«Ήταν φονιάδες, αλλά ωραίέέέέοιιιιιιιιιι»

«Ήταν φονιάδες, αλλά ωραίέέέέοιιιιιιιιιι»

Ήτανε κοντή, χοντρή, χοντροκώλα, αλλά βυζαρού, με κάτι μπαλκόνια νάάάά!!! – με το συμπάθειο – ήτανε έτοιμη για όλα κι όπου εύρισκε ψωλή καθόταν επάνω της, ανεξαρτήτως βαθμού συγγενείας (μέχρι και τον πρώτο εξάδελφό της ξεπέταξε παρεμπιπτόντως!), κοινωνικής τάξεως, ηλικίας, οικονομικής καταστάσεως, εξωτερικής εμφάνισης κ.λπ. Ήταν δημοκράτισσα η δικιά σου. Κι όταν ήρθε το σοσιαλιστικό κόμμα στην εξουσία, έγινε η επίσημη παρατρεχάμενη της μεγάλης πόρνης [στην κηδεία της είχε κρατήσει πρώτο τραπέζι πίτσα].
Γλεντζού, φαγού, γλωσσού, καπνίστρια (τσιμινιέρα τον είχε κάνει τον φάρυγγά της), σεξομανής από τις πρώτες κι αμοραλίστρια. Μέχρι και με έναν γιο της που είχε παραπετάξει στο ορφανοτροφείο αμέσως μετά το ομφαλοκόψιμο έκανε παιδί. Κι όταν αποδείχτηκε η κοντινή τους συγγένεια, εκείνος μεν εξεμάνη και την έσπασε στο ξύλο, εκείνης δε, δεν την κάηκε καρφάκι. Έδεσε τις πληγές της κι εξόρμησε για νέες περιπέτειες. Αμ πως; Τυχαία γίνονται οι άνθρωποι σταρ. Στην Κατοχή, στη Γερμανική Κατοχή του 1940 (εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ) είχε σπιτώσει η καλή σου στο Κολωνάκι τον επικεφαλής αξιωματικό των SS, φυσικά και έγινε ερωμένη του (σιγά που θα της ξέφευγε ο κούκλος!), αλλά τα είχε ταυτόχρονα και με τον αντιστασιακό Τσιγάντε. Το πώς απέφυγε το θάνατο ούτε και η ίδια ξέρει. Γλίτωσε όμως κι από το εκτελεστικό απόσπασμα πολλούς συναδέλφους της ηθοποιούς, ειδικά αν ήταν άντρες, πρόθυμοι και διαθέσιμοι. Όχι, δεν είχε προβλήματα αυτή. Στο ένα δωμάτιο αυτή με το σύζυγο και το μωρό στην κούνια, στο άλλο ο Γερμαναράς γκόμενος, με τους αντιστασιακούς στις γιάφκες και πίσω από τα χαρακώματα, η Ρωμιά Μάτα Χάρι. Όχι παίζουμε. Τότε ήταν που είχε πει την καταπληκτική φράση στον ζωγράφο-μπογιατζή του προηγούμενου διηγήματος: «Είναι φονιάδες, αλλά ωραιέέέέέοιιιιιιιιιιιι!!!». Εκείνος πάλι, όταν τον σταμάτησε μια γερμανική περίπολος για εξακρίβωση στοιχείων [είχε πάει θέατρο η δικιά σου, παρά την απαγόρευσιν της νυκτερινής κυκλοφορίας] και τον ρώτησε ο γερμανοτσολιάς μεταφραστής: «Μήπως είστε, κύριε, της Αντιστάσεως;». «Όχι καλέ», απάντησε αυτός χωρίς καν να το σκεφτεί: «Εγώ είμαι της αμέσου παραδόσεως, λίγο πιο πάνω μένω, σ’ ένα δώμα, πάμε για να ξεχαρμανιάσεις χρυσέ μου, να ξεφορτώσεις τα υγρά σου, να σε ζωγραφίσω κιόλας;». Έσκασαν όλοι στα γέλια, όμως είδαν και χαρά στα σκέλια τους κι έγινε κι αυτός πληροφοριοδότης των Ναζί, αλλά χωρίς να είναι και διπλός πράκτορας. Πού να τρέχει τώρα; Ήταν τεμπέλα και διαβητικιά. Το ζάχαρο φταίει για όλα. Πήγαινε με αυτούς που τον τρατάρανε γλυκά, όχι μπομπότα και ψωμί από χαρούπι (κοινώς ξυλοκέρατο!).

            Η δικιά σου όμως η ντίβα, η θεατρίνα ντε!, συνέχισε ακάθεκτη και στον εμφύλιο και μετά στη χούντα την πεολατρική δράση της. Έφτασε μάλιστα να σπιτώσει ένα ανήλικο τεκνό από τα Ταμπούρια στην γκαρσονιέρα της στην Πατριάρχου Ιωακείμ και τον μεγάλωσε τον γκόμενο μαζί με τον νόμιμο γιο της (είχαν την ίδια ακριβώς ηλικία). Εν τω μεταξύ, ο σύζυγος, την είχε αφήσει για να παντρευτεί μια σταρλετίτσα (κούκλα, ατάλαντη, αλλά πολύ καλός άνθρωπος – χρυσή ψυχή!). Όμως δεν τον ξέχασε τον πρώτο και μοναδικό σύζυγο της ζωής της και πατέρα του μοναδικού νόμιμου παιδιού της (μέχρι και διευθυντή της Λυρικής Σκηνής τον διόρισε όταν η κολλητή της πουτάνα ήταν στα μέσα και στα έξω).

            Τελικά, και το τεκνό την πρόδωσε. Παντρεύτηκε τη συνομήλική του εκκολαπτόμενη σταρ (ερωμένη του τότε πρίγκιπα και κατοπινού βασιλιά) κι έγιναν διάσημοι και πλούτισαν κι έκαναν δικό τους θίασο και πήραν και την καημένη την πεορουφήχτρα να φάει ένα κομμάτι ψωμί δίπλα τους (τέτοια ανωτερότητα επέδειξαν όλοι τους). Εν τω μεταξύ οι παρτούζες έδιναν κι έπαιρναν. Ο γιος της ντίβας έφυγε για να σπουδάσει στην Αμερική, έγινε γιατρός κι έριξε μαύρη μέτρα πίσω του. Μόνο στην κηδεία της μάννας του εμφανίστηκε να πει έναν άθλιο επικήδειο, να το παίξει τρελός Άμλετ – πρίγκιπας της Δανιμαρκίας και να μου απαγορέψει να γράψω βιβλίο για τη μάννα του, προκειμένου να αποφύγει τη διαπόμπευσή της στην αιωνιότητα. Πούλησε όλη την περιουσία κοψοχρονιά, μέχρι κι έναν άγνωστο πρώιμο πίνακα του Ελ Γκρέκο σκότωσε κατά λάθος στο Μοναστηράκι, κι ερχόταν απλώς μία φορά το χρόνο για να εισπράξει τα δικαιώματα από τις ταινίες, τόσο της μάννας του όσο και του πατέρα του, αλλά και της δεύτερης συζύγου του πατέρα του (της σταρλετίτσας με τα ωραία μάτια και την ψυχή μπαξέ), που τον είχε αγαπήσει και τον είχε σα δικό της παιδί η στέρφα.

            Ουφ! Τα είπα και ξεθύμανα. Συχωρεμένοι να ‘ναι όλοι τους. Κι αν κάποιοι από τους ανθρώπους δεν μπορούν να τους δώσουν άφεσιν αμαρτιών, εεε, ας τους συγχωρήσει ο θεός. Η δουλειά του είναι, στο κάτω-κάτω. Ήμαρτον Παναγία μου! Τι γράφω ο άνθρωπος για να μην ζήσω! Πλάκα-πλάκα, θα είχα χεστεί στο τάληρο, έτσι και είχα βγάλει τη βιογραφία της ντίβας όπως μου την είχε υπαγορέψει στο μαγνητόφωνο, από ευγνωμοσύνη που της στάθηκα στα γεράματά της, όταν είχε πια τυφλωθεί και πήγαινα κάθε απόγευμα και της διάβαζα (ήταν πολύ μορφωμένη – από εφτά γλώσσες μετάφραζε!). Λίγο καιρόν πριν πεθάνει, ανήμερα της ονομαστικής μου εορτής, μου χάρισε μάλιστα το δαχτυλίδι του αξιωματικού των Ες-Ες να μην το βρει ο γιος της στη θυρίδα και φρικάρει. Μου εξομολογήθηκε μάλιστα, ότι πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια της Χούντας, είχε γυρίσει ο πρώην γκόμενός της με τη γυναίκα και τα παιδιά του στην Ελλάδα και ζήτησε να δει τη σπιτονοικοκυρά της Κατοχής, που του είχε εξασφαλίσει, στέγη και τροφή κι ένα ζεστό κρεβάτι κάθε βράδυ, τις ατέλειωτες κρύες νύχτες του χειμώνα. Και συναντήθηκαν όλοι αυτοί μαζί και φιλιώσανε και συχωρέθηκαν και περάσανε αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα. Αν δεν έχεις εσύ ο ίδιος πρόβλημα με τον εαυτό σου, κανένας άλλος δεν μπορεί να σου το προκαλέσει. Κι ας έχεις κάνει τα αίσχιστα. Who cares? Εδώ ο κόσμος χάνεται… Όπως πάντα. Πάντα χανόταν ο κόσμος και πάντα ξεσκιζόταν ασύστολα. Κι ας σταυροκοπιούνται οι θεούσες! Αυτή είναι η απλή, γυμνή, στυγνή αλήθεια. Μόνον οι έτοιμοι για όλα επιβιώνουν. Και παραμένουν πάντα στον …αφρό του βάλτου της καλής κοινωνίας που φλερτάρει με τον υπόνομο του υποκόσμου. Αμήν. Μα τι λέω ο άθλιος; Ξέφυγα. Εξώκειλα. Ο γιαλός είναι στραβός ή εμείς στραβά αρμενίζουμε; Ρητορική η ερώτησις. Δεν χρειάζεται να μου απαντήσετε. Αααα, κι επειδή τον συνάντησα συχνάκι και πλειστάκις το γιο της σε κεντρικά αθηναϊκά βιβλιοπωλεία να ψάχνει με τον αρμόδιο υπάλληλο στο κομπιούτερ αν έχει γραφτεί κάτι για τη μάννα του, σας δηλώνω ευθαρσώς και μετά λόγου γνώσεως ότι «Πάσας ομοιότης με πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις είναι εντελώς – μα εντελώώώώώςςςςςςςςς – συν-πτω-μα-τι-κή! Εξάλλου, αυτό το πόνημα προορίζεται για ιδιωτική χρήση. Για εμένα και τους φίλους μου (φύλους μου). Μερικές χιλιάδες, δηλαδή. Εντός εμπορίου (πωπωπω, θα μας ακούσει κι η Εφορεία. Καήκαμε!@%$#$&^*&*).

 

Leave A Response