Κοιμήθηκε πάνω στο καλό αυτί

Κοιμήθηκε πάνω στο καλό αυτί

Τη Μπέρνη την αγαπώ γιατί είναι αθώα. Κι αγνή. Αμόλυντη από τη βρώμα και την πονηρία του κόσμου τούτου. Σε μια φωτογραφία που της έβγαλα στο Μαύρο Λιθάρι, έμοιαζε δολιχοκέφαλη με σχιστά τεράστια αμυγδαλωτά μάτια σαν εξωγήινη. Το ίδιο βράδυ ανάρτησε την κουνημένη φωτογραφία στο ίντερνετ με την πιο κάτω λεζάντα: «Είμαι ΟΥΦΟ! Το έχω καρατσεκάρει!!!».

            Πηγαίνουμε συχνά για μπάνιο μαζί κι εκδρομές στους αρχαιολογικούς χώρους, κάνουμε μαζί διαλογισμούς κι ασκήσεις αναπνοής, ρέικι και συζητάμε για ιστορικά θέματα. Έχει μια καταπληκτική ικανότητα να διηγείται. Το κέντρο του λόγου της είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Της παροτρύνω συχνά να γράψει ένα βιβλίο. Δεν είναι ακόμα έτοιμη. Θα το κάνει. Μπορεί να είναι η βιογραφία μου ή ο …επικήδειός μου. Μπρρρρρρρ!!!

            Η μάννα της είναι μια υπέροχη συνταξιούχος μικροκαμωμένη κυρία, ιδιαίτερα αθλητική, ευπροσήγορη και ιδιαίτερα οξύνους. Μόνο που έχει ένα ελάττωμα. Δεν ακούει από το ένα αυτί. Είναι το μεγάλο μυστικό της ζωής της, που το σέρνει σαν κρυφή αναπηρία από τα οκτώ της που έπαθε μαγουλάδες («παρωτίτιδα δεν το λένε;» ρωτάει ρητορικώς αφού ήτανε προϊσταμένη αδελφή νοσοκόμος και ξέρει καλύτερα από εμάς το ανθρώπινο σώμα και τις ασθένειές του).

            Η Μπέρνη, λοιπόν, μου διηγήθηκε με ξεκαρδιστικό τρόπο την ιστορία του εικαζομένου θανάτου της μητρός της. Κολυμπούσαμε στη Βουλιαγμένη (έξω από τη λίμνη) στα βαθιά και παραλίγο να πνιγώ από τα γέλια:

            «Που λες, Ομέρο μου, ααααχ, τι πάθαμε με αυτή τη γυναίκα! Πού να στα λέω. Ένα πρωί, στις εφτά, άγρια χαράματα για μένα, που είχα κοιμηθεί στις τρεις, χτυπάει το τηλέφωνο. Η γειτόνισσα της μάννας μου από τη Λάρισσα. Της χτυπάει το κουδούνι για τον πρωινό καφέ κι εκείνη δεν απαντάει. Την παίρνει τηλέφωνο στο σταθερό – κινητό έχει, αλλά δεν το χρησιμοποιεί… Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Άρχισε να χτυπάει τη θωρακισμένη πόρτα με τα χέρια, τίποτα… Στο τέλος έπεφτε με όλο το βάρος επάνω στην πόρτα κι είναι και χοντρούλα. Αν και όχι ιδιαίτερα ψηλή. Τελικά, πριν πάρει εμένα – πότε πρόλαβε; Ούτε ο ήλιος δεν είχε καλά-καλά ανατείλει – παίρνει την αδελφή μου, εκείνη τηλεφωνεί στην Αστυνομία, στο ασθενοφόρο, στο νοσοκομείο Λαρίσσης που δούλευε η μαμά, μήπως κάτι είχε συμβεί μέσα στη νύχτα και διαμετακομίστηκε εκεί. Τζίφος. Τελικά πήγαν όλοι έξω από το σπίτι κι άρχισαν να χτυπάνε με χέρια και με πόδια πόρτες και παράθυρα. Μόνο τενεκέδες και κουδούνια δεν χτυπήσανε. Σκεφτήκανε να πούνε και στον παπά της γειτονικής εκκλησίας να βαράει τις καμπάνες. Σε έσχατη ανάγκη θα βάζανε μέσο έναν συνταξιούχο ενωμοτάρχη που ήταν φιλοβασιλικός και η χούντα τον είχε διώξει από την χωροφυλακή, αλλά με την μεταπολίτευση αποκαταστάθηκε και πήρε και προαγωγή… θα τον βάζανε λοιπόν μέσο να πυροδοτήσουν μερικές μπάλες από τα κανόνια στο κάστρο του Πλαταμώνα – όσο μακριά κι αν έπεφτε κάτι θα ακουγόταν και στην πόλη που έβραζε από τον πυρετό της ζέστης – θείος Ιούλιος μην, που λέει κι ο Καβάφης…

            Εκεί όμως που κάνανε όλες αυτές τις υποθέσεις και σκαρώνανε σενάρια, ανοίγει μαλακά η πόρτα και βγαίνει η …πεθαμένη με τον σκύλο – ένα κόλλεϋ θαυμαστό – να τον πάει για την ανάγκη του στο αλσάκι πίσω από την εκκλησία. Τους βλέπει όλους συγκεντρωμένους κι απορεί: “Καλέ, τι πάθατε; Συνέβη κάτι; Πέθανε κανείς στην πολυκατοικία;”. Από τη σιωπή τους κατάλαβε ότι γι’ αυτήν χτυπούσε η καμπάνα κι όρμηξε σαν μέγαιρα πάνω στη γειτόνισσα: “Μωρή, στον ύπνο σου τον έβλεπες τον πρωινό καφέ; Ούτε να κοιμηθεί δεν μπορεί κανείς στο σπίτι του!”. “Μα, σου τηλεφωνούσα και δεν απάνταγες…”, τόλμησε να ψελλίσει η καφεμάντις γειτόνισσα. “Ααα, θα είχε κοιμηθεί πάνω στο καλό της αυτί”, αναφώνησε η Λαρισσαία κόρη. Τότε ήταν που έγινε τούρκος η χαροκαμμένη μάννα: “Αααχ, πού είσαι Μιχαλάκη μου, που με άφησες μόνη κι απροστάτευτη με όλες αυτές τις τρελές! Όλα τα μυστικά στη φόρα τα βγάλανε. Ακόμα και το κουφό μου αυτί. Που κάθε φορά που δεν ήθελα πολλά-πολλά στο κρεβάτι το πλάκωνα με το μαξιλάρι και κοιμόμουνα του καλού καιρού. Εσύ νόμιζες ότι έκανα ότι δεν άκουγα, όμως εγώ δεν σ’ άκουγα καθόλου. Ντιπ κατά ντιπ. Στ’ ορκίζομαι”».

            Γέλια ακατάσχετα ακολούθησαν την διήγηση της Μπέρνης. Γι’ αυτό την αγαπώ. Καμία μέρα μαζί της δεν είναι ίδια με την προηγούμενη.

 

Leave A Response