Η αντρογυναίκα η θεριακλού, η Μπουμπουλίνα

Η αντρογυναίκα η θεριακλού, η Μπουμπουλίνα

Στο σπίτι της ηρωίδας του προηγουμένου διηγήματος, γνώρισα και την εν λόγω αντρογυναίκα, θεριακλού, Μπουμπουλίνα. Άσπονδες φίλες. Από αυτήν έμαθα τα άπλυτα (τα χιλιολερωμένα) της προγενεστέρας. Κυρία αυτή, όχι σαν την άλλη.

Δημοσία υπάλληλος (στο Πολεμικό Μουσείο), ζωντοχήρα μεγαλο-μαιευτήρα, άτεκνη [αυτή, όχι ο γιατρός, αυτός είχε κάνει παιδιά μετά το διαζύγιο, με την έμπιστη νοσοκόμα που τον συνόδευε σε όλα τα χειρουργεία, αλλά και στις εξετάσεις, αφού πολλές πελάτισσές του, μεγαλοκυρίες του Κολωνακίου κατά τα άλλα, πήγαιναν στον γυναικολόγο, όχι για να …κοιταχτούν, αλλά για να πηδηχτούν και του την …έπεφταν, του την …έπαιζαν, τι να πω, δεν ξέρω. Έτσι κι αυτός βρήκε το κόλπο να συνοδεύεται πάντα από την έμπιστή του νοσηλεύτρια, ώστε να μην παίρνουν θάρρος οι πελάτισσες. Σιγά που δεν θα έπαιρναν εκείνες! Κωλώνουν τα αλάνια; Δεν κωλώνουν, βέβαια. Ίσα-ίσα που ζητούσαν ανωμαλίες και παρτούζες και τριολέ, παρουσία ζώων, μάλιστα! Όπως τα ακούτε κι όπως τα διαβάζετε. Ο τύπος βέβαια ήταν μούτρο, αλήτης, χαρτοπαίχτης, νταβατζής κι έμπορος νεογνών. Είχε βουίξει η Αθήνα για την κλινική του. Μέχρι και φαρμακείο είχε στο ισόγειο, που πωλούσε (είσοδος από την πίσω πόρτα, φυσικά), ψεύτικες κοιλιές για τα ανεμογκάστρια και τις υποθετικές εγκυμοσύνες, έτσι που να μπορεί να εμφανίσει μετά στο σπίτι ως δικό της η στείρα το αγορασμένο ή απαχθέν νεογνό. Τι ανακρίσεις, τι δημοσιεύματα, τι καταγγελίες! Μέχρι και συμπλοκές συμμοριών εγένοντο έξω από από το ευαγές αυτό ίδρυμα του Λυκαβηττού (και Ριζάρη γωνία). Αλλά τι τα θέλεις; Όποιου του μέλλει να πνιγεί δεν πάει από βόλι. Από καρκίνο πήγε ο κακομοίρης στα πενήντα (ψέματα! είχε πατήσει τα εξήντα προ πολλού). Την αμύθητη περιουσία του κληρονόμησε η αδίστακτη νοσοκόμα που είχε γεμίσει το Κολωνάκι εξώγαμα επωνύμων ανδρών και γυναικών της καλής Αθήνας. «Τότε δεν υπήρχε βλέπεις το τεστ DNA, η μοιχεία ήταν παράνομη και τα προφυλακτικά στην αχρησία». Τέτοια έλεγε η Μπουμπουλίνα στην …Βρεσ-πούτσα (έτσι λέγανε την προηγούμενη ηρωίδα μας – από πού άραγε βγήκε το δεύτερο συνθετικό; απορώ κι εξίσταμαι – σχήμα λόγου).

Όμως κάποια μέρα ήρθε η ώρα να μας αραδιάσει και τις δικές της τις πομπές. Είχε πάει λέει διακοπές στην Ελαφόνησο (ήταν ακόμα παντρεμένη με τον τρισκατάρατο μουρντάρη) και της γυάλισε ένας σιτεμένος ψαράς και την κούνησαν …και την αχλαδιά και την βυσσινιά και την βερικοκιά. «Μες σ’ αυτή τη βάρκα είμαι μοναχή…», που τραγουδούσε η συχωρεμένη σταρ (ερωμένη του πρίγκιπος) που της είχε κλέψει (της Βρεσπούτσας) το τεκνό στο προηγούμενο διήγημα…

Όμως η γηραιά σταρ, που ήταν κι ανθηρόστομη, δεν της το χάρισε της φίλης της (της Μπουμπουλίνας), δεν το άφησε να πέσει κάτω: «Καλά, μωρή, τι σου βρήκε εσένα; Με τραβεστί πήγαινε ο αρειμάνιος βαρκάρης;». Είναι αλήθεια δεν υπήρχε άλλη που να συναγωνίζεται τη Μπουμπουλίνα σε …ανδρισμό. Μέχρι και μουστάκι έτρεφε και το χτένιζε κιόλας. Όσο για φωνή, ήταν τόσο μπασαδούρα που θα μπορούσε να δουλεύει κράχτης σε νυχτερινά κέντρα, στην Τρούμπα, τη χρυσή εποχή (επί χούντας) που οι πόρνες έβγαιναν γυμνόστηθες, σήκωναν τη φούστα και κάθονταν πάνω στο παλαμάρι του βαρκάρη, του ναυτικού, του λιγούρη.

Όχι, το πήρε πολύ βαριά το υπονοούμενο για την ανύπαρκτη θηλυκότητά της η Μπουμπουλίνα και δεν ξαναμίλησε στη Βρεσπούτσα. Γίνανε από δυο χωριά χωριάτισσες. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ κι έσβησε η μία το όνομά τής άλλης από το καρνέ της. Εννοείται πως εγώ έμεινα με το μέρος της ντίβας, γιατί είχε χιούμορ, ήταν σοφή και με διασκέδαζε διδάσκοντάς με την πραγματική ζωή [όχι αυτή που περιγράφουν τα βιβλία των κρυόκωλων γραφιάδων]. «Άκου να δεις, Νικόλαέ μου [έτσι με φώναζε, γιατί νόμιζε πως είμαι η ενσάρκωση του τσάρου Νικολάου του Πρώτου, της Ρωσίας – η καημένη, το είχε χάσει στο τέλος]…Άκου να δεις, Νικόλαε, μην κοιτάς τώρα που μεγάλωσα και με γνώρισες ως Grande-dame. Αν σε είχα γνωρίσει στα νιάτα μου θα σε είχα ξετσιμπουκιάσει. Κόμματος είσαι. Μπουκιά και συχώριο. Παρ’ όλο που έχεις τα παραπανίσια κιλάκια σου. Κι ο …Πουτσάς τα έχει, αλλά είναι κούκλος, ακόμα και τώρα, που διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του… Παντρεύτηκε μάλιστα πέρυσι. Κι έχει γιο ενός έτους».

Εδώ διακόπτω την αφήγηση, γιατί συνειδητοποιώ πως αυτή η ιστορία με υπερβαίνει. Cut. Stop. End. Τίτλοι τέλους. Ουφ. Μα τι παρέες κάνω, εγώ ο άνθρωπος; Όμοιος ομοίω αεί πελάζει. Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στο λάχανο.

 

 

 

 

Leave A Response