Η αξιωματικός του Σοβιετικού Στρατού στη …Βουλιαγμένη

Η αξιωματικός του Σοβιετικού Στρατού στη …Βουλιαγμένη

Το διπλό λεωφορείο-φυσαρμόνικα που υποτίθεται ότι διατρέχει την παραλιακή …εξπρές!!! και φτάνει στη Σαρωνίδα μετά από ώρες, άσθμαινε κάπου μεταξύ Βάρκιζας-λίμνης Βουλιαγμένης-Βούλας.

Οι άνθρωποι σαν τα σταφύλια, κρεμασμένοι στις χειρολαβές ή από τα καπούλια του διπλανού τους, έρχονταν σε αναγκαστική γάμου κοινωνίαν και σε συγχρωτισμό με αγνώστους, που δεν θα ξαναέβλεπαν ποτέ – ίσως – μετά την τόσο στενή επαφή που κρατούσε πάνω από μία ώρα. Το έχω παρατηρήσει με το που πάει να δύσει ο ήλιος, φεύγουν όλοι, από τον φόβο των κουνουπιών ή τον αρχετυπικό τρόμο της Νύχτας που επελαύνει θερίζοντας κορμιά δικαίων και αδίκων (σαν τη θεά Κάλι ένα πράγμα, την αιμοβόρα, την αιμσοταγή…). Προτιμούν λοιπόν τη σιγουριά της τριβής με βρεγμένα μαγιώ, βρώμικες μασχάλες κι αποφορά σκόρδου κι ανατολίτικων μπαχαρικών, παρά τη μοναξιά μέσα στο σκοτάδι με τη θάλασσα να ανασαίνει βαριά, σαν ξεχειλωμένη πόρνη που βαρέθηκε να γλείφει τόσα χρόνια τα βράχια τα μουχλιασμένα. Πώς τα λέω ο άτιμος!!! [αυτοσαρκασμός, έτσι για να πέφτει το ύφος από το Υψηλόν στα πολύ ρηχά του βάλτου των κενωμένων αισθημάτων]. Τελεία.

Εκεί λοιπόν που όλα ήταν μια χαρά [τρόπος του λέγειν – κάπως έτσι θα είναι η Κόλαση, ή ίσως το Καθαρτήριο, η πρώτη μετά θάνατον κατάσταση, όπου στριμώχνεσαι κακήν-κακώς με τα άλλα ζωντανά, που όχι μόνο δεν έχουν καταλάβει ότι έχουν πεθάνει, αλλά ζητούν να ρουφήξουν ό,τι απομένει από την αιθερική ενέργεια των άλλων], σταματάει το ασθμαίνον λεωφορείο με τον αδιάφορο οδηγό που ακούει γουκ-μαν (τα έχει δει όλα ο άνθρωπος – όλα τα έχει ακούσει)… φρενάρει που λες ο δικός σου, λες και κουβαλάει σακιά με πατάτες, ανοίγει πόρτα, αποβιβάζει, επιβιβάζει, ξανακλείνει και πατάει σαν τρελός το γκάζι. Τι το ήθελε; Η νταρντάνα συνταξιούχος αξιωματικός της Κα-γκε-μπε πέφτει κατά λάθος με τις ατέλειωτες βυζάρες της πάνω σε μια γριά-αδελφή με γυαλάκια, που την έχει αράξει στο πρώτο διπλό κάθισμα πίσω από την πόρτα και την έχει δει …βασίλισσα του Σαββά, και την ισοπεδώνει την κακομοίρα στο πι και φι. Τέτοιο βυζοσκάμπιλο ούτε σε τσόντα δεν τρως. Τα είδε όλα η …γυναίκα και φρύαξε. Το τι βρισιές ακούστηκαν, το τι φωνές, τι ουρλιαχτά, στο τέλος μπήκε όλο το λεωφορείο στην κουβέντα και μετατράπηκε κάτι σαν αρχαία αγορά κι Εκκλησία του Δήμου, στα παλιά καλά χρόνια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας (που μόνο δημοκρατία δεν ήτανε, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων και κάποιοι ήταν πιο ίσιοι από τους ίσιους, κι όποιος είχε να λαδώνει μάζευε «κουκιά» κι ο φτωχός κοίταζε να δει από πού έχει λαμβάνειν: «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι»)…

Άναψε λοιπόν η κουβέντα και κόρωσε. Σας μεταφέρω ένα απάνθισμα. Δεν μπορώ να τα θυμάμαι κι όλα. Δεν κρατάω μαγνητόφωνο. Ούτε βιντεοκάμερα. Θα έπρεπε. Τι υλικό για παρατήρηση για τους κοινωνιολόγους και τους ιστορικούς του μέλλοντος! Ακούστε λοιπόν:

-Τσόκαρο. Πρόσεχε πού πατάς!

– Δεν σε πάτησα κύριος. Αλλά έτσι είναι στην Ελλάδα. Αντί να σηκωθούν να καθήσει μια γυναίκα. Αυτές δεν είναι άντρες, γυναίκες είναι…

– Γιατί δε γυρνάς στη χώρα σου;

– Όπου θέλω θα πάω. Δεν θα σου δώσω λογαριασμό εγώ.

– Εμ βέβαια τέτοια που είσαι.

– Εγώ έχω γιο και εγγόνια και δισέγγονα. Είμαι κανονική εγώ. Εσύ δεν είσαι κανονικός. Φαίνεσαι!!!

– Κι εγώ έχω δισέγγονα. Αει να χαθείς μωρή γκεσταπίτισσα, που θα μου πεις εμένα ότι δεν είμαι κανονικός! Στη χώρα μου!!!

– Αξιωματικός της Κα-γκε-μπέ ήμουνα. Υψηλόβαθμος. Παίρναμε δυο φορές το μήνα δύο πλάκες σοκολάτες που μοσχομύριζαν …Βραζιλία.

– Να γυρίσεις στην πατρίδα σου μωρή κατσίκα, μωρή σακαφιόρα, να στήνεσαι στην ουρά στο σούπερ-μάρκετ για να πάρεις μια φέτα πεπόνι, κι όταν έρχεται η σειρά σου να σε διώχνουνε γιατί θα έχουν τελειώσει όλα τα πράσινα και θα έχουν μείνει μόνο κάτι λουκάνικα Φρανκφούρτης ληγμένα και μπαγιάτικα και κουραμάνες που τις πετάς στον τοίχο και γυρίζουν πίσω, σαν μπούμερανγκ… Που θα μου πεις εμένα ότι δεν είμαι κανονικός!!! Να πας στην πατρίδα σου. Τώώώρρααα!!!

– Εσύ να πας. Εκεί τώρα οι πλούσιοι πλουταίνουνε και οι φτωχοί πεθαίνουνε.

– Αφού σας άρεσε ο κομουνισμός, γιατί τον ρίξατε;

– Ο Γκορμπατσώφ έφταιγε. Η περεστρόικα. Από εκεί και μετά πήγανε όλα λάθος. Πριν ήτανε όλα μια χαρά.

– Και γιατί δεν ψηφίζετε να ξαναγυρίσετε στον κομουνισμό;

«Γιατί ο κομουνισμός, κύριε, δεν βγαίνει με εκλογές, αλλά με επανάσταση», παρενέβη μια κυρία που διάβαζε γνωστή αριστερή παλαιοκομματική εφημερίδα.

  • Μάλιστα, ξαναπήρε το λόγο η λαλίστατη αξιωματικός Νατάσσα, ο σοσιαλισμός ήταν μια χαρά σύστημα. Είχανε στέγη, θέρμανση, μόρφωση, περίθαλψη, όλοι.
  • Εκτός από αυτούς που στέλνατε στη Σιβηρία!
  • Κάτι τέτοιους σαν εσένα στέλναμε στη Σιβηρία, που δεν ήταν κανονικοί, δεν παντρεύονταν και δεν κάνανε παιδιά!!!

«Για σε παρακαλώ, κυρία μου, που ήρθες στη χώρα μας, μπήκες στο λεωφορείο μας και θα μας στείλεις κι εξορία στα καλά καθούμενα, εν έτει 2015!!!!», παρενέβη ένας άλλος μεσόκοπος, με σκουλαρίκι και βαμμένα καροτί μαλλιά.

  • Δεν φταίω εγώ. Αυτή φταίει που με έσπρωξε, όταν μάρσαρε ο κύριος οδηγός κι έπεσα χωρίς να το θέλω πάνω του. Αλλά έτσι είναι. Το πρόβλημά του είναι η μοναξιά. Δεν έχει με ποιον να μιλήσει. Αυτό είναι! Το ακούς, κύριος; Το πρόβλημά σου είναι η μοναξιά. Στην πατρίδα μου έχουμε κανονικούς άντρες, που σηκώνονται για να καθίσει μια κυρία. Και ο άντρας μου κι ο γιος μου τέτοιος είναι.
  • Δεν αμφιβάλλω, της απαντάει ειρωνικά ο διαμαρτυρόμενος για το βυζοσκάμπιλο. Πήγαινε όμως παραπέρα κυρά μου, κουνήσου. Βρωμάς παστουρμά!
  • Εσύ βρωμάς. Ψωλόχυμα!
  • Αααα, εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα.
  • Βρωμόστομα.
  • Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα!!!
  • Γάιδαρος είσαι και φαίνεσαι.
  • Κόττα!!!

«Για, σας παρακαλώ, λεωφορείο είναι εδώ, όχι πιάτσα ταξί», επενέβη ένας τρίτος, νεαρός που προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να διαβάσει ένα ογκώδες βιβλίο κρεμασμένος από μια χειρολαβή που τη μοιραζόταν με άλλους τρεις! Μα γίνονται αυτά τα πράγματα. Ναι, στην Ελλάδα της Κρίσης γίνονται. Και παραγίνονται.

  • Ναι, να κατέβει να πάρει ταξί. Συμφωνεί, είπε η θρασυτάτη Ρωσίδα σε βλαμμένα ελληνικά.
  • Δεν κατάλαβες κυρά μου, εσύ να πας στη χώρα σου. Άντε μπράβο, γιατί πολύ σας ανεχτήκαμε.
  • Δεν θα μου πεις εσύ πού να πάω! Είμαι αξιωματικός εγώ. Άντε να μην….
  • Τι θα κάνεις; Θα με στείλεις στη Σιβηρία; Κλείσανε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
  • Θα τα ξανανοίξουν. Θα το δείτε. Εδώ είστε κι εδώ είμαι. Έχω μυστικές πληροφορίες εγώ. Κι εσύ θα είσαι από τους πρώτους που θα στείλουμε στο ψυχιατρείο.

Επιτέλους, πήρε τον παχύ κώλο της, που τον έκρυβε ένα πρόστυχο ροζ πετσετέ ρούχο και κατέβηκε από το λεωφορείο.

«Θα πηγαίνει να καθαρίζει σπίτια», διέγνωσε ένας.

«Ποιος την μπάζει αυτή στο σπίτι του; Σκάλες θα πλένει, σκάλες», απεφάνθη μια άλλη, κακεντρεχής φιγούρα μικροσυνταξιούχου με σκουριασμένο σκελετό γυαλιών.

«Πουτάνα θα είναι», είπε ένας τέταρτος, λιπόσαρκος με τατουάζ.

«Μπα! Μαστρωπός. Ποιος την πηδάει αυτή; Τσατσά, ναι. Με τέτοια γλώσσα…», γνωμοδότησε ένας παλαίμαχος άνεργος ναυτικός.

«Τς τς τς, έχουμε και παιδιά εδώ», διαμαρτυρήθηκε μια γιαγιά με τα τρία εγγονάκια της σκαρφαλωμένα πάνω της.

«Δεν πειράζει, να μαθαίνουν τι γίνεται στην κοινωνία», διαπίστωσε μια νταρντάνα που έμοιαζε αεροσυνοδός.

«Αυτοί οι ξένοι φταίνε που μας φάγανε τις δουλειές. Οι βιομήχανοι φέρνουν μαύρους για να δουλεύουν στα εργοστάσια», ούρλιαξε ένας νεαρός με ξυρισμένο κεφάλι, ντυμένος στα μαύρα, στα κατάμαυρα με κάτι χρυσά γράμματα μπρος και πίσω στο μπλουζάκι (μόνο το πίσω μπόρεσα να διαβάσω – μου είχε γυρισμένη την πλάτη).

«Μα που τα είδε αυτός ο φασίστας τα εργοστάσια; Τίποτα δεν παράγουμε», απεφάνθη ένας σαραντάρης χωρίς γυαλάκια, αλλά με τεράστια μυωπία, που δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του.

Τότε ήταν που άρχισε ο δεύτερος καυγάς στη ίδια μακρά κι ατελείωτη διαδρομή του ιδίου λεωφορείου. Ο νεαρός έβγαλε από το μαύρο σακίδιό του κάτι σιδερογροθιές, τις φόρεσε στο πι και φι και κινήθηκε καταπάνω του, όμως ήταν τόσο πολύ το στριμωξίδι, τα θερμός, τα μπαγκάζια, τα καρότσια των μωρών και οι κακοπαθημένοι επιβάτες, που το μόνο που κατάφερε να κάνει είναι να κραδαίνει τις σιδερογροθιές του στον αέρα, οι γυναίκες να κραυγάζουν τρομαγμένες, τα μωρά να κλαίνε, ένας ψυχοπαθής έπαθε κρίση πανικού και χτυπούσε τα κουδούνια, ο οδηγός δεν καταλάβαινε Χριστό, κάποιοι διασκέδαζαν κι εγώ παρατηρούσα, σημείωνα, κατέγραφα, μάρτυρας του καιρού μου στο αόρατο δικαστήριο του Μέλλοντος, ταπεινός γραφέας, δουλευταράς στα ακασικά αρχεία, εκεί όπου όλα όσα λέμε και κάνουμε καταγράφονται. Εις τον αιθέρα… Εσαεί. Για να τα βρουν οι ερχόμενοι και να μας λυπηθούν. Και να μας αθωώσουν. Ότι πολλοί πονέσαμε. Ότι πολύ αγαπήσαμε… Όχι όλοι, δυστυχώς. Κάποιοι από εμάς. Ελάχιστοι. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ας είναι κι έτσι. Το αλάτι της γης. «Υμείς εστέ το άλας της γης, εάν δε το άλας μωρανθήεν τίνι αλισθήσεται;» Ματ.5, στίχ.13. «Αν κατουρήσεις στη θάλασσα, θα το βρεις στο αλάτι». Λαϊκή παροιμία. Ο λαός είναι σοφός, όμως όχι πάντα. Εκ των υστέρων, συνήθως. Κι εκ του ασφαλούς.

 

Κωνσταντίνος Μπούρας

www.konstantinosbouras.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave A Response