Τα παπαγαλάκια του πάρκου

Τα παπαγαλάκια του πάρκου

Τα παπαγαλάκια του κήπου

Δεν ψάλλουν όταν είναι εδώ

Οι υπάλληλοι. Όταν λειτουργούν

Οι υπολογιστικές μηχανές,

Τα κοτσύφια δεν λειτουργούν.

Όταν διψούν τα θηλαστικά

Για εξουσία τραχιά, τ’ αηδόνια

Σωπαίνουν.

Σήμερα ο κόσμος φωτίζεται

Από κραυγές

Και τα πετεινά τ’ ουρανού

Σωπαίνουν.

Τι να πω και τι να μην πω; «Τι να θυμηθώ τι να ξεχάσω απ’ όσα πέρασα;» (όπως έλεγε το ελαφρολαϊκό τραγουδάκι, δεκαετίες πριν – δεν ενθυμούμαι πλέον πότε…). Θηρίο ο άνθρωπος, το χειρότερο απ’ όλα. Τα λιοντάρια τρώνε μόνο όταν πεινάνε. Ο άνθρωπος καταβροχθίζει τα πάντα γύρω του (ζωντανά κι «άψυχα») κι όταν δεν χωράει άλλο η κοιλάρα του, αποθηκεύει-αποθηκεύει-αποθηκεύει, μέχρι να σαπίσουν τα αγαθά στις αποθήκες, μέχρι να τα φάνε τα ποντίκια, αλλά στο παιδάκι του γείτονα που λιμοκτονεί δε δίνει σημασία καμία. Μετά διαμαρτύρεται γιατί μπήκαν κλέφτες στο σπίτι του, γιατί έπιασε φωτιά η κουζίνα του, γιατί του κλέψαν τα παπαγαλάκια από το κλουβί και τα χρυσόψαρα από τη γυάλα, φωνάζει «βοήθεια-βοήθεια χριστιανοί!!!» και δεν τρέχει κανείς. Γιατί άραγε;

Το καλό με το γάμο είναι ότι μπορείς να …χωρίσεις. Το κακό με το δημοσιοϋπαλληλίκι είναι ότι μόνον η σύνταξη ή ο θάνατος μπορεί να σε απαλλάξει από τους …συναδέλφους. Τους συγγενείς εξ αίματος μπορείς να τους αποκαλέσεις τέως, τους συγγενείς εξ αγχιστείας πρώην, τους συναδέλφους τους παντρεύεσαι για πάντα. Κι έτσι όπως ανακατεύεσαι μαζί τους τριάντα πέντε χρόνια, κάνεις κάρμα και θα τους ξαναδείς οπωσδήποτε σε επομένη ζωή. Φρίκη. Έλεος! Ακόμα κι οι εγκληματίες στον Κορυδαλλό, εκτίουν μικρότερη ποινή (κι ελαφρύτερη ίσως).

Όπως και στο γάμο, στο ελληνικό δημόσιο αναπτύσσεις εκλεκτική κώφωση (για να γλιτώσεις την κρεβατομουρμούρα και τη γραφειομουρμούρα), επιλέγεις αυστηρά καταθλιπτικές συμπεριφορές κι εθελοδουλείες (του τύπου «σφάξε με Πασά μ’ ν’ αγιάσω»), «γλείφεις κατουρημένες ποδιές», κολλάς αφίσσες κομμάτων, του εν δυνάμει νικητή κάθε φορά, αλλάζεις ιδέες κάθε φορά που η Ιστορία φέρνει άλλη παράταξη στην εξουσία, συνδικαλίζεσαι και συνδικαλίζεις, μετράς κουκιά ή είσαι κουκί στην κάλπη των άλλων, κι – εν γένει – ξεπουλάς τα όποια ίχνη αξιοπρέπειας, αυτοεκτίμησης κι ελευθερίας της έκφρασης, που σου απέμειναν.

Οι ευφυείς αναπτύσσουν ιδιορρυθμίες και χόμπι, στέλνουν περίεργα ή υβριστικά e-maoils, γράφουν ποιήματα, συμμετέχουν σε θεατρικές παραστάσεις, ξυρίζουν το κεφάλι τους, γίνονται αλλόκοτοι για να τους φοβούνται.

Γι’ αυτό κι εγώ μένω τρεις ώρες μετά τη λήξη του κανονικού ωραρίου για να ταΐσω με τα υπολείμματα του σουσαμένιου κουλουριού Θεσσαλονίκης, τα συμπαθέστατα παπαγαλάκια του πάρκου, που το έσκασαν – ως φαίνεται – από κάποιο κλουβί γειτονικού διαμερίσματος ή γραφείου, πολλαπλασιάστηκαν ανυπερθέτως και τρελαίνουν τον κόσμο με τις αγριοφωνάρες τους, μόνον όταν οι υπάλληλοι δεν είναι εδώ. Εγώ δεν μετράω ως θηλαστικό εσωτερικού χώρου. Με κατατάσσουν στην κατηγορία “unclassified”, ή με αγαπούν για την ευγένεια να τα περιποιηθώ και για την άδολη φύση του αγνού παιδιού από τον Όλυμπο, που συνομιλούσε με τα θηρία καλύτερα από τους ανθρώπους μεταξύ τους.

 

 

Leave A Response