Η γιαγιά που δεν ήταν …μεγάλη κι ανέβαλε συνεχώς το θάνατό της

Η γιαγιά που δεν ήταν …μεγάλη κι ανέβαλε συνεχώς το θάνατό της

Καλά, κρύφτηκα στο wc-δάκι του κάτω ορόφου για να γελάσω ανενόχλητος και για να μην κατηγορηθώ (για πολλοστή φορά) ως αναίσθητος, χοντρόπετσος, ακαταλόγιστος και τα λοιπά και τα λοιπά…

Η εκατοντάχρονη γιαγιά ζούσε ακόμα στο πατρικό της, σε ένα διώροφο νεοκλασικό της Πλάκας (κυριολεκτικώς, όχι …μεταφορικώς). Είχε τρεις κόρες: την Ανδρομάχη, τη μεγάλη (80 ετών, συχωρεμένη τώρα – πέθανε από καρκίνο, σήμερα γυρίσαμε από το μνημόσυνό της, πέρασαν κιόλας 40 μέρες), τη δεύτερη, την Άννα, ψιλο-αδιάφορη (την είχε χεσμένη τη γριά κι η γριά επίσης, τα αισθήματα αμοιβαία) και η μικρή, αχ η μικρή, η σουρτούκα (ψευδώνυμο), η τέως φίλη μου και νυν γαϊδούρα, είχε για βαφτιστικό της το Κλεοπάτρα (η μοιραία… μη χέσω). Η γριά λοιπόν δεν είχε μάθει ακόμα το θάνατο της πρωτότοκης, της χαϊδεμένης της Ανδρομάχης.

Όσο ζούσε η …μεγάλη, καθηγήτρια Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη, η γριά δεχόταν απρόθυμα τις περιποιήσεις της μικρής της κόρης, της Κλεοπάτρας, που τη μισούσε μεν, το έπαιζε καλή κόρη δε, και γινόταν αποδέκτης της μητρικής κακίας συχνά-πυκνά. Τι της έκανε η γριά η σκρόφα; Ε; Τι νομίζετε ότι της έκανε; Ενώ δεν έπασχε από άνοια, κι η κατάθλιψή της έτεινε στο …μηδέν, έκανε ότι δεν τη γνώριζε και της έλεγε για να την κουρδίζει: «Ααααααχ Ανδρομάχη μου, ευτυχώς που είσαι κι εσύ κι έρχεσαι και με περιποιείσαι, αλλιώς αν περίμενα από εκείνη τη μικρή τη σουρπουίτσα, – Κλεοπάτρα δεν τη λένε; δε θυμάμαι καλά τελευταία, νομίζω ότι το χάνω…–, ευτυχώς που έχω κι εσένα αλλιώτικα θα ζητιάνευα στα σκαλιά της Αρχιεπισκοπής, άστεγη και θα έψαχνα για να φάω στα σκουπίδια με τις βρωμόγατες… Ααααχ Ανδρομάχη μου. Αχ. Αλίμονο, κακή η τύχη μου να μείνω χήρα νέα… Εβδομήντα χρονώ ήμουνα όταν χήρεψα».

Εννοείται ότι τα νεύρα της μικρής της κόρης γινόντανε τσατάλια, κάθε φορά που αναγκαζόταν να υφίσταται τον ψυχολογικό πόλεμο της δαιμονίας γριάς. Όμως τώρα ήρθε η ώρα να πάρει την εκδίκησή της. Η μεγάλη, η πετυχημένη, η αξιαγάπητη κόρη, η αξιολάτρευτη σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών, η πνευματική προσωπικότης, η ακαδημαϊκή οντότης είχε αποδημήσει εις Κύριον. Και τώρα γυρίζανε από τα σαράντα της, με τη συνοδεία τρελογιατρού, που είχε έτοιμη την ένεση …στο μανίκι του, μην τύχει και κλατάρει η εσχατόγρια (σκατόγρια, δηλαδή) στο άκουσμα του θανάτου της μοναχοκόρης της (αν και είχε τρεις, οι άλλες δύο δεν μετρούσαν).

Τελικά, πέρασε λίγη ώρα, πίναμε τον καφέ της παρηγοριάς, ντυμένοι στα μαύρα απαξάπαντες, κοράκια, κάργιες και καλιακούδες, η γιαγιά έπαιζε τη χαζή, έκανε ότι δεν καταλάβαινε, δεν τόλμησε να ρωτήσει ποιος πέθανε, μέχρι που τον άχαρο ρόλο του πληροφοριοδότη ανέλαβε οικειοθελώς [ποιος άλλος; Η μικρή, η κατατρεγμένη Κλεοπάτρα, η ορφανή από πατέρα και μάνα – μία που την είχε και μία που δεν είχε]… Αφού ξερόβηξε λοιπόν δυνατά, τρεις φορές παρακαλώ, τις είχε μείνει από την ΚΝΕ, στο Πανεπιστήμιο, όταν σπούδαζε Νομική, πήρε το ύφος μέγαιρας κάτω από τα παλιομοδίτικα πολυτροπικά γυαλιά της με τον σκουριασμένο μεταλλικό σκελετό και είπεν στεντορεία τη φωνή, μην τύχει και δεν ακούσει η γραία μήτηρ της: «Ξέρετε, μητέρα, σήμερα γυρίσαμε από τα σαράντα της μεγάλης, της Ελένης, της κόρης σας της ηγαπημένης, της καθηγητρίας πανεπιστημίου, καταλαβαίνετε…».

Η γιαγιά έμενε ατάραχη σαν άγαλμα, δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τίποτα. Όλοι νόμιζαν ότι παγώσει από τη φρίκη. Άλλοι είκαζαν ότι το νέο τη βρήκε αναπάντεχα κι ήθελε χρόνο ο γερασμένος της εγκέφαλος για να το επεξεργαστεί.

Τελικά, έπιασε με μία κομψωτάτη κίνηση το πορσελάνινο φλιτζάνι, το έφερε ατάραχη στα χείλη της, ήπιε μια προσεκτική γουλιά καφέ, για να μην λερωθεί το δαντελένιο της γιακαδάκι, άφησε με μια θεατρικότατη κίνηση το φλιτζάνι στο κεκοσμημένον με πτηνά και άνθη τασάκι, κοίταξε έξω από το παράθυρο, πέρα στο αχανές, ίσια δηλαδή στην Ακρόπολη και είπεν ως Σάρα Μπερνάρ σε ρόλο …Κατίνας Παξινού: «Θεός συχωρέστηνε. Εεεε… ήταν μεγάλη η κακομοίρα! Την είχε ζήσει τη ζωή της. Μακάρι να φτάσετε τα χρονάκια της. Που δεν το βλέπω». Όλοι άρχισαν να φτύνουν στον κόρφο τους, η έτοιμη σύριγγα έπεσε καταγής από το μανίκι του ψυχιάτρου. Ψυχίατρος του κώλου, που δεν είχε εκτιμήσει εγκαίρως την αναισθησία, τη γαϊδουριά και τη χοντροπετσιά της πελάτισσάς του. Τριάντα χρόνια τη γνώριζε. Ακριβώς από τότε που πήρε την ειδικότητά του. Ήταν η πρώτη χρονία ασθενής που ανέλαβε. Αλλά φαίνεται ότι η πανούργα γριά τον είχε υπνωτίσει κι αυτόν και τον είχε μετατρέψει σε ταπεινόν υποχείριόν της.

Η άλλη κόρη, η μεσαία, η Άννα, έπαθε νευρικό γέλιο και μετά ξέσπασε σε λυγμούς, έτσι που δεν μπορούσε να τη σταματήσει ούτε ο σύζυγος ούτε ο εραστής της μήτε ο παπάς της ενορίας.

Εγώ, ως περισσότερον καλομαθημένος κι ευγενής με αβρούς τρόπους κρύφτηκα στο wc-δάκι για να γελάσω ανενόχλητος και κατ’ ιδίαν, όπως κάνουν όλοι σοβαροί άνθρωποι, που δεν θέλουν να φαίνονται οι παλιομοδίτικες γέφυρες στην οδοντοστοιχία τους [ειδικά στην επάνω – η κάτω ήταν ισοπεδωμένη από τον ολονύκτιον βρυγμόν οδόντων].

Αυτά φίλοι μου. Και σε άλλα «με υγεία». Θα σας κρατώ ενήμερους για όλες τις παλαβομάρες αίτιναι προσπίπτουν εις την αντίληψίν μου. Ανήμερο θηρίο ο άνθρωπος, στα σπήλαια κατοικεί κι ελλοχεύει το μίσος του, εναργές κατά των εαυτού οικείων…

 

Leave A Response