Ντάνα η διευθύντρια κι άλλα αναξιοκρατικά

Ντάνα η διευθύντρια κι άλλα αναξιοκρατικά

Λοιπόν, τι να σας πω, τι να μην πω κι από πού να πρωταρχίσω; Το άτομο δεν έχει ταίρι. Έσπασε ο θεός το καλούπι για να μην βγει δεύτερο τέτοιο τέρας. Ο πατέρας βασανιστής στο ΕΑΤ-ΕΣΑ της Χούντας (ξέρετε, από αυτούς που βγάζουν νύχια και βιάζουν ανυπεράσπιστους κρατούμενους), η μάνα κλητήρας στο Δημόσιο, κακοποιημένη και κρυφοαλκοολική. Ο πα-τέρας κρυφά ερωτευμένος με την πρωτότοκη κόρη. Το δεύτερο βγήκε αδελφός και κρυφο-αδερφή ως εκ τούτου (με τέτοιο σαδομαζοχιστή πατέρα, όχι πείτε μου, τι θα έβγαινε;). Η κόρη υπέστη τα πάνδεινα από τον φιλύποπτο διεστραμμένο γονιό. Η μάννα ήταν τόσο φοβισμένη που δεν τολμούσε να πει ούτε το όνομά της. Μόνο της καταφύγιο η θρησκεία και το ποτό (μαυροδάφνη). Κάποια στιγμή βγήκε η βρώμα ότι τα είχε με έναν ιερωμένο. Και παρ’ όλο που εκείνος κραύγαζε από μακριά ότι του αρέσουν τα αγοράκια της εκκλησιαστικής χορωδίας, βρέθηκε σύντομα τσιμεντωμένος κάτω από ένα πεζοδρόμιο. Από τη μασέλα τον αναγνώρισαν.

Η καλή σου μεγάλωσε μέσα σε μια διαρκή ανάκριση, με τον προβολέα να την φωτίζει κατάμουτρα (μέρα-νύχτα!). Έφτασε να δημιουργήσει διπλή προσωπικότητα (δυο φωνές, δυο κορμοστασιές, διπλά φερσίματα, ξεχνούσε στο τέλος τι ήταν πραγματικό και τι είχε επινοήσει το άρρωστο μυαλουδάκι της – σε όλα έδινε παρανοϊκές προεκτάσεις, έβλεπε παντού συνωμοσίες, εχθρούς που καραδοκούν να την εξοντώσουν, συμμορίες, παγίδες και λοιπά…). Στην εφηβεία ούτε λόγος βέβαια για σεξουαλική ζωή. Ένας νεαρός που επέδειξε κάποιο μακρινό κι απροσδιόριστο ενδιαφέρον για το άτομό της (καλά, στραβός ήταν; Δεν ήξερε δεν ρώταγε;) βρέθηκε απαχθείς μετά το φροντιστήριο, σε ερημική τοποθεσία της λεωφόρου Βάρης-Κορωπίου να περπατάει γυμνός, βιασμένος από μια ορδή λυσσασμένων σκυλιών (κάποιοι λένε, αυτόπτες μάρτυρες ότι είδαν χωροφύλακες με σκυλιά στην περιοχή να κυνηγούν δραπέτες και κατάδικους), δεν θυμόταν ούτε πώς τον λένε, ήταν σε κατάσταση σοκ, τον κλείσανε σε ψυχιατρείο κι έκτοτε δεν μίλησε ποτέ πια κανείς γι’ αυτόν. Εεεε, τι θα γινόταν μετά από όλα αυτά η άμοιρη κοπελίτσα; Σκύλα, βεβαίως. Το μήλο κάτω από τη μηλιά. Οι σκοτεινές διασυνδέσεις του πατρός της φρόντισαν να διοριστεί στο Δημόσιο [στην ίδια Υπηρεσία με τη μαννούλα, για να την προσέχει] αμέσως μετά την αποφοίτησή της από το Λύκειο. Την πάντρεψαν άρον-άρον με τον μοναχογιό ενός μεγαλοεργολάβου που ανελάμβανε όλα τα παραφουσκωμένα δημόσια έργα της Χούντας, ο νεαρός ήταν φέρελπις και πρωτοετής πολιτικός μηχανικός στη Θεσσαλονίκη (οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα εντελώς συμπτωματική), έδωσε εξετάσεις κι αυτή η χαζούλα και με την τρίτη …φορά κατάφερε να περάσει στην ίδια σχολή με τον συμβίο της, έτσι δεν θα χρειαζόταν πια να είναι είναι σύζυγοι εξ αποστάσεως, αφού και στη Θεσσαλονίκη αποσπάστηκε μέχρι να πάρει το πτυχίο της και να τελειώσει τις σπουδές της (με τα χίλια ζόρια, σας λέω!) και το μισθό του Δημοσίου δεν έχανε (ααααχχχχ, άμοιρο ελληνικό Δημόσιο, άμοιροι εμείς όλοι μας)…

Τεκνοποίησε μάλιστα και τον διάδοχο («παιδί να είναι κι ό,τι να ‘ναι, φτάνει να πρόκειται γι’ αρσενικό και να …κατουράει όρθιο») και μετά έκλεισε τις γαμήλιες υποχρεώσεις της με κάποιες απροσδιόριστες δικαιολογίες για πόνους στ’ αχαμνά, ανορεξίες, αδιαθεσίες, «σιγά, θα μας δει το παιδί» και τα συναφή. Δεν έκλεισε όμως και τη συζυγική της ζωή. Όχι. Τουναντίον. Έδιναν κι έπαιρναν οι αγαπητικοί, εντός κι εκτός υπηρεσίας. Το σκάνδαλο όμως δεν άργησε να έρθει, όταν δυο παντρεμένοι συνάδελφοι ήρθαν στα χέρια για πάρτη της. Ξέρετε ποια είναι η διαφορά της πουτάνας από την καργιόλα; Μου το είπε ένας από τους πρώην αγαπητικούς της: «Η πουτάνα το δίνει σε όλους, η καργιόλα σε όλους, εκτός από …εμένα!».

Έλα μου όπως που πέρασε η πρώτη νεότης και η φρεσκάδα παρήλθεν ανεπιστρεπτί. Κι αναγκάστηκε η κυρά να πληρώνει για το σεξ το επιούσιον. Εκεί να δείτε τι παρέλασε: αλβανοί, πακιστανοί, μαύροι, ινδιάνοι, ινδοί, νοτιοαμερικανοί, από την Αλάσκα… Αλλά το ταμείον ήταν μείον κι έτσι …αναγκάστηκε η ταλαίπωρος να το ρίξει στη …λαμογιά. Άρχισε να εκβιάζει τους εργολάβους των έργων που επέβλεπε, άνοιξε και πλαστογράφησε προσφορές σε δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό, χάρισε εκατομμύρια του Δημόσιου για ανύπαρκτες και ανεξέλεγκτες εργασίες (π.χ. ξύλινες κολώνες Δ.Ε.Η. στο Σύνταγμα, έξω από τη Βουλή!) κι άρχισε να φουσκώνει το παραδάκι στους λογαριασμούς της, το πορτοφόλι μονίμως άδειο, πήραν τα μυαλά της αέρα κι ο εγωισμός της χτύπησε κόκκινο. Σαν διάνος καμάρωνε η μοιχός. Έφτασε μάλιστα να πουλάει και μούρη στους ταλαίπωρους μεροκαματιάρηδες υπαλλήλους της. Είχε γίνει προϊσταμένη, τρομάρα της. Κι ενώ μέχρι λίγο έβαζε να της χτυπούν την κάρτα οι διάφοροι, τώρα απαιτούσε αυστηρή τήρηση του ωραρίου, είχε μάλιστα καρφώσει ένα ταμπλώ πάνω από το γραφείο της που έλεγε «ΠΑΣ ΑΝΩΤΕΡΟΣ, ΕΞΥΠΝΟΤΕΡΟΣ». Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο θράσους κι αλαζονείας, η ατιμωρησία της υπερέβαινε τα λογικά χρονικά όρια, που έφτασε να διορθώνει και τα ελληνικά μιας φιλολόγου κουκλίτσας, που είχαν προσλάβει πρόσφατα ως διοικητικό. Κάποια μέρα όμως, κι ενώ όλα έβαιναν καλώς εις τα αποικίας, άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα πράγματα στη ζωή της διεφθαρμένης: πρώτον, ένας χάκερ άδειασε τους λογαριασμούς της, ούτε σεντς δεν άφησε, δεύτερον, κάποιον της πήρε τις πινακίδες από το αυτοκίνητο, τρίτον, κάποιος της έκλεψε το κινητό, ενόσω βρισκόταν στην τουαλέτα …γυναικών, τέταρτον, τρεις κουκουλοφόροι την ξυλοφόρτωσαν εν μέση οδώ, μέρα-μεσημέρι και ….ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ: ένα μεσημέρι, μπούκαρε ο άντρας της στο γραφείο, συνοδευόμενος από δύο ντεντέκτιβς, κραδαίνοντας cds και flash-άκια προς το μέρος της κι απειλώντας της, μπροστά σε όλους, μα ΌΛΟΥΣ τους υφισταμένους της, που έσπευσαν βεβαίως να απολαύσουν το θέαμα γελώντας κάτω από τα …μουστάκια (ή τα χαρτομάνδηλά τους): «Μωρή καργιόλα, μωρή ξεκωλιάρα, μωρή ξεφτιλισμένη, που με έχει τρελάνει στο κέρατο, βλέπω το τρόλλεϋ Κολιάτσου-Παγκράτι και του απευθύνομαι με την προσφώνηση «συνάδελφε!!!», μωρή δεν σέβεσαι τουλάχιστον τον πατέρα σου (που είναι ένας ευηπόληπτος άνθρωπος) και το παιδί σου; Τι σου φταίει το αγοράκι να μείνει ορφανό; Κοίτα να δεις κακομοίρα μου, ή μου δίνεις το παιδί και το διαζύγιο, χωρίς καμία απαίτηση στην κοινή περιουσία – εννοείται – ή ανεβάζω τις πομπές σου στο Διαδίκτυο και τότε να δούμε πώς θα εξηγήσεις στο ΣΔΟΕ και στην Υπηρεσία σου τα εκατομμύρια στην Ελβετία – πρώτο όνομα φιγουράρεις στη λίστα Λαγκάρντ!!!». Κι είπεν κι ελάλησεν κι αμαρτίαν ουκ είχεν. Έκανε μεταβολήν, πήρε των ομματιών του κι έφυγε. Ήλθεν, είδεν, είπεν, απήλθεν. Άφωνοι όλοι, με πρώτη και καλύτερη την πανούργα παθούσα, ήτις βιάστηκε να δικαιολογηθεί και να κατηγορήσει τον άντρα της ότι βιαζόταν να πάρει διαζύγιο για να παντρευτεί την …ερωμένη του. Βεβαίως, ουδείς την επίστευσεν, καθότι ο άντρας της ήταν κάπως …κουνιστός κι αεράτος κεχαριτωμένος και το έσερνε το ποδαράκι του και το κωλαράκι του ανοιγόκλεινε πιο γρήγορα κι από το στόμα λαϊκής αοιδού σε σκυλάδικο. Κι απέμειναν όλοι κάγκελο. Έμειναν «ενεοί», που λένε οι κουλτουριάρηδες. «Μένω άναυδος – μένω Σόλωνος», που λένε οι …κοινές. Έλεος βρε παιδιά. Τι άλλο θα ακούσουμε ακόμα; Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο σουρεαλιστικοί, που δεν φαίνεται καν αληθοφανής η πραγματική – πραγματικώτατη ζωή τους… Τέλος πάντων. Γι’ αυτό κι εγώ, σας τα διηγούμαι όλα ως ευθυμογραφήματα, κάπου μεταξύ Τσιφόρου και Ταχτσή. Ήταν αμφότεροι άθεοι. Για να μην πιάσουμε τον Σκαρίμπα. Άσ’ το καλύτερα. Κι είναι απόγευμα. Έφαγα μια μακαρονάδα «ορφανή» και πρέπει να χωνέψω. Άτιμη μιζέρια. Η Κρίση φταίει για όλα…

 

 

 

 

Leave A Response