθηκε τις κινήσεις τους, τους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά πριν ολοκληρώσουν τη μεγάλης έκτασης προπαρασκευή τους και τους υποχρέωσε να υποταχθούν εκ νέου. Το 354 π.Χ. οι Φωκείς κατέλαβαν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς και πυροδότησαν έναν εννεαετή Ιερό Πόλεμο, τον τρίτο κατά σειρά στην αρχαία Ελλάδα. Οι Αμφικτίονες αποφάσισαν να κηρύξουν πόλεμο στους ιερόσυλους Φωκείς και με τις Αμφικτιονικές αποφάσεις συντάχθηκαν οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί, που είχαν παλιά έχθρα με τους Φωκείς, καθώς και οι Περραιβοί, οι Μάγνητες και τα άλλα μικρότερα έθνη της Πυλαίας Αμφικτιονίας (των Θερμοπυλών), τα οποία ως συνήθως μη έχοντας άλλες δυνατότητες προσέβλεπαν στην εφαρμογή του δικαίου.

Στις αποφάσεις της αρμόδιας Αμφικτιονίας αντιτάχθηκαν κυρίως οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, που δεν ήθελαν οι ενέργειές τους να υπόκεινται στη δικαιοδοσία των μικρών κρατών, πολύ δε περισσότερο όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι Σπαρτιάτες βαρύνονταν με κατηγορίες ανάλογες των Φωκέων. Οι Θηβαίοι, αν και στον Ιερό πόλεμο δεν είχαν σοβαρές επιτυχίες και παρά το ότι ήταν ευεργέτες του Μεγάλου Βασιλέως, έστειλαν τον Παμμένη με 5.000 στρατιώτες σε ενίσχυση του γενναιόδωρου Αρτάβαζου.

Το επόμενο έτος (353 π.Χ.) ο Αρτάβαζος μη εμπιστευόμενος τους Θηβαίους έδιωξε τα στρατεύματά τους, για να διαπιστώσει ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο τον αποσχιστικό του αγώνα και να ζητήσει καταφύγιο στην Αυλή της Μακεδονίας. Αντίθετα προς τη Μ. Ασία η Φοινίκη, η Κιλικία και η Κύπρος εξακολουθούσαν τον αποσχιστικό τους αγώνα. Το 352 π.Χ. ο Φίλιππος κατέλαβε την προσκείμενη στους Αθηναίους Μεθώνη, τη λεηλάτησε και την ισοπέδωσε. Κατά την πολιορκία έχασε το ένα μάτι από εχθρικό τόξευμα και αυτό θεωρήθηκε (μάλλον από τους μεταγενέστερους) ως τιμωρία του από τον Άμμωνα.

Από εκείνη τη στιγμή ο Δημοσθένης άρχισε τη σφοδρή αντιμακεδονική πολεμική με τον πρώτο Φιλιππικό λόγο. Με τη σταθεροποίηση του κράτους της Μακεδονίας και την επιβολή του ελέγχου της στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Θράκης, η Αθήνα είχε πολλούς και σημαντικούς λόγους να ανησυχεί. Ο Φίλιππος θα μπορούσε πλέον να επιβάλει την τιμή στην ξυλεία για ναυπήγηση τριήρων, ενώ μέχρι τότε την επέβαλλαν οι Αθηναίοι στους προηγούμενους υποχείριούς τους Μακεδόνες βασιλιάδες. Ή θα μπορούσε να απαγορεύσει την εξαγωγή ξυλείας και να ναυπηγήσει ο ίδιος Μακεδονικό στόλο, ανταγωνιστικό του Αθηναϊκού.

Ή θα μπορούσε να αρνηθεί την πώληση ναυπηγικής ξυλείας στους Αθηναίους και να πουλήσει σε κάποιους εχθρούς τους. Εν ολίγοις θα μπορούσε να επηρεάσει τα εξοπλιστικά προγράμματα του μεγαλύτερου και ικανότερου πολεμικού στόλου της Ελλάδας, του στόλου ενός από τους διεκδικητές της Ηγεμονίας. Παράλληλα, τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου του έδιναν τη δυνατότητα χρηματοδότησης μεγάλου στρατεύματος και εξαγοράς πολιτικών άλλων κρατών. Επιπλέον ο Φίλιππος αποκτούσε έλεγχο στις εξαγωγές σιτηρών από τη Μακεδονία προς στην Αττική.

Αυτό δεν ήταν τόσο σημαντικό, αφού τα σιτηρά της Μακεδονίας μπορούσαν να καλύψουν μικρό μόνο μέρος των αναγκών της Αττικής, όμως οι Αθηναίοι δεν ξεχνούσαν το λιμό, που χτύπησε την Αττική, όταν οι Σπαρτιάτες έκλεισαν τον Ελλήσποντο και εμπόδισαν την ροή σιτηρών από τη Σκυθία (Ουκρανία) στην Αττική. Οι Αθηναίοι ως Ηγεμόνες της Ελλάδος επέβαλλαν αυθαίρετα φόρους στους συμμάχους τους και με τα έσοδα αυτά χρηματοδοτούσαν την πολεμική τους μηχανή αλλά και τα δημόσια έργα τους. Χάνοντας αυτά τα έσοδα και τον έλεγχο των στρατηγικών αποθεμάτων, αντιμετώπιζαν το φάσμα της κατάρρευσης πρώτα της στρατιωτικής τους ισχύος και μετά της οικονομίας τους.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κουτσός ερωτύλος, που τώρα πια ήταν και μονόφθαλμος, κατάφερε μέσα σε πέντε χρόνια να συγκολλήσει τη σχεδόν διαμελισμένη Μακεδονία, να τη βγάλει από το περιθώριο του Ελληνικού κόσμου και να την καταστήσει διεκδικητή της Ηγεμονίας της Ελλάδος. Ο Δημοσθένης ασφαλώς γνώριζε ότι η Αθήνα ήταν ανίκανη να επιβάλει την Ηγεμονία της, αλλά ο πατριωτισμός του δεν ανεχόταν να βλέπει τα ζωτικής σημασίας στρατηγικά αποθέματα να περνούν στον έλεγχο ενός βασιλιά της περιφέρειας με μόνο αιτιολογικό, ότι βρίσκονταν στην επικράτειά του.

Αυτό που ο Δημοσθένης επεδίωξε για τη Μακεδονία, ήταν αυτό που συμβαίνει και σήμερα στις χώρες, που έχουν πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας για τη Δύση, αλλά οι ηγεσίες τους δεν ελέγχονται από τη Δύση: οι κυβερνήσεις τους αποκαλούνται βάρβαρες, σκοταδιστικές, ανελεύθερες, επικίνδυνες για την παγκόσμια ειρήνη και οι πολιτισμένες χώρες (κατά σύμπτωση αυτές που χρειάζονται τις επίμαχες πρώτες ύλες) αναλαμβάνουν αλτρουιστικά να σώσουν τον κόσμο από τις κακές αυτές κυβερνήσεις.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μεμφθούμε τον Δημοσθένη για την αντιμακεδονική τακτική και επιχειρηματολογία του με το σκεπτικό ότι κι εκείνος προωθούσε την ιμπεριαλιστική πολιτική της Αθήνας, που δύο φορές στο παρελθόν είχε επιτύχει την Ηγεμονία της Ελλάδος. Περιττό είναι να υπενθυμίσουμε ότι ο ιμπεριαλιστής θεωρεί τον ιμπεριαλισμό του αντιπάλου του ως απόπειρα υποδούλωσης, ενώ τον δικό του ιμπεριαλισμό τον θεωρεί ως πατριωτισμό. Επίσης ούτε η παροχή ανταλλαγμάτων στην περσική βοήθεια για να κατακτήσουν την Ηγεμονία ήταν έξω από τον αρχαίο Ελληνικό ορισμό του πατριωτισμού.

Το μεμπτό του Δημοσθένη είναι η ανικανότητά του να αντιληφθεί τις αδυναμίες της Αθήνας του 4ου π.Χ. αιώνα, μια ανικανότητα που πλήρωσαν πολύ ακριβά οι Αθηναίοι και ακόμη ακριβότερα οι Θηβαίοι. Την ίδια χρονιά (352 π.Χ.) ο Οδρύσης βασιλιάς Κερσοβλέπτης για να ανακόψει την επέκταση του Φιλίππου, παρέδωσε στους Αθηναίους τις πόλεις της Χερρονήσου εκτός από την Καρδία και οι Αθηναίοι έσπευσαν να εγκαταστήσουν κληρούχους, κάνοντας απόλυτα σαφές ότι ο αγώνας τους κατά του Φιλίππου είχε ως αποκλειστικό στόχο να κατακτήσουν την Ηγεμονία της Ελλάδος.

Εν συνεχεία ο Φίλιππος αποδέχθηκε την πρόσκληση των Θεσσαλών και εισέβαλε στη Θεσσαλία, για να εκδιώξει μαζί με τα Θεσσαλικά στρατεύματα τον τύραννο των Φερρών Λυκόφρονα, ο οποίος έσπευσε να καλέσει σε βοήθεια τους Φωκείς. Μετά από μία αρχική ήττα τα συμμαχικά στρατεύματα των Μακεδόνων και των Θεσσαλών νίκησαν σε δύο μάχες και σκοτώθηκε ο στρατηγός των Φωκέων Ονόμαρχος και περί τους 6.000 άνδρες. Μεσούντος του Ιερού Πολέμου και δεδομένου του χαρακτηρισμού των Φωκέων από την Αμφικτιονία ως ιεροσύλων, στους υπόλοιπους 3.000 Φωκείς επεβλήθη η προβλεπόμενη ποινή και ο Φίλιππος τους έπνιξε στον Παγασητικό κόλπο.

Μετά τη νίκη επί του Ονόμαρχου ο Φίλιππος κατέλυσε την τυραννία στις Φερρές και το 351 π.Χ. στράφηκε προς τη Βοιωτία, όπου είχαν εισβάλει οι Φωκείς. Όμως οι σύμμαχοι των Φωκέων, οι Αθηναίοι, είχαν καταλάβει τα στενά των Θερμοπυλών και τον εμπόδισαν να κινηθεί νοτιότερα. Στην Πελοπόννησο οι επίσης σύμμαχοι των Φωκέων, οι Σπαρτιάτες, είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με άλλους Πελοποννήσιους για λόγους άσχετους προς τον Ιερό Πόλεμο και δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Οι Θηβαίοι αν και στη Μ. Ασία είχαν πετύχει σημαντικές νίκες επί των σατραπικών στρατευμάτων, στην Ελλάδα αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τους Φωκείς κατά τον Ιερό Πόλεμο.

Έτσι το 350 π.Χ. υποχρεώθηκαν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από τον Μεγάλο Βασιλέα, που δεν αρνήθηκε να δωρίσει 300 τάλαντα στους επιλήψιμης συμπεριφοράς ευεργέτες του Αχαιμενιδικού θρόνου. Αργότερα τον ίδιο χρόνο ο Αρταξέρξης έκανε μία αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της Αιγύπτου. Το 349 π.Χ. ο Φίλιππος επιτέθηκε κατά των Χαλκιδικών πόλεων της Θράκης, κυρίευσε με προδοσία τη Μηκύβερνα, την Τορώνη και πολιόρκησε την Όλυνθο, ενώ ο Δημοσθένης εξαπέλυε εναντίον του τους Ολυνθιακούς λόγους.

Την ίδια χρονιά το αντιμακεδονικό μένος του Δημοσθένη έφτασε στο σημείο να αποκαλεί την Πέλλα «χωρίον άδοξον και μικρόν», ενώ κατά τον αδιαμφισβήτητου κύρους και αξιοπιστίας Ξενοφώντα ήδη σαράντα χρόνια νωρίτερα ήταν «η μεγίστη των εν Μακεδονία πόλεων». Η σημαντικότερη πόλη των επί Θράκης Χαλκιδέων αντιστάθηκε και του προξένησε μεγάλες απώλειες, ώσπου ο Φίλιππος εξαγόρασε δύο προεστούς, που του την παρέδωσαν. Άλλωστε συνήθιζε να καυχάται ότι μεγάλωσε τη Μακεδονία περισσότερο με το χρυσάφι και λιγότερο με τα όπλα.

Η Όλυνθος λεηλατήθηκε και οι Ολύνθιοι εξανδραποδίσθηκαν, η δε πώληση των λαφύρων και των ανδραπόδων του προσπόρισε τέτοια κέρδη, ώστε να χρηματοδοτήσει με άνεση τη συνέχεια των πολεμικών του επιχειρήσεων και να τρομοκρατεί τους απείθαρχους. Μετά την άλωση της Ολύνθου ο μεν Φίλιππος πραγματοποίησε στη Μακεδονία επινίκια Ολύμπια, μεγαλοπρεπείς θυσίες στους θεούς, μεγάλες γιορτές με πολλούς προσκεκλημένους και λαμπρούς αγώνες, οι δε Αθηναίοι με τις προτροπές του Δημοσθένη άρχισαν να δραστηριοποιούνται εναντίον του. Ωστόσο δεν προχώρησαν σε άμεσες εχθροπραξίες, αλλά προσπαθούσαν να πείσουν άλλους να του αντισταθούν.

Το 348 π.Χ. ο Φίλιππος πολιόρκησε τα Στάγειρα, η οχυρή πόλη έπεσε μετά από πολιορκία και ισοπεδώθηκε με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθούν οι γύρω μικρότερες πόλεις και να δηλώσουν υποταγή. Το 346 π.Χ. οι Θηβαίοι εξαντλημένοι από τις απώλειες σε προσωπικό και εξουθενωμένοι οικονομικά από τον Ιερό πόλεμο ζήτησαν τη συνδρομή του Φιλίππου. Εκείνος όμως ήθελε να συντρίψει τις ηγεμονικές φιλοδοξίες τους και γι’ αυτό τους έστειλε δυνάμεις επαρκείς για να φανεί ότι τους βοηθά, αλλά ανεπαρκείς για να τους συνδράμει αποτελεσματικά.

Επίσης συνήψε με τους Αθηναίους τη Φιλοκράτειο ειρήνη, από την οποία φρόντισε να εξαιρεθεί ο Θράκας σύμμαχος των Αθηναίων Κερσοβλέπτης, για να τον υποτάξει λίγο αργότερα. Ο Ισοκράτης έσπευσε να δημοσιεύσει τον Φίλιππο, μια επιστολή με την οποία καλούσε τον Μακεδόνα βασιλιά να συνεχίσει τις κατακτήσεις του ηγούμενος της πολυπόθητης εκστρατείας εναντίον του βαρβάρου Βασιλιά της Ασίας. Το 345 π.Χ. ο Ιερός πόλεμος είχε εξαντλήσει τους δύο κύριους αντιπάλους, που ζήτησαν ενισχύσεις οι μεν Φωκείς από τους Σπαρτιάτες, οι δε Βοιωτοί από τους Μακεδόνες.

Ενώ ο Φίλιππος επικεφαλής των Μακεδόνων και των Θεσσαλών διέσχιζε τη Λοκρίδα, ο στρατηγός των Φωκέων αντιλήφθηκε την επερχόμενη ήττα και ζήτησε συνθηκολόγηση. Μετά την παράδοσή τους συγκλήθηκε το Αμφικτιονικό Συνέδριο, που είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά των ιερόσυλων εννέα χρόνια νωρίτερα, και όπως ήταν αναμενόμενο επέβαλε βαρύτατες ποινές στους Φωκείς. Όπως ήταν επίσης αναμενόμενο, δεν ασχολήθηκε καθόλου με τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, που ήταν θερμότατοι σύμμαχοι των Φωκέων και μοιράστηκαν μαζί τους τα αξίας μεγαλύτερης των 10.000 ταλάντων συληθέντα αναθήματα στο ιερό των Δελφών.

Αντίθετα, από τους επίσης συμμάχους των ιερόσυλων Φωκέων αλλά μικρότερης πολιτικής βαρύτητας, τους Κορινθίους, αφαίρεσε την τιμή να συνδιοργανώνουν με τους Θεσσαλούς και τους Βοιωτούς την εορτή των Πυθίων και την ανέθεσε εφεξής στους Μακεδόνες. Επίσης αφαίρεσε από τους Φωκείς τις δύο ψήφους, που διέθεταν στο Συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας, και τις έδωσε στους Μακεδόνες.

Ο Φίλιππος, αφού επέβλεψε με τα στρατεύματά του την υλοποίηση των Αμφικτιονικών αποφάσεων, επέστρεψε στη Μακεδονία. Στην Ασία ο Αρταξέρξης Γ΄ νίκησε τον Ορόντη και υπέταξε ξανά τη Φοινίκη και την Κιλικία μετά από εξέγερση 12 ετών, ενώ η Κύπρος εξακολουθούσε να αρνείται την υποταγή.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Αφού είχε συντρίψει την αποστασία των σατραπών, το 344 π.Χ. ο Αρταξέρξης Γ΄ αποφάσισε να υποτάξει την Αίγυπτο, που διένυε την έβδομη δεκαετία ανεξαρτησίας. Επειδή ήδη είχε κάνει μία αποτυχημένη προσπάθεια, αυτή τη φορά έστειλε πρέσβεις στα μεγαλύτερα κράτη της Ελλάδας με το αίτημα να πολεμήσουν τους Αιγυπτίους στο πλευρό των Περσών. Στρατό όμως έστειλαν μόνο οι παραδοσιακά φιλοπέρσες, Αργείοι και Θηβαίοι, ενώ οι υπόλοιποι έστειλαν μόνο τη φιλία τους. Τον επόμενο χρόνο (343 π.Χ.) ο Ώχος κατέλαβε την Αίγυπτο, γκρέμισε τα τείχη των πόλεων και λεηλάτησε τους ναούς.

Ο Μέντωρ ο Ρόδιος είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον Αρταξέρξη στην κατάκτηση της Φοινίκης και της Αιγύπτου και κατάφερε να πείσει τον Αρταξέρξη να συγχωρέσει τον αδελφό του, τον Μέμνονα καθώς και τον Αρτάβαζο, που μετά την αποτυχία της ανταρσίας τους είχαν καταφύγει στην Αυλή του Φιλίππου. Το 342 π.Χ. ο Φίλιππος επιτέθηκε κατά των Οδρυσών του Κερσοβλέπτη, τους κατέστησε υποτελείς του και αναμόρφωσε αρκετές πόλεις, σε μία δε έδωσε το όνομά του, Φιλιππούπολη (το Πλόβντιβ της σημερινής Βουλγαρίας).

Σημειώνουμε εδώ ότι δύο χρόνια αργότερα τα παράδειγμά του επρόκειτο να ακολουθήσει και ο Αλέξανδρος, που ονόμασε Αλεξανδρόπολη μία πόλη των Μαιδών. Ο Πνυταγόρας, ο τελευταίος από τους Έλληνες βασιλιάδες της Κύπρου, που εξακολουθούσε να αντιστέκεται στον Ώχο, σύντομα υποχρεώθηκε κι αυτός να υποταχθεί. Οι Πέρσες είχαν ανακτήσει ισχύ, πλούτο και κύρος και ο Φίλιππος έκρινε ότι δεν έπρεπε να τραβήξει την προσοχή τους, γι’ αυτό υπέγραψε συνθήκη ειρήνης μαζί τους. Το 341 π.Χ. πέθανε ο βασιλιάς των Μολοσσών, Αρύμβας, αφήνοντας διάδοχο τον Αιακίδη, γιο του και μετέπειτα πατέρα του βασιλιά Πύρρου.

Ο Φίλιππος όμως κατάφερε να ενθρονισθεί αντί γι’ αυτόν ο Αλέξανδρος, ο αδελφός της Ολυμπιάδας, επεκτείνοντας έτσι τη Μακεδονική επιρροή και στην Ήπειρο. Το 340 π.Χ. ο Φίλιππος άρχισε να πολιορκεί την Πέρινθο, μία ισχυρή και πλούσια Ελληνίδα πόλη της Θράκης. Ο Δημοσθένης προέτρεψε τότε τους Αθηναίους να αποβάλουν τις «ανόητες προκαταλήψεις» τους κατά του Πέρση βασιλιά και να πάψουν να τον θεωρούν βάρβαρο και κοινού εχθρού όλων των Ελλήνων. Τελικά έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να στείλει στον Ώχο (Αρταξέρξη Γ΄) πρεσβεία, ζητώντας του να ακυρώσει το σύμφωνο φιλίας με τον Φίλιππο και να κηρύξει πόλεμο εναντίον του.

Επειδή ο ίδιος ο Αρταξέρξης ήταν απασχολημένος με την καταστολή μιας εξέγερσης των Καδουσίων έστειλε τον Αρσίτη να βοηθήσει τους Περινθίους. Εκτός από τους Πέρσες βοήθεια στους Περινθίους προσέφεραν και οι γείτονές τους Βυζάντιοι με αποτέλεσμα ο Φίλιππος να αντιμετωπίσει σφοδρή αντίσταση. Τότε επιτέθηκε στο Βυζάντιο, σε βοήθεια του οποίου έσπευσαν οι πρώην σύμμαχοί του στο Συμμαχικό πόλεμο, οι Χίοι, οι Κώοι και οι Ρόδιοι. Λόγω της έντονης πολεμικής δραστηριότητας στην Προποντίδα, οι Αθηναίοι ανησύχησαν για τον εφοδιασμό της πόλης τους με σιτηρά από τη Σκυθία και έστειλαν στόλο για την προστασία των νηοπομπών τους.

Μόλις οι Μακεδόνες κατέσχεσαν τα φορτία των σιτηρών, οι Αθηναίοι κατήγγειλαν τη Φιλοκράτειο ειρήνη και άρχισαν τις εχθροπραξίες. Την ίδια χρονιά ο Πιξώδαρος ανέτρεψε την αδελφή του Άδα και σφετερίσθηκε τον υποτελή στους Πέρσες θρόνο της Καρίας. Μετά από τα γεγονότα στην Πέρινθο και στο Βυζάντιο οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τους Μακεδόνες και αποτελούσαν το μοναδικό εμπόδιο στο δρόμο του Φιλίππου προς την Ηγεμονία της Ελλάδος. Τον Αύγουστο του 338 π.Χ. ο Φίλιππος αποφάσισε να απομακρύνει κι αυτό το εμπόδιο και άρχισε την προέλαση προς Νότον.

Οι Αθηναίοι που το πληροφορήθηκαν όταν βρισκόταν στην Ελάτεια, σε απόσταση μόλις δύο ημερών από την Αθήνα, τρομοκρατήθηκαν και όλη τη νύχτα οι σαλπιγκτές σήμαιναν συναγερμό. Τα καθέκαστα έγιναν γνωστά σε όλους τους πολίτες, που μαζεύτηκαν στην Εκκλησία του Δήμου από πολύ νωρίς, όμως από την αγωνία και το φόβο κανείς δεν έπαιρνε το λόγο. Το πλήθος έστρεψε το βλέμμα του στο Δημοσθένη, ο οποίος πρότεινε να συμμαχήσουν αστραπιαία με τους Βοιωτούς, πριν εκείνοι αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους έναντι των Μακεδόνων λόγω της μεταξύ τους συνθήκης φιλίας και συμμαχίας.

Το εγχείρημα φαινόταν ακατόρθωτο, δεδομένης της παμπάλαιας έχθρας των Αθηναίων με τους Θηβαίους. Οι Αθηναίοι ανέκαθεν υποστήριζαν Βοιωτικές πόλεις, που αντιτίθεντο στα σχέδια των Θηβαίων για Ηγεμονία στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι διεκδικούσαν από τους Αθηναίους εδάφη στη μεθόριο Αττικής και Βοιωτίας (τον Ωρωπό) και οι Αθηναίοι πάντοτε έτρεμαν το ιππικό των Θηβαίων, που ήταν περισσότερο και ικανότερο από το Αθηναϊκό. Εν ολίγοις, Αθηναίοι και Θηβαίοι βρίσκονται πάντοτε σε αντίπαλα στρατόπεδα, ακόμη και κατά την εισβολή των Περσών, ωστόσο αυτή τη φορά οι Αθηναίοι δεν είχαν άλλη λύση από το να ζητήσουν τη βοήθεια των Θηβαίων.

Πράγματι οι Αθηναίοι έστειλαν το Δημοσθένη στη Θήβα, που κατάφερε να εξασφαλίσει τη συμμαχία των Βοιωτών και αμέσως μετά έστειλαν το σύνολο του εθνικού τους στρατού στη Χαιρώνεια και οι Βοιωτοί στρατοπέδευσαν μαζί τους περιμένοντας τον Φίλιππο. Εκείνος έστειλε πρέσβεις στο Κοινό των Βοιωτών για να θυμίσουν τη μεταξύ τους συμμαχία, όμως ο δεινότερος ρήτοράς του, ο Πείθων, δεν μπόρεσε να ανταγωνισθεί τον Δημοσθένη και να τους μεταπείσει. Έτσι την 9η Μεταγειτνιώνος (24η Αυγούστου) του 338 π.Χ. έγινε η μάχη της Χαιρώνειας.

Ο Φίλιππος υπερτερούσε τόσο αριθμητικά όσο και σε στρατιωτική ικανότητα, αφού ούτε οι Θηβαίοι ούτε οι Αθηναίοι διέθεταν πια στρατηγούς εφάμιλλους των παλαιοτέρων. Παρά ταύτα η μάχη ήταν σκληρή, μακρά, αμφίρροπη, αλλά τελικά νικηφόρα για τους Μακεδόνες. Οι Αθηναίοι είχαν πάνω από 1.000 νεκρούς και 2.000 αιχμαλώτους, ενώ ανάλογες ήταν και οι απώλειες των Θηβαίων. Στη μάχη της Χαιρώνειας παραδίδεται ότι πρώτος ο ηλικίας 18 ετών Αλέξανδρος επικεφαλής του εταιρικού ιππικού διέσπασε τις γραμμές του Ιερού Λόχου των Θηβαίων.

Παραδίδεται επίσης ότι κατά τον κῶμο μετά το επινίκιο δείπνο ο Φίλιππος περιφερόταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους χλεύαζε για την αποτυχία τους. Τότε ο Δημάδης του είπε «Βασιλιά, η τύχη σου επιφύλαξε ρόλο Αγαμέμνονα κι εσύ δεν ντρέπεσαι να φέρεσαι σαν Θερσίτης;». Υποτίθεται ότι ο Φίλιππος συγκλονίσθηκε από τα λόγια του Αθηναίου ρήτορα, διέκοψε τον κῶμο και τον απελευθέρωσε. Ο Δημάδης στη συνέχεια έπεισε το Φίλιππο να συνάψει ειρήνη με τους Αθηναίους και τους Θηβαίους και να εγκαταστήσει μακεδονική φρουρά μόνο στη Θήβα.

Είναι αδύνατο να διαπιστώσουμε αν αυτά είναι πραγματικά γεγονότα ή αν κατασκευάσθηκαν αργότερα για να διανθίσουν τα πραγματικά γεγονότα. Ειδικά η αποδιδόμενη στον Δημάδη παρομοίωση του Φιλίππου με τον Αγαμέμνονα είναι σαφέστατη αναφορά στις προσδοκίες, που είχε δημιουργήσει η Μακεδονία ως Ηγεμών της Ελλάδος. Το όραμα, που προέβαλλαν οι ρήτορες Ισοκράτης και Γοργίας, προέβλεπε μία πανελλήνια εκστρατεία κατά της Ασίας για εκδίκηση. Στον Τρωικό Πόλεμο υποτίθεται ότι οι Έλληνες εκδικήθηκαν τους Τρώες για την προσβολή από την αρπαγή της Ελένης.

Σ’ αυτόν τον επερχόμενο πόλεμο υποτίθεται ότι οι Έλληνες θα έπαιρναν εκδίκηση από τους Πέρσες για τις καταστροφές των ναών κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο στη μάχη της Χαιρώνειας ο Δημοσθένης «αποδείχθηκε ότι δεν έκανε τίποτα καλό ή σύμφωνο με όσα έλεγε, αλλά το ‘βαλε στα πόδια, εγκαταλείποντας τον συνασπισμό. Τράπηκε σε φυγή κατά τον πιο αισχρό τρόπο και ρίχνοντας τα όπλα του, χωρίς να ντραπεί ούτε το επίσημον της ασπίδας του, που με χρυσά γράμματα έγραφε Καλή Τύχη».

Ο Δημοσθένης πράγματι δεν ήταν άμεμπτος και ο Πλούταρχος μάλλον δικαιολογημένα περιγράφει με τα μελανώτερα χρώματα τον βίο και την πολιτεία του αντιμακεδόνα πολιτικού, αλλά αν πράγματι υπήρξε ρίψασπις στη μάχη της Χαιρώνειας, τότε προκύπτει το ερώτημα γιατί οι Αθηναίοι του ανέθεσαν την τιμή να εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο για τους νεκρούς της ίδιας μάχης. Ίσως την αλήθεια για το Δημοσθένη να τη συνοψίζει ο Πολύβιος, που λέει ότι ο Δημοσθένης μετρούσε τα πάντα σύμφωνα με τα συμφέροντα της Αθήνας και θεωρούσε όλους τους Έλληνες υποχρεωμένους να προσβλέπουν στην πατρίδα του, άλλως ήταν προδότες της Ελλάδας και ανάξιοι να θεωρούνται Έλληνες.

Πάντως το βέβαιο είναι ότι μετά τη μάχη της Χαιρώνειας ο Μέγας Βασιλεύς τον θεώρησε ικανό να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του και άρχισε να τον χρηματοδοτεί. Είδαμε ότι τον 4ο π.Χ. αιώνα υπήρχαν ήδη Κοινά, όπου τα επιμέρους κράτη-μέλη είχαν παραιτηθεί από την ανεξαρτησία τους στην εξωτερική πολιτική, ενώ η ιδέα της ένωσης όλων των ελληνικών κρατών και Κοινών είχε διατυπωθεί πριν ένα περίπου αιώνα από τους ρήτορες, Γοργία και Ισοκράτη.

Ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό» του συμβούλευε τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν τους βαρβάρους, στον «προς Φίλιππο» λόγο του προέτρεπε το Μακεδόνα βασιλιά, να ηγηθεί των Ελλήνων κατά των βαρβάρων και ο Γοργίας στον «Ολυμπικό» του λόγο προέτρεπε τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν κατά των βαρβάρων. Αλλά τα ισχυρότερα Ελληνικά κράτη ήταν αδύνατον να εγκαταλείψουν τη διεκδίκηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος και να αρκεσθούν στη συνδιαχείριση της Ελλάδας.

Κατά τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο η Αθήνα και η Σπάρτη περιφρόνησαν τις αποφάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου για την προστασία ενός από τα σημαντικότερα ιερά όλου του Ελληνικού κόσμου και δεν δίστασαν να διαρπάσουν τα ιερά αναθήματα από το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους κατά των υποστηρικτών της Αμφικτιονίας. Αυτά μας δίνουν μία πολύ καλή ιδέα για το πώς ιεραρχούσαν τα δικά τους συμφέροντα οι ηγεμονικές δυνάμεις.

Επιπλέον υπήρχε και η αντίληψη, την οποία ευθέως διατύπωσαν οι Αργείοι στους Σπαρτιάτες κατά την Περσική εισβολή, ότι προτιμούσαν να υποταχθούν σε βάρβαρους παρά σ’ εκείνους. Αυτή ήταν (στην καλύτερη περίπτωση) και η νοοτροπία του Δημοσθένη: όποιος Έλληνας δεν αποδεχόταν την Αθήνα ως Ηγεμόνα της Ελλάδος ήταν εχθρός της Ελλάδας και δεχόταν τη σφοδρή πολεμική του «πατριώτη» ρήτορα, ο οποίος φυσικά δεν δίσταζε να έλθει σε συναλλαγή και να προσφέρει όλα τα αναγκαία ανταλλάγματα στον Πέρση βασιλιά, προκειμένου εκείνος να χρηματοδοτήσει τα ηγεμονικά όνειρα της Αθήνας, για να … σωθεί η Ελλάδα!

Οι ρήτορες είχαν ήδη διαμορφώσει τη σχετική «πολιτική πλατφόρμα», αλλά προαπαιτούμενο για την πανελλήνια επίθεση κατά της Περσίας ήταν να βρεθεί ένας αρκετά φιλόδοξος Ηγεμών της Ελλάδος. Γι’ αυτό ο Ισοκράτης προέτρεψε διαδοχικά τους Αθηναίους, τον Διονύσιο των Συρακουσών, τον Ιάσονα των Φερρών και τέλος το Φίλιππο της Μακεδονίας να ηγηθούν της ένωσης όλων των Ελλήνων. Πράγματι, τόσο ο Φίλιππος όσο και ο Αλέξανδρος παρουσίαζαν την επίθεσή τους κατά της Περσίας ως ένα ακόμη κεφάλαιο των Ελληνοπερσικών πολέμων και συγκεκριμένα ως συνέχιση των Ελληνικών αντεπιθέσεων.

Αυτήν την επίφαση αντεπίθεσης τη βρίσκουμε σε αρκετά σημεία, με σημαντικότερο όλων την απόφαση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Περσών, για να εκδικηθεί τις αδικοπραγίες, που είχαν προκαλέσει κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα. Την ίδια πρόφαση αντεπίθεσης βρίσκουμε και στην επιστολή του Αλεξάνδρου προς το Δαρείο καθώς και στον τόπο ίδρυσης του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Ο Φίλιππος επέλεξε την Κόρινθο ως τόπο συγκρότησής του, διότι το φθινόπωρο του 481 π.Χ. και την άνοιξη του 480 π.Χ. είχαν συγκεντρωθεί στον Ισθμό της Κορίνθου οι πρέσβεις των ανυπότακτων Ελληνικών κρατών, για να συζητήσουν περί την αντίσταση κατά της εισβολής των Περσών.

Κατά τον Ιουστίνο, πριν την αναχώρηση της στρατιάς για την Ασία ο Αλέξανδρος έκανε θυσίες ζητώντας από τους Θεούς να του δώσουν τη νίκη σ’ έναν πόλεμο, στον οποίο επελέγη να εκδικηθεί τις πολυάριθμες επιθέσεις των Περσών κατά της Ελλάδας. Κατά τον Πλούταρχο ο Αλέξανδρος διεμήνυσε στους Πλαταιείς ότι θα ξανάφτιαχνε την πόλη τους, λόγω της μεγάλης προσφοράς τους στους Περσικούς Πολέμους. Ακόμη έστειλε στους Κροτωνιάτες μερίδιο από τα λάφυρα της μάχης των Γαυγαμήλων, για να τιμήσει τον πρόγονό τους Φάυλλο, που πολέμησε στη Σαλαμίνα με δικό του πλοίο.

Επίσης σε κάποια φάση της εκστρατείας βλέποντας ένα άγαλμα του Ξέρξη, το οποίο οι στρατιώτες του είχαν γκρεμίσει νωρίτερα, αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα: «να σε αφήσουμε πεσμένο κάτω για την εκστρατεία σου κατά των Ελλήνων ή να σε σηκώσουμε λόγω της άλλης μεγαλοσύνης και ανδρείας σου;». Το 1921 ο αρχαιολόγος Παναγιώτης Καββαδίας κατά την αναστήλωση του ιερού της Επιδαύρου βρήκε κατατεμαχισμένη και ενσωματωμένη ως οικοδομικό υλικό σε Ρωμαϊκό υπόκαυστο μία επιγραφή, που αρχικά θεωρήθηκε ότι αφορούσε την Αχαϊκή Συμπολιτεία.

Τελικά διαπιστώθηκε ότι χρονολογείται στο 302 π.Χ. και ότι αφορούσε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, το οποίο οι ξένοι εσφαλμένα αναφέρουν ως Κορινθιακή Συμμαχία (League of Corinth, Ligue de Corinthe, Korinthischer Bund). Μετά τον Φίλιππο Β΄ το «καταστατικό» του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων ανανεώθηκε 4 φορές, από τον Αλέξανδρο, από τον Αντίγονο και τον Δημήτριο, από τον Αντίγονο Δώσονα και από το Φίλιππο Ε΄ αντίστοιχα. Η συγκεκριμένη επιγραφή αφορά στη δεύτερη ανανέωση, είναι χαραγμένη σε μία στήλη κατά το άνω ήμισυ οπισθόγραφη, το συνολικό της ύψος είναι 1,70 και το πλάτος 0,70 μ, το δε κείμενο είναι διατεταγμένο κατά άρθρα.

Παρόμοιες στήλες υπήρχαν σε όλα τα κράτη – μέλη του Κοινού και όταν ο Μέμνων ο Ρόδιος σε αντιπερισπασμό στην προέλαση του Αλεξάνδρου κατέλαβε μερικά νησιωτικά κράτη του Αιγαίου, τα διέταξε να τις καταστρέψουν, δηλαδή να ακυρώσουν τη συμμετοχή τους στο Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων. Από την επιγραφή της Επιδαύρου προκύπτει ότι κυρίαρχο σώμα ήταν το Συνέδριο των αντιπροσώπων των κρατών μελών του Κοινού.

Το Συνέδριο επόπτευε την τήρηση των συμφωνημένων και επέλυε τις διαφορές, όπως φαίνεται και από επιγραφή της Χίου στην οποία βρέθηκε επιστολή του Αλεξάνδρου με προειδοποίηση προς τους Χίους ότι «υπόκεινται στην κρίση των Ελλήνων» και ότι «θα κριθούν από το συνέδριο των Ελλήνων». Το Συνέδριο δεν συνήρχετο αποκλειστικά στην Κόρινθο, αλλά «μέχρις ότου τελειώσει ο κοινός πόλεμος, όπου οι πρόεδροι και ο βασιλιάς (της Μακεδονίας) διατάξει» και «όποτε κριθεί σκόπιμο από τους προέδρους και τον βασιλιά ή αυτόν, που ο βασιλιάς άφησε πίσω του υπεύθυνο για την κοινή στρατιωτική φρουρά», «όταν δε γίνει ειρήνη, όπου τελούνται οι στεφανίται αγώνες».

Η συνεδρίαση «διαρκεί όσες ημέρες διατάξουν οι πρόεδροι του συνεδρίου», «πραγματοποιείται αν προσέλθουν περισσότεροι από τους μισούς (συνέδρους), αν όμως προσέλθουν λιγότεροι, η συνεδρίαση δεν πραγματοποιείται». Όσον αφορούσε στην υπόλοιπη λειτουργία του συνεδρίου ως «πρόεδροι ορίζονται πέντε από τους συνέδρους, οι οποίοι εκλέγονται με κλήρωση στην περίοδο της ειρήνης, εκλέγεται δε ένας, όχι περισσότεροι, από κάθε ἔθνος ή πόλη».

Σε αντίθεση με την μέχρι τότε εφαρμοζόμενη αρχή του ισοψήφου (όλα τα κράτη είχαν τον ίδιο αριθμό συνέδρων και ψήφων) στα κατά τόπους Κοινά και στις Αμφικτιονίες (π.χ. 2 ψήφοι για κάθε ομοεθνία της Πυλαίας), το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων έδινε σε κάθε ἔθνος ή πόλη συνέδρους (και συνεπώς ψήφους) ανάλογους με τον πληθυσμό τους. Ωστόσο οι Μακεδόνες δεν αντιπροσωπεύονταν με αριθμό ανάλογο του πληθυσμού τους, αλλά από τον βασιλικό επίτροπο («αυτόν, που ο βασιλιάς άφησε πίσω του υπεύθυνο για την κοινή στρατιωτική φρουρά»).

Προβλεπόταν ακόμη ότι «όσα αποφάσισαν οι σύνεδροι είναι έγκυρα και δεσμευτικά (για τα κράτη – μέλη)», ενώ υπήρχε και μία εξαιρετικά σημαντική πρόνοια, ότι «για τις αποφάσεις του συνεδρίου οι πόλεις δεν μπορούν να ζητήσουν ευθύνες από τους αποστελλομένους συνέδρους». Δηλαδή, οι σύνεδροι είχαν ασυλία στην πατρίδα τους, προφανώς για να μην καταδικασθούν σε θάνατο, εξορία ή χρηματική ποινή, αν λάμβαναν κάποια απόφαση αντίθετη προς τα στενά συμφέροντα της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Πέρα από άλλες οικονομικές υποχρεώσεις κάθε πόλη κράτος έπρεπε να στείλει και στρατεύματα, όποτε αποφασιζόταν «και αν κάποια πόλη δεν αποστείλει την δύναμη την συντεταγμένη όταν παραγγελθεί, επιβαρύνεται επιπλέον για κάθε ιππέα με μισή μνα, για κάθε οπλίτη με 20 δραχμές, για κάθε ψιλό με 10 δραχμές και για κάθε ναύτη με (δεν γνωρίζουμε πόσες δραχμές), για κάθε μέρα (καθυστέρησης) μέχρι να τελειώσει η εκστρατεία για όλους τους άλλους Έλληνες». Για να γίνει αντιληπτό το ύψος του προστίμου, αναφέρουμε συγκριτικά ότι ο μηνιαίος μισθός του οπλίτη των Μυρίων ήταν 1 Δαρεικός (20 δραχμές ή 2μνες).

Στο κείμενο του 302 π.Χ. γίνεται επίσης πολύς λόγος για τη φροντίδα να «διατηρηθεί καθαρή η θάλασσα» από τους πειρατές, διάταξη που φαίνεται ότι υπήρχε και στο κείμενο, που ίσχυε επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού όπως λέει ο Κούρτιος ο Αλέξανδρος, όταν είχε καταλάβει πια την Αίγυπτο, αποφάσισε να απαλλάξει τις θάλασσες από τους πειρατές. Νωρίτερα δεν υπήρχε καμία απολύτως ασφάλεια στις θάλασσες και στην πειρατεία επεδίδοντο, τόσο οι απλοί εγκληματίες όσο και οι λαμπρές δημοκρατικές κυβερνήσεις.

Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει χαρακτηριστικότερη περίπτωση κρατικής πειρατείας από εκείνη του 347 π.Χ., όταν ο Αθηναίος ναύαρχος Ιφικράτης κατέσχεσε τα χρυσελεφάντινα αγάλματα, που ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος έστελνε ως αφιερώματα στους ναούς του Διός στην Ολυμπία και του Απόλλωνα στους Δελφούς. Στην ερώτησή του προς την Εκκλησία των Αθηναίων, ο Ιφικράτης πήρε την κυνική απάντηση να μην ασχολείται με τα θεία και να κοιτάξει να ταΐσει τους στρατιώτες του. Έτσι ο Ιφικράτης πούλησε ως πολεμική λεία τα αφιερώματα ενός Ελληνικού κράτους προς τα δύο μεγαλύτερα ιερά του Ελληνικού κόσμου, χωρίς καν να είναι η Αθήνα σε εμπόλεμη κατάσταση με τις Συρακούσες.

Το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων φαίνεται λοιπόν ως μία λαμπρή πολιτική σύλληψη για τη δημιουργία μίας Ελληνικής Ένωσης με θεσμικά χαρακτηριστικά, που θυμίζουν πάρα πολύ τα αντίστοιχα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο αυτή είναι η επίφαση, οι ευγενείς στόχοι, τους οποίους κανείς καλόπιστος δεν μπορούσε να απορρίψει. Η πραγματικότητα είναι ότι επρόκειτο για τον καταστατικό χάρτη της Μακεδονικής Ηγεμονίας, όπως προκύπτει από τις πρόνοιες, που υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο για τους Μακεδόνες, τον Ηγεμόνα της Ελλάδος: γίνεται λόγος αφενός για τους προέδρους και αφετέρου για τον βασιλιά της Μακεδονίας, όχι όμως για τους αρχηγούς άλλων κρατών.

Υπάρχει και ειδική διάταξη για την υποχρέωση των υπολοίπων Ελλήνων να προστατεύουν τη Μακεδονική βασιλεία, όχι όμως και το αντίστροφο. Το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων υποχρέωνε με τις διατάξεις του τα κράτη – μέλη να πειθαρχούν σε συγκεκριμένους κανόνες, καταργούσε τις αυθαίρετες εχθροπραξίες μεταξύ τους και αποτελούσε τη σωτηρία των μικρότερων Ελληνικών κρατών, που ήταν πάντοτε τα θύματα των στρατηγικών αποφάσεων των μεγαλυτέρων. Για τα μεγάλα κράτη, που είχαν συνηθίσει να επιβάλλουν στα μικρότερα οτιδήποτε αποφάσιζαν, αποτελούσε κάτι πολύ περισσότερο από φραγμό στην ασύδοτη και αδίστακτη συμπεριφορά τους.

Αποτελούσε τον μόνιμο και υπαρκτό κίνδυνο σε δεδομένη παρεκτροπή τους να πληρώσουν την προγενέστερη ασυδοσία και αλαζονεία με την ίδια τους την ύπαρξη, όπως φάνηκε καθαρά στην καταστροφή της Θήβας. Αυτή η «δικαστική» δικαιοδοσία του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων επί των κρατών – μελών του το έκανε ιδιαίτερα μισητό στα ισχυρά Ελληνικά κράτη, που είχαν εξαναγκασθεί να γίνουν μέλη του.

Ήταν μισητό όχι τόσο από φόβο για τις συνέπειες της τυχόν παρεκτροπής, όσο για τις συνέπειες της συμμόρφωσής τους, διότι η οικονομική ανάπτυξή τους και η κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό τους ήταν άρρηκτα συνυφασμένες με την απομύζηση πόρων από τα ασθενέστερα κράτη (όπως η διαρπαγή συσσωρευμένου πλούτου, η εκμετάλλευση φυσικών πόρων, οι εξανδραποδισμοί κατοίκων, οι σφετερισμοί περιουσιών, η πειρατεία κλπ). Η «κοινή ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων» ήταν ανέλπιστο δώρο για τα μικρά κράτη, όμως τα μεγάλα συνειδητοποιούσαν με τρόμο ότι ήταν ζήτημα χρόνου η κατάρρευση της οικονομίας και της κοινωνίας τους.

Βέβαια ούτε ο Φίλιππος ούτε ο Αλέξανδρος ήθελαν να οδηγήσουν σε κατάρρευση τις οικονομίες και τις κοινωνίες των συμμάχων, από τους οποίους αντλούσαν φόρους και στρατιωτικό προσωπικό, αντίθετα τους προσέφεραν το εναλλακτικό όραμα να εκμεταλλευθούν από κοινού τις πλούσιες ασιατικές χώρες. Όσες Ελληνικές πόλεις της Ασίας υπήρχαν πριν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, γνώριζαν πολύ καλά να επωφελούνται από τον ενιαίο οικονομικό χώρο της Περσικής Αυτοκρατορίας και ο ενιαίος οικονομικός χώρος των Ελληνιστικών βασιλείων οδήγησε αυτές τις πόλεις και όσες χτίστηκαν αργότερα από τον Αλέξανδρο και τους Διαδόχους του στη μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ακμή των Ελληνιστικών χρόνων.

Οι διατάξεις του Κοινού Συνεδρίου σε συνδυασμό με τις οικονομικές πιέσεις από τα Ελληνιστικά βασίλεια στραγγάλισαν τις οικονομίες και οδήγησαν στον μαρασμό τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα κράτη της κλασσικής Ελλάδας, εκείνα δηλαδή που δεν θέλησαν να αποβάλουν την αλαζονεία του ασύδοτου Ηγεμόνα. Η επιδίωξη των ηγεμονικών κρατών να ανακτήσουν την πολιτική αυτονομία, την οποία τους στέρησε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ευγενές πρόσχημα, ενώ στην πραγματικότητα απλώς δεν είχαν πρόθεση να προσαρμοσθούν στα νέα, οικονομικά κυρίως, δεδομένα.

Τα μικρότερα κράτη βρέθηκαν σε ένα πλαίσιο μεγαλύτερης σταθερότητας με πιο μακρές περιόδους ειρήνης και μπόρεσαν να αναπτυχθούν με λιγότερα προβλήματα. Γι’ αυτό, όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα, στον νότο πρωταγωνιστούσαν δύο ισχυρές Συμπολιτείες, η Αχαϊκή και η Αιτωλική, από κράτη δεύτερης γραμμής κατά την κλασσική περίοδο. Οι πάλαι ποτέ Ηγεμόνες της Ελλάδος, η Αθήνα και η Σπάρτη, χωρίς να έχουν υποστεί εισβολή ή καταστροφή, ήταν πλέον παρακμασμένες και θλιβερές σκιές του άλλοτε λαμπρού παρελθόντος τους.

Με τον καταστατικό χάρτη της Μακεδονικής Ηγεμονίας ο Φίλιππος έθεσε υπό τον αποτελεσματικό έλεγχό του τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ελληνικού κόσμου. Οι Έλληνες στρατιωτικοί ήδη από την εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα αντιμετώπιζαν τις πολλαπλάσιες δυνάμεις των Μεγάλων Βασιλέων επί ίσοις όροις και τις νικούσαν. Με την πάροδο των ετών οι αλλεπάλληλες πολεμικές αναμετρήσεις των δύο πλευρών είχαν εμπεδώσει και τη σχετική νοοτροπία, όπου οι μεν Έλληνες πολεμιστές αψηφούσαν τους Πέρσες, οι δε Πέρσες κλονίζονταν στη θέα των Ελλήνων οπλιτών.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν οι Μύριοι, που ενώ αρχικά δεν είχαν πρόθεση να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις του Μεγάλου Βασιλέως, τελικά για να μην εκθέσουν τον αρχηγό τους Κλεόμβροτο και -κυρίως- αφού απέσπασαν αύξηση μισθού, ξεπέρασαν τους αρχικούς δισταγμούς. Στα Κούναξα της Μεσοποταμίας νίκησαν τα Αυτοκρατορικά Περσικά στρατεύματα και επανήλθαν στην Ελλάδα χωρίς σημαντικές απώλειες παρ’ ότι υποχωρούσαν μαχόμενοι.

Το θεμελιώδες συμπέρασμα, που προέκυψε από την εκστρατεία του Κύρου του Νεώτερου, όπως το κατέγραψε ξεκάθαρα ο Ξενοφών ήταν ότι «η Περσία είναι ισχυρή χώρα, αλλά λόγω της μεγάλης έκτασής της δεν μπορούσε να παρατάξει έγκαιρα τις απαραίτητες δυνάμεις σε κάποιον, που θα επέδραμε αιφνιδιαστικά και με ταχύτητα» και ότι «ο Κύρος βιαζόταν σε όλη την πορεία, διότι όσο πιο γρήγορα έφτανε, τόσο πιο απροετοίμαστο θα έβρισκε το βασιλιά και όσο πιο αργά έφτανε, τόσο περισσότερο στρατό θα είχε προλάβει εκείνος να συγκεντρώσει».

Τόσο ο Ιάσων των Φερρών όσο και ο Φίλιππος της Μακεδονίας είχαν κατανοήσει ότι εκτός από τις παραπάνω ελάχιστες απαιτήσεις, για την επιτυχία μιας εισβολής στην επικράτεια των Αχαιμενιδών χρειαζόταν η σύμπραξη όλων των Ελληνικών κρατών, η οποία μπορούσε να εξασφαλισθεί μόνο με την επιβολή Ηγεμονίας στην Ελλάδα. Όσο για τη χρηματοδότηση της εκστρατείας, δυσκολία υπήρχε μόνο στην εκκίνηση, διότι εν συνεχεία οι πόροι του ίδιου του περσικού κράτους αφενός θα συντηρούσαν τη στρατιά και αφετέρου θα χρησίμευαν στη δωροδοκία των Περσών αξιωματούχων προκειμένου να εγκαταλείψουν το Μεγάλο Βασιλέα και να αυτομολήσουν στην Ελληνική πλευρά.

Πράγματι, οι Πέρσες πολιτικοί δεν αποδείχθηκαν ούτε λιγότερο παραδόπιστοι ούτε περισσότερο πατριώτες από τους Έλληνες, απλώς η Ελλάδα δεν διέθετε ούτε την ενότητα ούτε τον πλούτο του περσικού κράτους, ώστε να εξαγοράζει τους Πέρσες και να ικανοποιεί τους Έλληνες πολιτικούς. Ειδικά για τους Έλληνες πολιτικούς πριν τον Αλέξανδρο, ο Μέγας Βασιλεύς ήταν μία πρακτικώς ανεξάντλητη πηγή χρηματοδότησης και, όποτε του προσέφεραν τα κατάλληλα ανταλλάγματα, τους βοηθούσε να πραγματοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Ήταν λοιπόν ο πρόθυμος τραπεζίτης, από τον οποίο προτιμούσαν να δανεισθούν, παρά να τον ληστέψουν.

Μετά την κατάκτηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος και τη συγκρότηση του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων το μόνο που χρειαζόταν ο Φίλιππος ήταν η κατάλληλη στρατηγική ευκαιρία και μία διπλωματική πρόφαση, για να εισβάλει στην Ασία. Τον Νοέμβριο του 338 π.Χ. ο ευνούχος Βαγώας δολοφόνησε τον Ώχο και ανέβασε στο θρόνο τον Αρσή, προσφέροντας στην Αίγυπτο την ευκαιρία να επαναστατήσει ξανά, γεγονός που με τη σειρά του παρέσχε στο Φίλιππο τη δυνατότητα να δρομολογήσει τα σχέδιά του.

Στο τέλος του 337 π.Χ. έκανε την παρουσία στην Αίγυπτο ένας Φαραώ, μάλλον Αιθιοπικής καταγωγής, ο οποίος μπόρεσε να την αποσπάσει από τους Πέρσες, και η στιγμή ήταν η καταλληλότερη για τον Φίλιππο να τους ανοίξει και δεύτερο μέτωπο. Παράλληλα δεν ήθελε να φαίνεται ότι εκείνος καταπάτησε το σύμφωνο ειρήνης, που ο ίδιος είχε ζητήσει να υπογράψει με τον Μεγάλο Βασιλέα το 342 π.Χ., κι έτσι εκμεταλλευόμενος την προγενέστερη παρασπονδία των Περσών ζήτησε αποζημίωση από τον Αρσή για την επέμβαση του προκατόχου του στην Πέρινθο. Φυσικά ο Μέγας Βασιλεύς την αρνήθηκε και έδωσε στον Φίλιππο την επιζητούμενη διπλωματική πρόφαση για την κήρυξη του πολέμου.

Το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων συγκλήθηκε ξανά στην Κόρινθο και πείσθηκε να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Περσών, για να εκδικηθεί τις ανομίες που είχαν διαπράξει σε βάρος των ναών, και ανακήρυξε τον Μακεδόνα βασιλιά στρατηγό Αυτοκράτορα. Αφού όρισε πόσο στρατό έπρεπε να συνεισφέρει κάθε πόλη, ο Φίλιππος επέστρεψε στη Μακεδονία. Αμέσως μόλις ο Φίλιππος κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Περσίας, η Περσική διπλωματία αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση, όπως είχε κάνει και παλαιοτέρα (370 π.Χ.) με τον Ιάσονα των Φερρών, και βρήκε το τέλειο εκτελεστικό όργανο στο πρόσωπο του οργισμένου σωματοφύλακα Παυσανία.

Μερικά χρόνια νωρίτερα, κι ενώ ο Φίλιππος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον πρόθυμο νεαρό, κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην Ιλλυρία ο Άτταλος τον είχε μεθύσει και τον είχε παραδώσει στους οδηγούς των υποζυγίων για να ασελγήσουν πάνω του. Όταν ο Παυσανίας συνήλθε και κατάλαβε τι είχε συμβεί, κατήγγειλε τον Άτταλο στο Φίλιππο, ο οποίος μη δυνάμενος να τιμωρήσει τον έμπιστο στρατηγό του, προσέφερε πολλές τιμές στον Παυσανία για να ξεχάσει. Ωστόσο εκείνος έφερε βαρέως το πάθημά του, θεώρησε υπεύθυνο το Φίλιππο για τη μη δικαίωσή του και παρά την προαγωγή του σε σωματοφύλακα έστρεψε την οργή του εναντίον του Φιλίππου.

Στις αρχές του 336 π.Χ. ο Φίλιππος προχώρησε σε έναν ακόμη γάμο και σε ηλικία 47 ετών παντρεύτηκε την κατά πολύ νεώτερή του Κλεοπάτρα, που ανάλογα με την αρχαία πηγή ήταν αδελφή, θεία ή ανιψιά του Άτταλου. Στη διάρκεια του γαμήλιου δείπνου έγινε μία παρεξήγηση και η μεν Ολυμπιάς υποχρεώθηκε να ζητήσει καταφύγιο στους Μολοσσούς, ο δε Αλέξανδρος στους Ιλλυριούς. Λίγο αργότερα ο Φίλιππος αποβίβασε στην Ασία δύναμη 10.000 ανδρών υπό τους στρατηγούς Παρμενίωνα και Άτταλο. Στην Κύζικο τους επεφύλαξαν θερμή υποδοχή, το ίδιο και στην Έφεσο, την οποία διοικούσε ο Ηρόπυθος και στην αγορά της στήθηκε άγαλμα του Φιλίππου.

Τον Ιούνιο ο ευνούχος Βαγώας δυσαρεστημένος από τις υπηρεσίες του Μεγάλου Βασιλέως δολοφόνησε τον Αρσή και όλα τα παιδιά του. Ο πλησιέστερος Αχαιμενίδης είχε μακρινή μόνο συγγένεια με τον οικογενειακό κλάδο των προκατόχων του και η κατάσταση στον Οίκο των Αχαιμενιδών δεν προμήνυε πολλά καλά για την Περσία. Ο Πιξώδαρος της Καρίας ήταν πλέον απόλυτα βέβαιος για την επιτυχία του Ελληνικού εγχειρήματος και έσπευσε να επωφεληθεί προτείνοντας στο Φίλιππο συμμαχία και γάμο της κόρης του Άδας με το γιο του, Αρριδαίο.

Ο Αλέξανδρος ανησυχώντας για τα δικαιώματά του στο θρόνο έστειλε στον Πιξώδαρο μήνυμα να προτιμήσει για γαμπρό εκείνον, που ήταν γνήσιος γιος του Φιλίππου αντί του Αρριδαίου, που ήταν νόθος και όχι υγιής ψυχικά. Η αναβαθμισμένη αντιπρόταση κολάκευσε τον Πιξώδαρο, αλλά εξαγρίωσε τον Φίλιππο, που εξόρισε τους κακούς συμβούλους του Αλεξάνδρου. Κάποια στιγμή επισκέφθηκε τον Φίλιππο ο Δημάρατος ο Κορίνθιος και στην ερώτηση του Φιλίππου αν οι Έλληνες έχουν ομονοήσει, με το θάρρος του παλιού και πιστού φίλου απάντησε: «Φίλιππε, είσαι σε θέση να φροντίζεις για την Ελλάδα εσύ, που έχεις προκαλέσει τόσα κακά στο σπίτι σου;».

Ο Φίλιππος συνειδητοποιώντας την κατάσταση τον έστειλε να φέρει πίσω στην Αυλή τον Αλέξανδρο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η συμφιλίωση πατέρα και γιου τοποθετείται στην περίοδο, που έλειπε στην Ασία ο Άτταλος, το σοβαρότερο εμπόδιο του Αλεξάνδρου στο δρόμο της διαδοχής, κάτι που ο Αλέξανδρος επρόκειτο να αξιολογήσει ανάλογα, μόλις ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Στο μέτωπο της Μ. Ασίας πέθανε ο Μέντωρ ο Ρόδιος και ο Μέμνων ανέλαβε τα αξιώματα και παντρεύτηκε τη χήρα του αδελφού του. Αμέσως ανέλαβε δράση κατά των Μακεδόνων και πολύ σύντομα απέδειξε την αξία του.

Προσέβαλε απροετοίμαστους τους Παρμενίωνα και Άτταλο και με στρατήγημα τους προξένησε απώλειες, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους και απώθησε τους υπόλοιπους στη Μαγνησία. Με τη συνεργασία της φιλοπερσικής παράταξης των ολιγαρχικών κατέλαβε την Έφεσο και για τιμωρία, ο ναός της Αρτέμιδος λεηλατήθηκε, το άγαλμα του Φιλίππου γκρεμίστηκε και ο τάφος του Ηρόπυθου, που στο μεταξύ είχε πεθάνει, βεβηλώθηκε. Ο Μέμνων υποχρέωσε ακόμη τον Παρμενίωνα να λύσει την πολιορκία της Πιτάνης και να περιοριστεί στο Γρύνειο.

Μετά προέλασε βόρεια και με πολλαπλάσιες δυνάμεις νίκησε στην Τρωάδα τον Κάλα και τον ανάγκασε να υποχωρήσει στο Ροίτειο, αλλά απέτυχε να ανακαταλάβει την Κύζικο. Το φθινόπωρο του 336 π.Χ., λίγους μήνες πριν περάσει κι ο ίδιος στην Ασία επικεφαλής των δυνάμεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, ο Φίλιππος αποφάσισε να ενισχύσει τους δεσμούς του με το ισχυρό βασίλειο των Μολοσσών της Ηπείρου. Το 341 π.Χ. είχε εγκαταστήσει στο θρόνο τον Αλέξανδρο και τώρα, μετά το διαζύγιό του από την αδελφή του Μολοσσού βασιλιά, την Ολυμπιάδα, του προσέφερε ως σύζυγο την 19 ετών Κλεοπάτρα.

Αυτή ήταν γνήσια κόρη του Φιλίππου από την Ολυμπιάδα, άρα ανιψιά του μέλλοντος συζύγου της. Ένα τεράστιο πλήθος επισήμων απ’ όλη την Ελλάδα είχε προσκληθεί στις Αιγές, την παλιά πρωτεύουσα της Μακεδονίας, όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται τα στρατεύματα από τα κράτη – μέλη του Κοινού Συνεδρίου για την τελική εισβολή στην Ασία. Οι γαμήλιες τελετές ήταν μεγαλοπρεπέστατες άρχισαν δε με επιβεβαίωση της θέσης του Φιλίππου ως Ηγεμόνος της Ελλάδος και πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες και αρκετά κράτη τον στεφάνωσαν με χρυσά στεφάνια.

Η Αθήνα, το κορυφαίο ηγεμονικό κράτος, δεν ήξερε να παίζει το ρόλο του ηγεμονευμένου, στον οποίο περιορίσθηκε μετά την ήττα στη Χαιρώνεια. Έτσι, ο Αθηναίος κήρυκας καθώς στεφάνωνε τον Φίλιππο και χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως λόγος έκανε μία υπερβολικά στομφώδη δήλωση πίστης και ανακοίνωσε ότι όποιος τυχόν τον επιβουλευόταν, δεν θα εύρισκε άσυλο στην Αθήνα. Μόλις λίγες ημέρες αργότερα οι Αθηναίοι θα έσπευδαν να αναιρέσουν αυτήν την περιττή δήλωση, τραυματίζοντας με την ανακολουθία τους το γόητρο της πόλης τους, ένα γόητρο που είχαν δημιουργήσει οι πρόγονοί τους και εκείνοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να προστατέψουν.

Την επομένη του λαμπρού βασιλικού συμποσίου και πριν ακόμη ξημερώσει, οι προσκεκλημένοι άρχισαν να συρρέουν στο θέατρο των Αιγών, όπου θα λάμβαναν χώρα σπουδαίοι μουσικοί αγώνες. Με την ανατολή του ηλίου άρχισε να παρελαύνει μία πομπή μεγαλοπρεπών κατασκευών, που τελείωνε με περίτεχνα και πλούσια διακοσμημένα είδωλα των δώδεκα θεών του Ολύμπου. Τότε οι θεατές πρόσεξαν ότι ακριβώς πίσω από τα είδωλα των θεών ακολουθούσε ένα δέκατο τρίτο θεοπρεπές είδωλο του Φιλίππου.

Ο βασιλιάς της Μακεδονίας δεν θεωρούσε τον εαυτό του απλώς Ηγεμόνα της Ελλάδος και στρατηγό Αυτοκράτορα της πανελλήνιας εκστρατείας κατά των Περσών, αλλά δήλωνε απερίφραστα ότι ήταν σύνθρονος των θεών. Δεν χωράει λοιπόν αμφιβολία ότι αργότερα ο Αλέξανδρος εφάρμοσε κατά γράμμα τα σχέδια και χρησιμοποίησε αποτελεσματικά την υποδομή, που κληρονόμησε από τον Φίλιππο.

Δικαίως ο Διόδωρος πιστεύει ότι ο Φίλιππος ενώ «παρέλαβε τη μοναρχία με τις λιγότερες προϋποθέσεις, δημιούργησε τη σημαντικότερη Ελληνική μοναρχία» κι ο ίδιος ο Φίλιππος ασφαλώς πίστευε ότι μπροστά του είχε ακόμη περισσότερη εξουσία, ακόμη περισσότερη δόξα και ότι δεν είχε ανάγκη από δορυφόρους, διότι «τον προστάτευε η αγάπη των Ελλήνων». Γι’ αυτό έκανε θριαμβευτική είσοδο στο θέατρο φορώντας λευκό ιμάτιο με τους δορυφόρους να ακολουθούν σε απόσταση. Ενώ το πλήθος τον επευφημούσε και τον μακάριζε, διέταξε να τον πλησιάσουν οι εταίροι και τότε ο Παυσανίας βρήκε την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση.

Όρμησε στον αφύλαχτο Φίλιππο και τον σκότωσε με μία «κελτική μάχαιρα». Οι άλλοι σωματοφύλακες του Φιλίππου και ανάμεσά τους οι Λεοννάτος, Περδίκκας και Άτταλος, καταδίωξαν το δολοφόνο, ώσπου μπλέχτηκε το σανδάλι του σε ένα κλήμα και οι περί τον Περδίκκα πρόλαβαν και τον έσφαξαν. Όπως ήταν αναμενόμενο, από πολύ νωρίς αναπτύχθηκε έντονη φιλολογία περί των πιθανών συνωμοτών στη δολοφονία του Φιλίππου. Από μία σειρά αναφορών στις αρχαίες πηγές, τις οποίες θα δούμε στη συνέχεια, φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Φιλίππου.

Ο Πλούταρχος λέει ότι «η Μακεδονία προσέβλεπε στον Αμύντα και στα παιδιά του (Λυγκηστή) Αερόπου», δύο από τα οποία, ο Ηρομένης και ο Αρραβαίος, εκτελέσθηκαν ως συνωμότες αμέσως μετά τη δολοφονία του Φιλίππου. Ο τρίτος γιος, ο Αλέξανδρος, έπεισε τον διάδοχο ότι δεν είχε συμμετάσχει στη συνωμοσία, ενώ την ίδια στιγμή έστελνε επιστολή στο Μεγάλο Βασιλέα, με την οποία ζητούσε τη βοήθειά του για να καταλάβει το θρόνο της Μακεδονίας και προσέφερε τα απαραίτητα ανταλλάγματα.

Την επιστολή επέδωσε στο Δαρείο ο αυτόμολος εταίρος Αμύντας του Αντιόχου, ο οποίος μάλλον είναι ο Αμύντας του Πλούταρχου, που πριν τη μάχη της Ισσού εμφανίζεται να συμβουλεύει το Δαρείο να παραμείνει στους Σώχους και να μην μπει στην Κιλικία. Είναι σαφές ότι ο Φίλιππος δεν ήταν πλήρως αποδεκτός από τη Μακεδονική αριστοκρατία, διότι ήταν πολύ ισχυρός και είχε περιορίσει τις εξουσίες της, και εκτός από τους παραπάνω αντιφρονούντες βρίσκουμε άλλους δύο, προφανώς εξέχοντες εταίρους, αυτόμολους στο Περσικό στρατόπεδο, τους γιους του Αρραβαίου, Αμύντα και Νεοπτόλεμο.

Απ’ όλους αυτούς τους αντιπάλους του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, ο μεν Λυγκηστής Αλέξανδρος συνελήφθη, όταν αποκαλύφθηκε η επικοινωνία του με το Δαρείο, και αργότερα εκτελέσθηκε, ο δε Αμύντας του Αντιόχου μετά τη μάχη της Ισσού διέφυγε στην Αίγυπτο, όπου σκοτώθηκε σε κάποια συμπλοκή με τους ντόπιους. Για τους γιους του Αρραβαίου γνωρίζουμε ότι πολέμησαν στην Αλικαρνασσό στο πλευρό των Περσών και ότι ο Νεοπτόλεμος σκοτώθηκε σ’ εκείνες τις επιχειρήσεις, αλλά για τον αδελφό του, τον Αμύντα, δεν γνωρίζουμε τίποτα.

Εκτός από τους αντιπαθούντες το Φίλιππο εταίρους, υποψίες για ανάμιξη στο φόνο έπεσαν και στην Ολυμπιάδα και στον Αλέξανδρο. Η Ολυμπιάς μάλλον είχε θυμώσει επειδή έπαψε να είναι βασίλισσα και οπωσδήποτε είχε εξοργισθεί επειδή κινδύνευαν τα δικαιώματα του γιου της στο θρόνο, ενώ η απώλεια του Φιλίππου ως συζύγου δεν φαίνεται να την ενόχλησε ιδιαίτερα. Ο Αλέξανδρος πράγματι ανησυχούσε για τα δικαιώματά του στο θρόνο και μάλλον ήταν αποφασισμένος να τον διεκδικήσει, αφού μετά την παρεξήγηση στο γαμήλιο δείπνο κατέφυγε στους πάντοτε υπολογίσιμους εχθρούς της Μακεδονίας, τους Ιλλυριούς.

Λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία του Φιλίππου, η τελευταία σύζυγός του, η Κλεοπάτρα είχε γεννήσει ένα παιδί, που άλλοι αρχαίοι ιστορικοί αναφέρουν ως αγόρι και άλλοι ως κορίτσι. Αν ήταν αγόρι, τίποτα δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να ανακηρυχθεί βασιλιάς με επίτροπο τον Άτταλο, που δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις με τον Αλέξανδρο. Αν ο Φίλιππος ζούσε κι άλλο, ένας ενήλικος γιος του από την Κλεοπάτρα θα ήταν εξίσου γνήσιος με τον Αλέξανδρο, επιπλέον θα ήταν 100% Μακεδόνας και όχι 50% Μακεδόνας και 50% Μολοσσός, όπως ο Αλέξανδρος, και συνεπώς θα μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο από καλύτερη θέση, επιπλέον δε θα συσπείρωνε γύρω του τους αντιπαθούντες τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο εταίρους.

Εν ολίγοις το 335 π.Χ. ενώ ο Αλέξανδρος δεν ήταν βέβαιος ότι θα κατελάμβανε το θρόνο της Μακεδονίας, μπορούσε να είναι βέβαιος ότι η πάροδος των ετών θα μείωνε ακόμη περισσότερο τις πιθανότητές του. Ο Ρωμαίος ιστορικός Ιουστίνος, που διακρίνεται για τη μικρή αξιοπιστία και την ιδιαίτερη κλίση στη συνωμοσιολογία, μας δίνει μία εικόνα των φημών, που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη. Λέει ότι η Ολυμπιάς και ο Αλέξανδρος προέτρεψαν τον Παυσανία να εκδικηθεί το πάθημά του δολοφονώντας τον Φίλιππο και ότι η Ολυμπιάς μερίμνησε να υπάρχουν άλογα στις εξόδους του θεάτρου για τη διαφυγή του.

Μόλις πληροφορήθηκε τη δολοφονία, επέστρεψε αμέσως (προφανώς από την Ήπειρο) δήθεν για να θρηνήσει και στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι το δολοφόνο, που ήταν ακόμη πάνω στο σταυρό (άρα λέει ότι τον εκτέλεσαν αργότερα και δεν τον έσφαξαν επί τόπου). Μετά από μερικές ημέρες αποκαθήλωσε το πτώμα του Παυσανία και «το αποτέφρωσε πάνω στα υπολείμματα του συζύγου της». Στο συγκεκριμένο σημείο ο Ιουστίνος δεν φαίνεται να κάνει εντελώς λάθος. Στην οροφή του τάφου του Φιλίππου στις Αιγές (Βεργίνα) πράγματι βρέθηκαν ίχνη νεκρικής πυράς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα αυτό αποτελούσε επικήδεια προσφορά προς το Φίλιππο και όχι τιμή προς τον Παυσανία.

Εν συνεχεία η Ολυμπιάς φέρεται να ανήγειρε τάφο για τον Παυσανία και να έσπειρε προκαταλήψεις στους Μακεδόνες, ώστε εφεξής να του προσφέρουν όλες τις νεκρικές τιμές, ενώ με το αρχικό της όνομα, Μυρτάλη, αφιέρωσε το φονικό όπλο στον Απόλλωνα. Η Ολυμπιάς διέταξε ακόμη να σκοτώσουν την κόρη της Κλεοπάτρας μέσα στην αγκαλιά της και υποχρέωσε την αντίζηλό της να αυτοκτονήσει δι’ απαγχονισμού, όμως σε άλλο σημείο ο ίδιος ιστορικός λέει ότι ο Αλέξανδρος διέταξε τη δολοφονία του παιδιού της Κλεοπάτρας, που ήταν αγόρι και λεγόταν Κάρανος. «Όλα αυτά (η Ολυμπιάς) τα έκανε τόσο απροκάλυπτα, σαν να φοβόταν μήπως η δολοφονία δεν θεωρηθεί δικό της έργο».

Ο Πλούταρχος λέει ότι ο Παυσανίας φέρεται να ενημέρωσε τον Αλέξανδρο για την προσβολή και να πήρε ως απάντηση ένα στίχο από τη Μήδεια του Ευριπίδη, που έμμεσα τον προέτρεπε να σκοτώσει το Φίλιππο, την Κλεοπάτρα και τον Άτταλο. Ωστόσο πιστεύει ότι η Ολυμπιάς επωφελήθηκε από κάποια απουσία του Αλεξάνδρου, για να σκοτώσει την Κλεοπάτρα. Από τους Έλληνες ιστορικούς γενικά δεν γίνεται πιστευτή η ενοχή της Ολυμπιάδας και του Αλεξάνδρου στη συνωμοσία, αν και αναφέρουν ακροθιγώς του σχετικούς ψιθύρους, που κυκλοφορούσαν και τους οποίους ο Αλέξανδρος φρόντισε να εξαλείψει αργότερα, κατά την επίσκεψή του στο μαντείο του Άμμωνα.

Αλλά κι ο Ιουστίνος σε μία από τις αλληλοαναιρούμενες θέσεις του λέει ότι ο Αλέξανδρος σκότωσε «στον τάφο του Φιλίππου όλους όσους είχαν αναμιχθεί στη δολοφονία του», χωρίς να θεωρεί τον Αλέξανδρο ως συνεργό. Οι Πέρσες πανευτυχείς με τις εξελίξεις στα μετώπισθεν του εισβολέα τους, έστειλαν επιστολές σε εχθρούς και φίλους, με τις οποίες γνωστοποιούσαν ότι η δολοφονία του Φιλίππου ήταν δικό τους έργο. Οι κομπασμοί της Περσικής διπλωματίας και η αβεβαιότητα τόσο στη διαδοχή στο Μακεδονικό θρόνο, όσο και στη διατήρηση της Ηγεμονίας της Ελλάδος, έπεισαν τον Πιξώδαρο ότι η Μακεδονία δεν άξιζε για συμμαχία και συγγένεια μαζί του.

Έτσι προσέφερε την κόρη του στο σατράπη Οροντοβάτη και την πίστη του στο Μεγάλο Βασιλέα. Πανευτυχείς έγιναν και οι Αθηναίοι μόλις πληροφορήθηκαν τη δολοφονία του Φιλίππου. Έκαναν δημόσιες θυσίες ευχαριστώντας τους θεούς, ψήφισαν να στεφανωθεί μεταθανατίως ο Παυσανίας και ξέσπασαν σε πάνδημους πανηγυρισμούς. Η ανακούφισή τους από το θάνατο του Φιλίππου ήταν ανάλογη του πανικού, που τους προκαλούσε όσο ζούσε.

Με τη νίκη του στη Χαιρώνεια τους είχαν υποκύψει στις διεκδικήσεις του και επιπλέον να τον είχαν ανακηρύξει επίτιμο δημότη της Αθήνας, στο δε θέατρο των Αιγών να τον είχαν στεφανώσει με χρυσό στεφάνι και είχαν δηλώσει ότι ο τυχόν φονιάς του δεν θα εύρισκε άσυλο στην πόλη τους.

http://greekworldhistory.blogspot.gr/

Leave A Response