Τσαντάκηδες, πορτοφολάδες κι εφαψίες

Τσαντάκηδες, πορτοφολάδες κι εφαψίες

Είναι δύσκολες οι μαζικές μεταφορές στην Αθήνα τα χρόνια της Κρίσης… Πρέπει να ισορροπήσεις στο ένα πόδι, να κρεμαστείς από χειρολαβές σαν χιμπατζής, να αποφύγεις εφαψίες, πορτοφολάδες, τσαντάκηδες, λιμασμένους παπάδες, καλόγερους σε …άδεια κι αστική εκδρομή. «Την καλογερίσια γούδα να φοβάσαι», έλεγε μια πρώην – συνταξιούχος – τραβεστί, στο κτηνιατρείο που πήγαινα το συχωρεμένο το γάτο μου.

            Πήγα λοιπόν από τους Αμπελόκηπους που δουλεύω στο Σύνταγμα με το μετρό, για να στείλω μια επιταγή στη Γεωργιανή που κρατάει τον ταλαίπωρο πατέρα μου, ο οποίος απεφάσισε – μονομερώς – να αποχαιρετίσει τον μάταιο τούτο κόσμο από το ίδιο δωμάτιο όπου πρωτοείδε το φως το αληθινό της γέννας. Περίμενα μία ώρα όρθιος στην ουρά, προσέχοντας το πορτοφόλι, τα κλειδιά, το κινητό στην δεξιά τσέπη του μπουφάν και το τάμπλετ στο σακίδιο του ώμου με τα ρούχα της γυμναστικής για μετά το γραφείο. Κόντευε να πάθει το αντιλητπικό μου σύστημα υπερδιέγερση από την εντατική χρήση συναγερμού που σήμαινε διαρκώς. Ένας μουστακαλής προϊστάμενος, πρώην πασόκος, που ξέμεινε εκεί από τη χρυσή του δεκαετία του 1980, περνούσε εξυπηρετικότατος (αλλά όχι κι απαραίτητα ευγενέστατος) ανάμεσα στους πελάτες και τους βοηθούσε να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους στο μηχάνημα, το οποίο όμως μηχάνημα αναγνώριζε τα μισά χαρτονομίσματα ως πλαστά! Μάλιστα. Εκεί να δεις διάλογοι απείρου κάλλους. «Άντε για να μην φωνάξω την αστυνομία τώρα κυρία μου να ελέγξει από πού πήρατε τα χαρτονομίσματα!». «Από την Τράπεζα της Ελλάδος μόλις τα πήρα. Δείτε και το χαρτάκι στη δεσμίδα!». «Δεν ξέρω τίποτα κυρία μου. Μπορεί να το αλλάξατε το χαρτάκι». «Μα τι λέτε κύριε; Λίγο ακόμα και θα με πείτε παραχαράκτια!». «Φταίω εγώ που σας εξυπηρέτησα». «Δεν λέω, προσπαθήσετε». «Η δουλειά σας είναι κύριε! Γι’ αυτό πληρώνεστε!», πετάχτηκε ένας νεαρός με ξυρισμένο κεφάλι, τατουάζ σε όλο το κρανίο και σκουλαρίκια παντού. «Εσύ τώρα γιατί πετάχτηκες σαν π….;». Μάλιστα. Άναυδος ο νεαρός. Ενεός. Εκείνη την ώρα ήρθε η σειρά μου. Πλήρωσα τους λογαριασμούς μου στην χοντρούλα υπάλληλο με το οξιζενέ μαλλί (σκέτος άγγελος), έστειλα και την επιταγή, βλαστήμησα (από μέσα μου την κακιά την τύχη που με βρήκε – άτιμο ριζικό!), μου συνέραψε εκείνη τις αποδείξεις πάνω στα αποκόμματα, την ευχαρίστησα και βγήκα να πάρω ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης να διασκεδάσω την πείνα μου. Διάλεξα ένα με τυρί, τομάτα και ελιά. «Μόνο πούστη που δεν έχουν βάλει ακόμα μέσα…», σχολίασε ένας υπερήλικας με προϊούσα άνοια. Ένας άλλος, στο φανάρι που περίμενα να περάσω απέναντι, πορνόγερος αυτός, επιτέθηκε φραστικά σε μια τάξη σχολείου που σχολνούσε εκείνη την ώρα, ή μάλλον είχε κάνει κοπάνα και πήγαινε στ’ Αναφιώτικα και στης Πλάκας τις ανηφοριές για να φιληθούνε οι έφηβοι μεταξύ τους. «Εσείς μπορεί να σας σηκώνεται όλη την ώρα, αλλά εγώ μπορώ να πηδάω οχτώ ώρες χωρίς να μου πέφτει!». Τα παιδιά σχολίασαν ντροπαλά και χαμηλόφωνα το αλλούτερον του πράγματος και του θεάματος του εξαχρειωμένου γέρου και πέρασαν απέναντι, ενώ εκείνος τους ακολούθησε για λίγο σα να περίμενε κάτι… Ζητιάνοι παντού, σε όλες τις γωνίες, με κομμένα χέρια, πόδια, τυφλοί, λυμφατικοί, παχύσαρκοι κι ένας με «όγκο στον εγκέφαλο / tumor in the brain», όσα χρόνια κρατάει η Κρίση τόσα τον θυμάμαι, τι καρκίνος είν’ αυτός που τον θρέφει, ο Θεός να με συχωρέσει. Αλλά η μεγάλη περιπέτεια είναι όταν μπήκα στο μετρό στάση «Σύνταγμα» κάτω από τη Βουλή των Ελλήνων. Σκέφτηκα να πάρω λίγα χρήματα από το μηχάνημα της Εθνικής Τράπεζας, αλλά σκέφτηκα τους πορτοφολάδες που χαζολογούσαν δήθεν αμέριμνοι τριγύρω και το μετάνιωσα. «Άσε, θα το αναβάλλω για όταν φτάσω στο μετρό Αμπελόκηπο. Αλλά, για στάσου! Έχουν μείνει λεφτά στο λογαριασμό; Έχω μάλλον εξαντλήσει το διευρυμένο όριο υπερανάληψης. Δέκα χιλιάδες ευρώ! Ας όψεται η μαύρη τρύπα της αρρώστιας του πατέρα μου. Και η Κρίση βεβαίως». Με αυτές τις σκέψεις αγχώθηκα, ένιωσα «μια φούντωση μια φλόγα», με έπιασε κάτι σαν πείναι – όχι ακριβώς – σα λαιμαργία ένα πράγμα. Μπήκα μέσα στον Εκθεσιακό Χώρο του μετρό, με όλων των ειδών τις παραδοσιακές λιχουδιές απ’ όλα τα μέρη της ωραίας Ελλάδος, τσάκισα ένα καλιτσούνι με χορταρικά (ένα ευρώ, τουτέστιν τριακόσιες πενήντα παλαιές – όχι αρχαίες – δραχμούλες!), το έκανα μια χαψιά γιατί ήτανε τσιγκούνικο, μετά ήπια δείγμα τσικουδιάς από ένα διπλανό περίπτερο, τσίμπησα τρίμματα κριθαροκούλουρου από ένα άλλο, δοκίμασα πικρό κουμαρόμελο Ταϋγέτου, μου βάλανε στα χέρια μου ενυδατική κρέμα από πικραμύγδαλα και μπήκα παραζαλισμένος στο μετρό. Οι αντιστάσεις μου είχαν – βεβαίως – μειωθεί δραματικά. Το τέλειο θύμα. Κραύγαζε από μακριά η κουρασμένη παρουσία μου: «Ορμήξτε πάνω του: είναι απελπισμένος και απρόσεκτος». Οι μόνοι που δεν κοιμούνται όρθιοι στις τρεις το μεσημέρι στις αποβάθρες του μετρό λίγο πριν έρθει ο συρμός είναι οι τσαντάκηδες, οι πορτοφολάκηδες, οι εφαψίες, οι φυγόδικοι, τα παράνομα ζευγαράκια, οι ποιητές που έχουν έμπνευση, οι πεζογράφοι που δεν έχουν έμπνευση αλλά καραδοκούν να κλέψουν τις ιστορίες και τις ζωές των άλλων… Μερικοί βάζουν και τα κινητά, τα τάμπλετ, τα δημοσιογραφικά μαγνητοφωνάκια στο “rec” όταν τσιμπήσουν κάποια νόστιμη ιστορία γύρω τους. «Αμαρτία εξομολογουμένη αμαρτία ουκ έστι». Έκανα πολλές φορές το πέρα-δώθε (νυφοπάζαρο σωστό) της αποβάθρας προς αεροδρόμιο μέχρι να βρω ένα βαγόνι χωρίς πολυκοσμία, συνήθως το πρώτο ή το πρωτελευταίο (στο τελευταίο στριμώχνονται ποδήλατα και ποδηλάτες).

            Στάθηκα κοντά στην πόρτα αφού θα κατέβαινα σε τρεις στάσεις. Αριστερά ένας νεαρός, αξύριστος με φτηνιάρικη φόρμα από τους πάγκους και στύση εμφανή, τεχνητή, που υποβοηθιόταν από την δεξιά παλάμη μέσα στην τσέπη. Πήγα απέναντι, γιατί ήξερα εκ πείρας ότι αυτό ήταν παγίδα. Όχι του φιδιού από τον κήπο της Εδέμ, αλλά μιας καλοστημένης συμμορίας ανηλίκων εκβιαστών με κινητά που παρασέρνουν τους λιμάρηδες ενήλικους σε χώρους εκτό μετρό, τους μαγνητοσκοπούν σε αθέμιτες θωπείες, τους εκβιάζουν και τους κλέβουν μετά. Αλλά κι απέναντι που μετακόμισα δεν ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα. Ένας σπυριάρης φοιτητής με μούσι όρμηξε με λύσσα στα αχαμνά μου λες και ήταν το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που θυμήθηκε να πιάσει. Μετακόμισα στο κέντρο του διπλανού βαγονιού. Με την άκρη του ματιού μου είδα δυο μοιραίους Αλβανούς που βρωμούσαν Κορυδαλλό από χιλιόμετρα. Θα είχαν μόλις αποφυλακιστεί κι έψαχναν λεφτά. Το κατάλληλο θύμα ήμουν βεβαίως εγώ, αλλά – για κακή τους τύχη – λεφτά δεν είχα. Όμως το ακριβό (αν και φθαρμένο) ντύσιμό μου, ένας αέρας αισιοδοξίας και μια κάποια αίσθηση επιτυχίας, τους έκανε να με προσέξουν και να με μισήσουν (φυσικόν κι επόμενον) θανάσιμα. Ήμουνα πολύ κουρασμένος και μπαϊλντισμένος για να βγω και να αλλάξω βαγόνι ή να βγω στην προηγούμενη στάση Μετρό Μουσικής και να πάρω τρόλεϊ. Ενός γνωστού μου – συνταξιούχου – του είχαν κλέψει το πορτοφόλι (ταυτότητες, κάρτες, ψιλά, άδεια οδήγησης) τρεις φορές τους τελευταίους τρεις μήνες. Τελικά έμεινα, αλλά αποφάσισα να προσέξω. Αλλά, φευ (γαμώ την ατυχία μου!), χτύπησε με το που έφτασα στους Αμπελόκηπους το κινητό που το είχα καταχωνιάσει σε μια εσωτερική τσέπη του πανωφοριού. «Θα σε πάρω σε λίγο, μόλις φτάσω στο γραφείο», απάντησα. Το ξαναέβαλα στη δεξιά τσέπη, έξω-έξω κι άρχισα να ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες. Αυτή η καταιγίδα φωτός πάντα με μάγευε. Όταν έφτασα στην κορυφή προς τον καθαρό αέρα, είδα πρώτα την κοπελίτσα που πωλούσε κάρτες κινητής τηλεφωνίας, μετά ένιωσα του χέρι του ενός Αλαβανού στη δεξιά μου τσέπη και του άλλου στο σακίδιο ώμου. Γύρισα δεξιά και φώναξα: «Μου πήρες το κινητό μου!». «Τι λές κύριος; Εγώ; Δεν θα είδες καλά». Ο άλλος βγήκε μάλλον αδιάφορα, πήδηξε στη σκάλα που κατέβαινε, γύρισε στο μετρό, έτρεξε στην υπόγεια στοά και βγήκε από τις κυλιόμενες σκάλες από την άλλη πλευρά έξω από την Αστυνομική Διεύθυνση! Τον καταδίωξα, αλλά δεν είχα αποτέλεσμα. Ζήτησα βοήθεια από τον Υπεύθυνο του Σταθμού που με κοίταξε σα να ήμουν εξωγήινος, ή ενοχλητικός υπήκοος που διέκοπτε τη μεσημεριανή σιέστα του Αυτοκράτορα. Κρίση, σου λέει μετά. Και πάλι καλά. «Μόλις μου το φέρουν κύριε θα σας τηλεφωνήσω». Και με ξεφορτώθηκε. Φυσικά, το τηλέφωνό μου ήταν μπακατέλα και δεν είχε καμιά αξία. Ήλπιζα ότι μόλις το αντιληφθεί ο κλέφτης θα το πετάξει κάπου. Πήγα και την επόμενη ημέρα. Ο ίδιος «υπεύθυνος του σταθμού» με κοίταξε περισσότερο απαξιωτικά για τη βλακεία μου. Όμως ας επανέλθουμε στον ακριβή χρόνο του ατυχούς (;) περιστατικού. Ξανανέβηκα πάνω στην ίδια σκάλα, βρήκα την κοπέλα που πωλούσε κάρτες κινητής, της ζήτησα να χρησιμοποιήσω το δικό της κινητό για να μπλοκάρω την κάρτα και να μην με χρεώσουν τηλεφωνήματα. Εκείνη με εξυπηρέτησε καλοσυνάτα. «Τον είδα, Κύριε, είναι αυτός που ξανακατέβηκε». «Ναι παιδί μου, το ξέρω. Αλλά τι να κάνεις;». «Δεν ξέρετε Κύριε τι βλέπουμε από τις 8 μέχρι τις 4 εδώ». «Φαντάζομαι. Θα έρθω μια μέρα να μου διηγηθείς να τα γράψω». Της έδωσα πέντε ευρώ για την εξυπηρέτηση. Εκείνη δεν τα δέχτηκε, Γύρισα και την κοίταξα στα μάτια. Βούρκωσα. Για κάτι τέτοια άτομα, για αυτές τις αθώες ψυχές αξίζει που είμαστε εδώ και συνεχίζουμε να γράφουμε, να πασχίζουμε, να αγωνιούμε, να βασανιζόμαστε. Έψαξα να βρω κατάστημα για να πάρω άλλο κινητό – και κάρτα βεβαίως. Ατύχησα. Ήταν Δευτέρα απόγευμα κι ήταν όλα κλειστά. Ο λογαριασμός μισθοδοσίας άδειος. Και το μόνο ανοικτό κατάστημα στον ηλεκτρικό Νεραντζιώτισσα, στο Μαρούσι! Θυμήθηκα ότι είχα κρύψει λίγα χαρτονομίσματα μέσα σε μια παλιά χύτρα ταχύτητας. Πήρα λεωφορείο (δύο λεωφορεία), πήγα σπίτι, τα ξέθαψα, πήρα ταξί για πλατεία Βικτωρίας, επιβιβάστηκα στον Ηλεκτρικό του πάλαι ποτέ ΗΣΑΠ κατέβηκα στο “The Mall”, μπήκα από τη φουτουριστική μεταλλική είσοδο σα να ξαναγυρίζω στην ασφάλεια της μήτρας και μετά από μία ώρα βρέθηκα με καινούργιο κινητό και μια θήκη σα μάρσιπο. Έτρεξα γιατί είχα καθυστερήσει στο μάθημά μου. Ρέικι. Ο μαθητής – διευθυντής τραπέζης – ήταν έξω από την πόρτα της φτωχικής πολυκατοικίας στα Εξάρχεια και με περίμενε υπομονετικά. Τι ευγενικός! Μόλις μπήκα, έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης κι άρχισα αμέσως το μάθημα, αφού του σέρβιρα χυμό ανανά. Δεν υπήρχε χρόνος για τσάι σήμερα. Μετά από τρεις ώρες (!!!) εκείνος με αποχαιρέτησε, άφησε χρήματα και για το προηγούμενο μάθημα που είχε χάσει με δική του υπαιτιότητα κι έφυγε. Περίμενα να ακούσω την εξώπορτα να κλείνει, γιατί οι από πάνω κλειδαμπαρώνονται από τότε που ξύπνησαν και βρήκαν τον διαρρήκτη πάνω από την κρεβατοκάμαρά τους να τους κοιτάει μέσα από τις τρύπες της κουκούλας! Έβαλα τον σύρτη στην πόρτα ασφαλείας, μπήκα στο μπάνιο κι άφησα το ντους να τρέχει. Τα δάκρυά μου έσμιγαν με το χλιαρό νερό. «Ο ηλιακός θερμοσίφωνας τα έφτυσε μετά από είκοσι χρόνια και πρέπει να τον αλλάξω. Αλλά πού λεφτά; Εν καιρώ…». Κοιμήθηκα ξερός. Μεσάνυχτα. Στις δύο ξύπνησα με την αίσθηση ότι είναι ένα φίδι μέσα στο δωμάτιο κάτω από τα σκεπάσματα! Άναψα όλα τα φώτα, έτρεξα στην κουζίνα κι άδειασα ό,τι είχε το ψυγείο σε αποφάγια. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη χαριτωμένη μέρα στην Αθήνα του 2015. Ημερολόγιον καταστρώματος. Αυτό το πλοίο δεν θα βουλιάξει ποτέ. Όταν θα έρθει η ώρα να πεθάνω, την ώρα που οι άλλοι θα φοβούνται και θ’ αγωνιούν, εγώ θα βγάλω έναν αναστεναγμό ανακούφισης… Πικρό, δεν νομίζετε; Αληθινό.

 

 

Leave A Response