Η μηλόπιττα στα σκουπίδια

Η μηλόπιττα στα σκουπίδια

Μπήκα που λέτε πρωί-πρωί στο ταξί για να πάω στη δουλειά μου («άτιμη κοινωνία»-«μισθωτή σκλαβιά»-«κάθε δουλειά με σκοπό το κέρδος είναι πορνεία») φορτωμένος με ένα σακίδιο ώμου (τόσα πολλά γυαλιά αλλάζω λόγω γκαβομάρας),

με μία χάρτινη τσάντα μανάβη γεμάτη (;) [τρόπος του λέγειν] φρούτα εποχής και μια σκληρή πλαστική σακούλα που περιείχε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι γεμάτο με ζεστό κι αχνιστό αφέψημα (χαμομήλι-τσουκνίδα-ταραξάκο-γαϊδουράγκαθο-αγγινάρα-αψιθιά-λουίζα-παπαρουνόσπορο-τσάι του βουνού και άλλα…). Κάθησα βεβαίως στο πίσω κάθισμα – λόγω όγκου αλλά και για να μην παραγνωριζόμαστε με τους ταξιτζήδες – και πρόσεξα ότι ο νεαρός, ατημέλητος οδηγός με τις σαγιονάρες, το πένθος στα νύχια και την χωριάτικη αδιακρισία με κοίταζε με περιέργεια μέσα από το καθρεφτάκι.

«Τι μυρίζει έτσι;» με κεραυνοβόλησε.

«Πάντως όχι η κολώνια μου», του αντέτεινα ετοιμόλογα και προετοιμασμένος για τα πάντα αφού καταφέρνω κι επιβιώνω σε αυτή τη χώρα εδώ και 53,5 χρόνια!!!

«Γιατί σας είδα να πετάτε κάτι στα σκουπίδια, πριν επιβιβασθείτε…», συνέχισε εκείνος απτόητος και με προσεγμένα ελληνικά. Θα ήταν κανένας πτυχιούχος ανωτάτης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής που ανέβαζε τον δείκτη ανεργίας κι ετεροαπασχόλησης των νέων επιστημόνων.

«Ναι, εκείνα ήταν σκουπίδια», απάντησα αμήχανα.

«Δεν υπονοώ, βεβαίως, ότι μου κουβαλήσατε τα σκουπίδια στο αμάξι, αλλά μου έχει συμβεί κι αυτό. Ήταν βράδυ, μάλλον σούρουπο, όχι, δεν είχε δύσει ακόμα ο ήλιος… επιβιβάσθηκε ένας κύριος μεσόκοπος – στην ηλικία σας – σας έφερνε κιόλας στο παρουσιαστικό, ακόμα και στο ντύσιμο, δεν το πιστεύω…». Σ’ εκείνη ακριβώς τη φάση, παράτησε το τιμόνι και γύρισε ολόκληρος προς τα πίσω κοιτώντας με κάτι μάτια θεόρατα, σα να βλέπει φάντασμα.

«Όχι, δεν είμαι ο ίδιος… Και προσοχή στο τιμόνι. Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν. Αλλά ούτε και εις τον επιβάτην».

«Μα πόσο χρονών είστε και μιλάτε έτσι; Ίδιος ο παππούς μου».

«Εσύ πάντως δεν θα μπορούσες να είσαι γιος μου», τον κάρφωσα.

«Γιατί;» ρώτησε προκλητικά, αλλά λίγο προσβεβλημένος.

Απαξίωσα να του απαντήσω ότι εγώ στο γιο μου θα του είχα διδάξει τρόπος και κυρίως να μην πιάνει κουβέντα με αγνώστους.

Περάσαμε ένα φανάρι με κόκκινο, δύο με πορτοκαλί (στο φτερό), με ρώτησε αν καπνίζω και χωρίς να νοιαστεί αν με ενοχλεί ο καπνός, άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο ενόσω οδηγούσε και ξαναέπιασε την κουβέντα από εκεί που την είχε αφήσει: «Που λέτε, αυτός ο κύριος… που σας έμοιαζε, μπήκε ένα δειλινό, που λέτε κι εσείς οι εξηντάρηδες, κουβαλώντας μια περιποιημένη σακούλα, αφού προηγουμένων είχε κάτι πετάξει σε έναν κάδο σκουπιδιών. Μετά από λίγη ώρα άρχισε κάτι να βρωμάει πολύ άσχημα. Ο πελάτης ρουθούνισε σαν άγριο άλογο, κοίταξε κάτω και είδε τη σακούλα να βγάζει ζουμιά πάνω στα καλογυαλισμένα του παπούτσια, προσπάθησε να διορθώσει τα αδιόρθωτα, άνοιξε την τσάντα κι άρχισε να ουρλιάζει: “η μηλόπιτα!!! Η μηλόπιτα!!! Θα με σκοτώσει η γυναίκα μου!!!!!”. “Μηλόπιτα έχει μέσα;”, τον ρώτησα ο ταλαίπωρος ο ταρίφας. “Τη μηλόπιτα την πέταξα κατά λάθος στον κάδο και τώρα πάω στο αφεντικό μου πεσκέσι τα σκουπίδια!!!”. “ΕΕΕ;;;;!!!!”, έκανα σα χαζός γεμάτος απορία. “Κι αγόρασε τα πιο καλά μήλα Τυρνάβου και μέλι από το όρος Δίρφυς Ευβοίας και κανέλλα Κεϋλάνης”, συνέχισε απτόητος εκείνος. “Πω! Πω! Θα του ζητήσω συγγνώμη και θα τον ορκίσω να μην της πει τίποτα. Προτιμώ να χάσω τη δουλειά μου παρά να χωρίσω από τη γυναίκα μου”. Αυτά που λέτε κύριε. Αυτόν μου θυμίσατε. Φτυστός! Με το συμπάθιο», κατέληξε ο αγενής νεανίας, που εγώ δεν θα τον προσελάμβανα ούτε για να μου πετάξει τα σκουπίδια.

Ευτυχώς, το ταξί είχε φτάσει στον προορισμό του, πλήρωσα, μέτρησα με προσοχή τα ρέστα, σήκωσα κι ένα ύποπτο πεντάευρο στο φως του ήλιου για να δω αν υπάρχει το υδατογράφημα εντός του, μάζεψα με προσοχή τα σακούλια μου, έλεγξα με προσοχή το κάθισμα πριν κλείσω την πίσω πόρτα, έβγαλα μια βαθιά αναπνοή και χάθηκα στο κάτεργο για να χτυπήσω την κάρτα μου. Αυτά για σήμερα. Ζέστη κάνει. 43 βαθμοί Κελσίου! Η Αθήνα καμίνι που βράζει.

 

 

 

 

 

 

Leave A Response