Η ρομά ως ταύρος μαινόμενος εν ταχυδρομείω

Η ρομά ως ταύρος μαινόμενος εν ταχυδρομείω

Αυτό πρέπει να σας το διηγηθώ ακριβώς όπως έγινε. Παρέστην ο ίδιος, αυτήκοος μάρτυς που λένε κι αυτοψίας (που …δεν λένε). Συνέβη σε ταχυδρομείο των Αμπελοκήπων εν ώρα αιχμής, με capital control και τους συνταξιούχους να περιμένουν εναγωνίως να εισπράξουν τη σύνταξή τους, να σηκώσουν ό,τι είχε απομείνει από τον κουμπαρά και …πάει λέγοντας.

            Πρώτη εμφανίστηκε μια πενηνταπεντάρα νταρντάνα στην κλιμακτήριο. Ζήτησε να κάνει ανάληψη από τον λογαριασμό ταχυδρομικού ταμιευτηρίου της κι εξανέστη. Μετά από σύντομη λογομαχία, γύρισε την πλάτη στην ταλαίπωρη υπάλληλο κι αποχώρησε ηρωικά, φωνάζοντας σα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα: «Ένα εικοσάρικο; Τι να το κάνω το εικοσάευρω; Να αγοράσω στραγάλια;».

            Αμέσως μετά ακολούθησε, εκτός σειράς, μία γραία ενενήκοντα ετών και βάλε, συνοδευόμενη από την μικροκαμωμένη φιλιππινέζα της. Κι εδώ η συναλλαγή δεν τελεσφόρησε. Ακούσαμε την υπάλληλο να ουρλιάζει: «Μα δεν μπορώ να σας δώσω ακόμα χρήματα! Δεν έχει κατατεθεί ακόμα η σύνταξή σας. Ο λογαριασμός είναι άδειος….. Όχι, δεν μπορώ να σας δώσω ούτε είκοσι ευρώ». Η υπέργηρος αποχώρησε με την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που είναι περήφανοι στ’ αυτιά.

            Όμως ο τρίτος πελάτης ήταν κι ο φαρμακερός. Αυτή τη φορά ήταν ένα ζεύγος (;) ρομά από το Βόλο (κοινώς τσιγγάνοι, ή αθίγγανοι, ή αρκουδόγυφτοι – για να μην μπερδευόμαστε με τους νεολογισμούς του …Political correct!!!). Αυτή τη φορά ο διάλογος δεν ήταν σύντομος, αλλά κατέστη ιδιαίτερα απολαυστικός και με θεατρικές αξιώσεις. Μετά από τα προκαταρκτικά που διημείφθησαν σε …sotto voce, ακούσαμε τη βεργολυγερή ρομά να ουρλιάζει: «Μα τι λες κοπέλα μου; Έλα ομορφονιά μου, να σε χαρώ εγώ. Θα σου πω κι ένα καλό… Μα τι στο …., η άλλη στο Βόλο ήταν τυφλή κι εσύ είσαι η ανοιχτομάτα; Ναι, είναι η δική μου η ταυτότητα. Η φωτογραφία και το όνομά μου. Τι κι αν έχει καεί λίγο το πλαστικό στην άκρη; Μας έπεσε στη φωτιά κατά λάθος μια μέρα που έβραζα κουκιά». Ο σύζυγος συναινεί (βωβός ρόλος). Η υπάλληλος είναι ακάθεκτος στο μένος της κατά των γύφτων και παραμένει αμετακίνητη από το γαϊδουρινό πείσμα και τη δημοσιοϋπαλληλική ευθυνοφοβία της. «Κυρία μου, κυρία – τέλος πάντων, πηγαίνετε αλλού, εγώ δεν μπορώ να σας δώσω χρήματα από το λογαριασμό. Πηγαίνετε σε ένα αστυνομικό τμήμα κι αλλάξτε ταυτότητα. Περάστε όμως πριν από την Εφορεία για να πληρώσετε το παράβολο». «Μα πώς να πληρώσω το παράβολο, χωρίς να έχω λεφτά; Έλα κοπέλα μου, μην το ταλαιπωρείς το πράμα. Έτσι είσαι σε όλα σου; Για αυτό έχεις μείνει στο ράφι…». Εκεί άρχισε το πράγμα να χοντραίνει, επενέβη κι ένας κοντοστούπης προϊστάμενος, με ύφος εκατό ποδοσφαιριστών μουντιάλ, απείλησε να καλέσει την αστυνομία. Εκεί είναι που πείσθηκε το ζεύγος των αθίγγανων να εγκαταλείψει το ιερόν τέμενος του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου. Φεύγοντας, ο σύζυγος έδειχνε στο κοινό (που ανυπομονούσε να έρθει η σειρά του) την ταυτότητα της λεαίνης, που χτυπιόταν κι έβριζε και λυσσομανούσε κατά της άτυχης υπαλλήλου, με χυδαιότητες, βρισιές, κατάρες και χειρονομίες που κωλύομαι να σας μεταφέρω (ένεκα η καταγωγή μου – Κολωνάκι – Λεόντειος – διευθυντής στην οικογενειακή επιχείρηση που την φαλίρισα στο άψε-σβήσε, φυγόδικος, διεθνώς καταζητούμενος φοροφυγάς και ένοχος για ξέπλυμα μαύρου χρήματος – τέτοιο λουλούδι ο αφηγητής).

            Τελικά, το ζεύγος των αδικημένων από τους ρατσιστές Ελληνάρες ρομά βγήκε έξω και συνέχισε να βυσσοδομεί εναντίον των εγκλείστων πίσω από τη γυάλινη βιτρίνα του πιστωτικού ιδρύματος. Το πιο ωραίο το είπε μια γιαγιά, χήρα-θεούσα κι αξιοπρεπής που περίμενε υπομονετικά στην ουρά της: «Τουλάχιστον, να σταματήσει εδώ το κακό και να μην μας πετάξουν …κανέναν Μολότωφ εδώ μέσα!!!». Σ’ εκείνο το σημείο, δεν άντεξα, και βγήκα έξω να γελάσω με την ψυχή μου, στον καθαρό αέρα, κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο της Ελλαδίτσας μας, της ευλογημένης χώρας με τους παρδαλούς ανθρώπους (λέμε τώρα – για τις ανάγκες της αφηγηματικής οικονομίας).

 

Leave A Response