Τα τραίνα που δεν φύγανε

Τα τραίνα που δεν φύγανε

Ο αρχετυπικός φόβος της βροχής καταλαγιάζει στο μεταλλικό κουβούκλι του τραίνου. Όχι όμως κι ο φόβος του αέρα, του ανέμου, του ανεμοστρόβιλου που απειλεί να σε γκρεμίσει από τα Τέμπη στα θολά νερά του Πηνειού, στο ύψος εκείνο της γέφυρας που βγάζει στο θαυματουργό νερό της Αγίας Παρασκευής.

Κάθε φορά που πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη προτιμώ το τραινάκι, κι ας είναι γεμάτο με στρατιώτες, μετανάστες, βαλκάνιους. Μου αρέσει ν’ ακούω αυτή την πανσπερμία γλωσσών που έχω μάθει να καταλαβαίνω το αδιόρατο νόημά τους, κάπου εκεί βαθιά, στο υπόστρωμα όπου όλες οι γλώσσες του κόσμου συναντιούνται στον υδροφόρο ορίζοντα της Λεμουρίας, πριν τον Πύργο της Βαβέλ.

Πιάνω συχνά κουβέντα με τους συνεπιβάτες. Παίζω με τα σκυλιά, ανταλλάσσω συνωμοτικές ματιές με τα γατιά τους, ακούω τις ιστορίες των ανθρώπων, δίνω κάποιες συμβουλές για ώρα ανάγκης, τις μεταπλάθω και τις μεταφέρω στα γραπτά, μαρτυρία της εποχής αναπότρεπτη.

Απέναντί μου κάθεται η Μπέρνη. Θα κατεβεί στη Λάρισσα. Για να δει τη μάννα και την αδελφή της. Αρχόντισσα σωστή. Ακομπλεξάριστη κι απλή. Με τρία διδακτορικά από πανεπιστήμια της Ιταλίας και των Παρισίων, δημοσιογράφων και πεζογράφος καταξιωμένη, θρήσκα εκ γενετής κι ανοικτό μυαλό όσο δεν παίρνει άλλο.

«Που λες, λοιπόν, Όμηρέ μου, όταν ήμουν παιδί στη Λάρισσα και πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, μας φέρνανε συχνά εκδρομή στα Τέμπη και σταματούσαμε με το ποταμόπλοιο στο αγίασμα της Αγίας Παρασκευής για να γεμίσουμε τα παγουράκια μας».

«Το ξέρεις ότι το ασκητήριον της Αγίας Παρασκευής είναι σε ένα εκκλησάκι στον Περιφερειακό της Ακρόπολης;», τη διακόπτω.

«Όχι, δεν το ξέρω. Όταν γυρίσουμε στην Αθήνα θα με ξεναγήσεις. Μια Κυριακή του χειμώνα, σκοτεινή και μουχλιασμένη που δεν θα μπορούμε να κολυμπήσουμε στη θάλασσα».

«Σύμφωνοι. Τι έλεγα; Α, ναι. Θα πρέπει να ήμουνα στην έκτη δημοτικού. Μεγάλο κορίτσι, αλλά σοβαρό. Δεν είχα μπει ακόμα στην εφηβεία, σαν κάτι άλλες, ξεπεταγμένες – Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου! – και ήμουν τύπος και υπογραμμός. Ο πατέρας μού είχε χαρίσει γυαλιά ηλίου εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές (σα να λέμε τετρακόσια ευρώ σήμερα! Όχι, πιο πολλά! Τι λέω;)… Τα φόρεσα κι εγώ, πήρα το σάντουιτς που μοιραζόμουνα πάντα με τις συμμαθήτριές μου (αλλά μια φορά που χρειάστηκα κι εγώ τη βοήθειά τους, αυτές μου γύρισαν την πλάτη, όλες, μα όλες!)… πήρα και το παγουράκι μου να το γεμίσω αγιασμό και στήθηκα σε μια τεράστια ουρά με τις άλλες… Είναι περίεργο, συνήθως μόνο γυναίκες έβλεπες σε τέτοια μέρη και λίγους γέρους, σπανίως… Κάποια στιγμή όμως αγανάκτησα. Μας χτύπαγε κι ένας ήλιος με δόντια. Ντάλα μεσημέρι. Είχα ξεχάσει το καπελάκι μου. Αγανάκτησα. Νόμισα ότι θα πέσω κάτω λιπόθυμη. Άκουσα λοιπόν τον εαυτό μου να λέει – μισοφωναχτά, μισο-κατ’ ιδίαν – “ποιος ξέρει τι περιμένουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που περιμένουν εδώ στη σειρά για να βάλουν λίγο νεράκι, και δεν ξέρουμε καν αν είναι αγίασμα πραγματικό!”. Αμέσως, μ’ έναν μαγικό τρόπο ήρθε η σειρά μου, σα να μην κατάλαβα το πέρασμα του χρόνου και βρέθηκα στην κορυφή της ουράς, έσκυβα στη γούρνα να γεμίσω το παγουράκι και τα καινούργια μου γυαλιά έπεσαν μέσα! Πριν προλάβω να σκύψω να τα περιμαζέψω ένας ρούφουλας μυστικός, κάτι σαν σίφουνας τα τράβηξε με δύναμη στο βάθος του πηγαδιού. “Συγχώρεσέ με, Αγία μου Βαρβάρα”, σκέφτηκα. “Αν σε πρόσβαλλα, σου ζητώ συγγνώμη, αν βλαστήμησα, παρακαλώ το Θεό να με συγχωρέσει”. Δεν πρόλαβα ν’ αποσώσω το λόγο μου και τα γυαλιά βγήκαν – ως εκ θαύματος – στην επιφάνεια, ακριβώς μπροστά στο χέρι μου. Τα φόρεσα ανακουφισμένη, το παγουράκι μου είχε γεμίσει, οι επόμενοι, που περίμεναν υπομονετικά, μου χαμογέλασαν κι η Αγάπη φώτιζε το πρόσωπό τους… Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα. Ήταν το προσωπικό μου θαύμα, της Αγίας Παρασκευής, βοήθειά μας!».

Καλά και τ’ αεροπλάνα, αλλά στα τραίνα γνωρίζεις και κόσμο. Η επόμενη ιστορία είναι περισσότερον σοκαριστική. Τον γνώρισα σε ένα άλλο ταξίδι, γυρνώντας από Θεσσαλονίκη. Τυπικός ομοφυλόφιλος, από αυτούς που μετράνε τις κατακτήσεις τους με τις χιλιάδες, κάθησε απέναντί μου, με τα πόδια ανοικτά, προκλητικά και με τον μέσο δάχτυλο του δεξιού του χεριού κάτω χαμηλά. Η αδιαφορία που εισέπραξε τον προσέλαβε. Το πήρε προσωπικά. Ηττήθηκε κατά κράτος. Αποφάσισε λοιπόν να με σοκάρει. Για να μου δείξει άραγε τι; Την ξετσιπωσιά του. Την αλαζονεία του; Το ενδιαφέρον της ζωής του; Εγώ ως καλός ακροατής καταγράφω το παραλήρημά του:

«Που λες, λοιπόν, φίλε… Μια φορά που ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη για δουλειές, πήρα το αυτοκίνητό μου. Οδηγώ ξέρεις επαγγελματικά. Έχω πάρει μέρος και σε ράλι…».

Αυτή η μυθομανία των αδελφών, είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο πάνω τους. Δεν πλήττεις ποτέ. Γυμνασμένη φαντασία, ασκημένο κέντρο λόγου. Θα έχει να κάνει με την πειθώ, ελλείψει κάλλους…

«Σταμάτησα στα Τέμπη για την ανάγκη μου. Εκεί λοιπόν που ξαλάφρωνα την ουροδόχο κύστη μου, να ‘σου ο νταλικιέρης που με διπλαρώνει. Ξέρεις όλοι αυτοί τζινάβονται… Κι οι ταξιτζήδες».

«Τι κάνουν;» απόρησα εγώ, ο αδαής, ο άμαθος από τα τεκταινόμενα του κόσμου τούτου.

«Παίρνονται, παιδί μου. Πώς το λένε; Καλά από πού σε φέρανε εσένα; Τώρα κατέβηκες από το βουνό; Μην μου πεις ότι δεν είσαι καν φορέας του aids! Δεν θα το πιστεύω».

Τον κοίταζα σα να είμαι εξωγήινος που μόλις εγκατέλειψε το διαστημόπλοιό του για να κάνει μια βόλτα στον πλανήτη Γαία. «Μπορεί να έφαγα κάτι και να με χάλασε σκέφτηκα. Τα ψάρια δεν τρώγονται δεύτερη μέρα στο ψυγείο. Μαζεύουν μύκητες». Εν τω μεταξύ είχα χάσει επεισόδια από το παραλήρημα της τρελής. Έπιασα το μύθο από το σημείο εκείνο του μίτου της Αριάδνης που βρήκα πρόχειρο μπροστά μου. Μην πάει ο νους σας στο κακό. Σχήμα λόγου είναι! Λογοτέχνης είμαι ο χριστιανός. Ένα παραμύθι προσπαθώ να στήσω.

«… Αυτός μού έσκασε το παραμύθι. Το και το. Με το νι και με το σίγμα, μου τα είπε: “Αν θες να δεις χαρά στα σκέλια σου στο αγίασμα της Αγίας Παρασκευής να κατέβεις. Αφού προσκυνήσεις, πέρνα από την εκκλησία. Πίσω από το παγκάρι – πού αλλού θα την έστηνε; – θα δεις τον λιμάρη τον Πακιστανό. Κλείστου το μάτι κι ακολούθησέ τον… Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψεις μόνος σου, στα ενδότερα του βράχου”. Αυτά που μου είπε ο πονηρός ο νταλικιέρης και με άφησε στήλη άλατος…».

«Σαν τη γυναίκα του Λωτ», είπα εγώ, έτσι για να πω κάτι και να δείξω ότι παρακολουθώ. Αυτός με κοίταξε με αποτροπιασμό, σα να μην καταλαβαίνει, και συνέχισε την αηδιαστική ιστορία του:

«Δεν ξέρω πώς βρέθηκα σε μια αποθήκη, πίσω από τις τουαλέτες και μετά σε μια αυλή στριμωγμένη στα βράχια, απέναντι από ένα κελί, που έμοιαζε προσκυνητάρι, όπου δέσποζε η εικόνα του Παντοκράτορα. Ο προκλητικός ο αλλόθρησκος, το άπιστο σκυλί, αφού με έγδυσε, κατέβασε κι αυτός το παντελόνι του και την ώρα που με λόγχιζε ο σάτυρος, πρόσεξα για πρώτη φορά ότι το ένα μάτι Εκείνου ήταν γλυκό και το άλλο αυστηρό, σαν κρεμασμένο και γέρικο από την Οργή Του. Τρόμαξα και ζήτησα συχώρεση από το Θεό για το αμάρτημά μου. Ήταν όμως αργά. Ο αλιτήριος, ο ιερόσυλος, που κακόχρονο να ᾽χει, μου έστριβε το κεφάλι – παραλίγο να μου το εξαρθρώσει – την ώρα που τελείωνε θριαμβικά και με λέρωνε. Εγώ πού να τελειώσω; Είχα κατατρομάξει και το πουλί μου είχε κρυφτεί βαθιά μέσα στη φωλιά του, από ντροπή… Από τότε δεν ξαναγύρισα ποτέ σ’ εκείνο το μέρος. Νά!!! Τώρα περνάμε από πάνω του. Δες!!!».

Σηκώθηκα ευγενικά, έκανα ότι κοιτάζω έξω από το παράθυρο το λασπωμένο ποτάμι, γύρισα διακριτικά στην πρώτη θέση και κλειδαμπαρώθηκα στην καμπίνα μου. Αποσβολωμένος. Σα να με είχε χτυπήσει κεραυνός. Και να είχα επιβιώσει. Ή μήπως όχι; Κάπως έτσι θα ένιωθαν η γυναίκα του Λωτ, η Ευριδίκη, η Άλκηστις (μετά την επιστροφή της από τον Κάτω Κόσμο, έχοντας επισκεφθεί το βασίλειο του Άδη με τις σκιές… Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αγαπώ πολύ τα τραίνα. Και τους ανθρώπους. Παρ’ όλα αυτά. Πάντα. Σχεδόν…

 

 

Leave A Response