Οι καλοντυμένες γραίες στο μετρό

που βλέπουν δύο νεαρές να καπνίζουν: «Τόσα και τόσα πήραμε, το ηλεκτρονικό τσιγάρο δεν θα πέρναμε; Αν θέλαμε, βεβαίως. Δεν θέλαμε και δεν το πήραμε, πρωί-πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι»;

Σύντομο ανέκδοτο, εκ του φυσικού αντιγεγραμμένον. Αι δύο καλοντυμένες, καλοβαμμένες, καλοβαλμένες, αλλά καθόλου καλωσυνάτες γραίες, παρατηρούν επιτιμητικά μίαν μάλλον ατημέλητον νεαράν, αχτένιστον και άβαφον, που λες και μόλις έχεις σηκωθεί από ερωτική κλίνην (αδιανόητον – σκάνδαλον – απαράδεκτον! Να κυκλοφορείς έτσι «σαν της τρελής τα μαλλιά», πρωί πρωί που πάει ο κόσμος στη δουλειά του)… την κοιτούν λοιπόν έκπληκτες κι εμφανώς θιγμένες να στρίβει αρειμανίως τσιγάρο (ένας βαρύς καπνός που βρωμάει από χιλιόμετρα «σκέτη ασβουνιά» λέει η μία στην άλλη, δυνατά) και να μην τους δίνει, βεβαίως, καμία σημασία. Εεε, τότε, αφού περάσουν λίγα λεπτά αμηχανίας, γυρίζει η μία στην άλλη (η πλέον νταρντάνα και χαμηλοστήθα) και της λέει με στεντορείαν φωνήν και κάπως εκδικητικά, σα να θέλει να πάρει το αίμα της πίσω: «Τόσα και τόσα πήραμε, το ηλεκτρονικό τσιγάρο δεν θα πέρναμε; Αν θέλαμε, βεβαίως. Δεν θέλαμε και δεν το πήραμε, πρωί-πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι»; Η ερώτησις ακριβώς ποία ήτο; Εάν υπήρξε ποτέ ερώτησις. Ως και να εχρειάζετο. Σας αφήνω εσάς αναγνώστες μου, με την απαράμιλλον κακεντρεχήν κι αδέκαστον φαντασίαν σας, να συμπληρώσετε τον χαμένον τούτον διάλογον καθημερινής μικρότητος και ανίας, πριν ενσκήψει η άνοια – ευτυχώς – και τα ισοπεδώσει όλα. Όχι, δεν κάνουμε κουτσομπολιό εδώ. Μην μας παρεξηγήσουνε. «Κοινωνική κριτική» κάνουμε. Έτσι το λένε τώρα, το χιούμορ το καυστικόν και θαφτικόν.

– Τις φαγάνες μέσα!.

– Παρκάρετε τους εσκφαφείς και αφιππεύσατε παρακαλώ.

– Δεν είναι όλοι σαν τα μούτρα σας.

– Μην κρίνετε ίνα μη κριθείτε.

– Και λίγη αγάπη, επιτέλους.

Το τελευταίο με έπεισε, με συγκίνησε. Και σταματώ επιτέλους. Για σήμερα. Μην κάνετε όρεξη. Και μην χαίρεστε, πριν την ώραν σας. Μετά την απομάκρυνσιν εκ του πληκτρολογίου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.\

 

 

 

Leave A Response