Το πουλί που πίνει τσάι

Το πουλί που πίνει τσάι

Από τότε, κάθε φορά που πίνω τσάι, δεν ξέρω, αν πρέπει να το φέρω στα χείλη μου, ή να ξεκουμπώσω το παντελόνι μου και να βάλω το πουλί μου μέσα. Εξηγούμαι, πριν παρεξηγηθώ, πριν σας τρελάνω και πετάξετε μακριά το επάρατον αυτό βιβλίον. Αλλόκοτο, είναι πάντως, σίγουρα.

            Ήταν τότε που ξύπνησα μέσα στη νύχτα και είχε πρηστεί τόσο το κεφάλι το …κάτω που ο πόνος ήταν αφόρητος κι αναρωτήθηκα μήπως με τσίμπησε κάτι, σε αράχνη, σε οχιά, σε σκορπιό ή σε …άλλο δηλητηριώδες παράσιτο. Αναρωτήθηκα μήπως είχα κολλήσει κάτι, αλλά είχε περάσει τόσος καιρός από την τελευταία φορά που αποκλείσθηκε κάθε ενδεχόμενον αφροδισίου νοσήματος …αναδρομικά. Είχα εξάλλου κάνει τις τακτές εξαμηνιαίες εξετάσεις μου και τα αποτελέσματα ήταν κανονικά.

            Θυμήθηκα τότε που με είχε δαγκώσει οχιά στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα την ώρα που προσπαθούσα να ξεριζώσω έναν αρσενικό μανδραγόρα. Τα συμπτώματα ήταν τα ίδια, αλλά από τότε είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος. Δέκα τέσσερις μήνες, για την ακρίβεια. Αποκλείεται το δηλητήριο να είχε καταφύγει στα …απόκρυφά μου. Τα «αμελέτητα» ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, εκτός από τον αριστερό όρχι που ήταν μονίμως υπερτροφικός και πρησμένος από τότε που ήμουν οκτώ χρονώ κι έπαιξε κρυφτούλι ο αριστερός και για ένα διάστημα πέτυχε και είχε χαθεί για τα καλά μέσα στη λεκάνη, μέχρι που επανήλθε ένα πρωί δριμύτερος, σαν …σύκο που πέφτει από το δέντρο. Τέλος πάντων, για να ανακόψω αυτή την αμελετολογία, πήρα τηλέφωνο μέσα στην νύχτα τον καημένο τον φίλο μου τον δερματολόγο και τον αγρίεψα τον άνθρωπο, αλλά δεν θύμωσε. Γιατί ήταν ευγενής κι από καλή οικογένεια. Γι’ αυτό τον κρατώ κοντά μου, αφού δεν αντέχω τα δευτέρας διαλογής πράγματα, ακολουθώντας τη συμβουλή της συχωρεμένης της ντίβας για την οποία θα σας ομιλήσω σε άλλο κεφάλαιον αυτού του πονήματος (κυριολεκτικώς «πόνημα»: δεν ξέρετε τι έχω τραβήξει για να βγάλω εις πέρας αυτό το ανοσιούργημα). Τελικά, ο άνθρωπος, αφού έβγαλε την τσίμπλα από το μάτι και συνειδητοποίησε τι ακριβώς του έλεγα με αποστόμωσε: «Έχεις μαύρο τσάι, χύμα, από την Ινδία στο σπίτι σου;». «Όχι», του απάντησα δειλά. «Πίνω μόνο πράσινο». «Τρέχα τότε λίγο πιο κάτω από το σπίτι σου, στη Χαριλάου Τρικούπη, έχει ένα μπακάλικο που διανυκτερεύει. Η οικογένεια που το εκμεταλλεύεται είναι από την Ινδία. Θα έχουν σίγουρα, να επιμείνεις». Τι να κάνω κι εγώ; Έριξα κάτι επάνω μου, πρόχειρα, τι πρόχειρα δηλαδή; Μόνο περμανάντ που δεν έκανα στην καράφλα μου και βγήκα. Δρόμο πήρα, δρόμο αφήκα (που λένε και στα παραμύθια), βρέθηκα εμπρός στην έκπληκτη και ξενυχτισμένη οικογένεια. Καλά, δεν κοιμούνται ποτέ αυτοί; Όποτε και να περάσω από εκεί, είναι μέσα, ανέκφραστοι κι υποτονικοί, σα να έχουν μαρμαρώσει. Ακόμα και το μωρό στην κούνια. Δεν το έχω ακούσει ποτέ να κλαίει. Μα τι παίρνουν και δεν μας δίνουν; Τελικά το τσάι που μου έδωσαν ήταν πιο μαύρο από την κόλαση. Τρία ευρώ το σακουλάκι. Συσκευασμένο πρόχειρα, χωρίς ταμπέλα, πινακίδα, επιγραφή, bar-code κι άλλες τέτοιες αηδίες του πολιτισμού μας. Έτρεξα σπίτι. Έβαλα ικανή ποσότητα (ένα κουταλάκι του γλυκού) στο φίλτρο της ηλεκτρικής καφετιέρας, περίμενα να εκχυλισθεί, να αποσταχθεί (δεν ξέρω ποιο είναι το σωστό ρήμα και ποία η διαφορά τους – η φιλοσοφική Αθηνών με μάρανε!) και τελικά ήπια δύο κούπες στην αφηρημάδα μου περιμένοντας να κρυώσει το υπόλοιπο σε ένα πορσελάνινο τάσι. Τελικά, μετά από κάποια ατέλειωτα λεπτά που μου φάνηκαν ώρες έβαλα τον ερεθισμένον μου (με την καλή την έννοια!) φαλλό μέσα του κι ανακουφίστηκα. Μετά από λίγες μέρες τσαγιο-θεραπείας πήγα σε έναν ουρολόγο γνωστό του φίλου μου, του δερματολόγου και μου το …έκοψε το πετσάκι. Περιτομή στα πενήντα τέσσερα, το έχετε ξανακούσει; Μα όλα τα περίεργα σε μένα θα συμβούν; Όλα; Γυρεύοντας πάω; Όχι, πείτε μου! Μήήήήήή! Μη μου απαντήσετε. Δεν θα το αντέξω.

            Εεε, από τότε μου έμεινε το κουσούρι. Κάθε φορά που μια χαριεστάτη κυρία, γιαπωνέζα ή ευρωπαία, μου σερβίρει τσάι, δεν ξέρω αν πρέπει να φέρω το φλιτζάνι στο στόμα μου ή να ανοίξω «τα μαγαζιά» του παντελονιού μου, να βγάλω το πουλί (το περιτετμημένο) και να το ποτίσω. «Το πουλί που πίνει τσάι» λοιπόν, είναι ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου. Δεν μου ήτανε τόσο εύκολο να το γράψω, όσο κι αν η φυσικότητα της ροής του λόγου σας ξεγελάει και νομίζετε ότι δημιουργώ τόσο γρήγορα και άνετα όσο ομιλώ. Ο ευφραδής! Κάπως έτσι είναι, αλλά για λόγους …marketing, ας το αποκρύψουμε. Και πού καλύτερη κρυψώνα από τα …απόκρυφα; Ελπίζω να γελάσατε.

 

 

Leave A Response