Ο Θησέας ως Βασιλιάς

Ο Θησέας ως Βασιλιάς
Ο Θησέας υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες για την Αθήνα. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς, στους κτηματίες και στους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες).

Σημείωσε και πολεμικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας τη Μεγαρίδα και στη συνέχεια νικώντας τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να ελευθερώσουν τη βασίλισσά τους Ιππολύτη ή Αντιόπη. Κυρίως όμως κατετρόπωσε τους Κενταύρους μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο, όταν αυτοί προσπάθησαν να απαγάγουν την Ιπποδάμεια. Ο Πειρίθοος ήταν φίλος του Θησέα από τότε που πήγε να αρπάξει τα βόδια του.
Ενώ κόντεψαν να αλληλοσκοτωθούν, οι θεοί τους ενέπνευσαν αμοιβαία συμπάθεια, ώστε μόλις κοίταξε ο ένας τον άλλο πέταξαν τα όπλα στην άκρη και από τότε έγιναν αχώριστοι. Μαζί απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και χόρευε γύρω από τον βωμό του ναού της Ορθίας Αρτέμιδος. Τότε είχαν ρίξει κλήρο και η Ελένη έπεσε στον Θησέα. Ο ήρωας την έφερε στην Αττική και την εμπιστεύθηκε στη μητέρα του, την Αίθρα.

Μαζί κατέβηκαν, αμέσως μετά, και στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθίσουν σε μια πέτρα από όπου δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν. Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική για να πάρουν πίσω την αδελφή τους. Δεν θα την έβρισκαν, όμως, αν ο Ακάδημος δεν τους έδειχνε το μέρος που την έκρυβαν. Εξαιτίας αυτής της μυθολογικής ευεργεσίας, όταν οι Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν την Αττική, σεβάσθηκαν την Ακαδήμεια, το ιερό του Ακαδήμου.

Οι Διόσκουροι πήραν την αδελφή τους και την Αίθρα (τη δεύτερη ως σκλάβα), και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα. Χρόνια μετά, ο Ηρακλής κατέβηκε στον ‘Αδη και ελευθέρωσε τον Θησέα, που γύρισε στην Αθήνα. Επειδή βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του, ο Θησέας τους καταράστηκε. Ο τόπος όπου κατά τον μύθο εκστόμισε την κατάρα, υποτίθεται ότι σωζόταν στον αρχαίο δήμο του Γαργηττού και ονομαζόταν Αρατήριον.
Η Βασιλεία

Μετά το τέλος του Αιγέα ο Θησέας έγινε βασιλιάς της Αθήνας, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τα πενήντα ξαδέλφια του, παιδιά του αδερφού του Αιγέα, Πάλλαντα, που δεν τον θεωρούσαν νόμιμο διάδοχο του θρόνου. Η βασιλεία του Θησέα σημαδεύτηκε από τη συνένωση των δήμων της Αττικής και τη θεμελίωση των πρώτων θεσμών της Αθηναϊκής πολιτείας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ο Θησέας είχε εμπλακεί και στην εκστρατεία των επτά εναντίον των Θηβών.

Η εμπλοκή αυτή, βέβαια, ήταν έμμεση και είχε σχέση με τη διαφυγή του Αργείου βασιλιά Άδραστου και την ταφή των υπόλοιπων Αργείων. Ο Θησέας μόλις έμαθε την ανεπιτυχή έκβαση της εκστρατείας, τέθηκε επικεφαλής των πιο διαλεχτών παλικαριών της Αθήνας και έφτασε έξω από τα τείχη της Θήβας. Εκεί απαίτησε τους νεκρούς, κάτι το οποίο αρνήθηκαν οι υπερασπιστές της Θήβας.
Έτσι άρχισε μια φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του Θησέα από τη μια μεριά και του Κρέοντα και τους “Σπαρτούς” από την άλλη. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά ο Θησέας ανέβασε το φρόνημα των αντρών του, πείθοντάς τους ότι μάχονται για την ίδια την υπόσταση της Αθήνας. Η νίκη έστεψε τον Θησέα και οι Αθηναίοι πήραν τα πτώματα των Αργείων, τα οποία έθαψαν ή έκαψαν είτε στην περιοχή της Θήβας, είτε στην Αθήνα.

Ο μύθος θέλει στην εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων, των θρυλικών πολεμόχαρων γυναικών, να συνεργάζονται οι δυο κορυφαίοι ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, ο Ηρακλής και ο Θησέας. Βέβαια, ο Θησέας φαίνεται πως έπαιξε κάπως υποδεέστερο ρόλο σ’ αυτή την ιστορία η οποία είχε πρωταγωνιστή τον Ηρακλή. Παρόλα αυτά ο Θησέας βγήκε κερδισμένος απ’ αυτή την εκστρατεία.

Ο Ηρακλής του έδωσε, κατ’ άλλους την πήρε μόνος του, την περίφημη “ζώνη” της Αμαζόνας Ιππολύτης. Απ’ αυτή την εκστρατεία κέρδισε για γυναίκα του και την αμαζόνα Αντιόπη, που σύμφωνα με κάποιες παραλλαγές του μύθου ήταν η ίδια η Ιππολύτη. Οι Αμαζόνες για να εκδικηθούν τον Θησέα οργάνωσαν εκστρατεία εναντίον της Αθήνας, η οποία, όμως, δεν πέτυχε. Σ’ αυτή την αναμέτρηση σκοτώθηκε η Αντιόπη πολεμώντας στο πλευρό του άντρα της.

Μετά το θάνατο της Αντιόπης ο Θησέας παντρεύτηκε μια άλλη κόρη του Μίνωα, τη Φαίδρα. Η Φαίδρα, όμως, ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα από την Αντιόπη, τον Ιππόλυτο. Ο Ιππόλυτος ήταν ένας όμορφος νέος και επιδέξιος κυνηγός, γι’ αυτό και τον προστάτευε η Άρτεμη. Απέκρουσε τον παράφορο έρωτα της μητριάς του Φαίδρας, η οποία απελπισμένη αυτοκτόνησε αφήνοντας ένα γράμμα στο οποίο περιέγραφε τους λόγους της πράξης της. Ο Θησέας επιστρέφοντας από μακρινό ταξίδι βρήκε το γράμμα και κατηγορώντας τον Ιππόλυτο ως συνυπεύθυνο τον καταράστηκε.

Ο Ιππόλυτος προσπάθησε να φύγει μακριά, αλλά στο δρόμο του συνάντησε έναν ταύρο που έστειλε ο Ποσειδώνας και ο οποίος αφηνίασε τα άλογα του άρματος του νέου. Έτσι ο Ιππόλυτος βρήκε τραγικό θάνατο.

Η Αρπαγή της Ελένης και η Κάθοδος στον Άδη

Ο Θησέας ήταν ήδη πενήντα ετών, όταν έγινε ο πρώτος άρπαγας και σύζυγος της Ελένης, ενώ εκείνη δεν είχε φτάσει ακόμη σε ηλικία γάμου. Αυτή την αρπαγή, ωστόσο, δεν την έφερε μόνος του εις πέρας, αλλά με τη συντροφιά του Πειρίθου, επιστήθιου φίλου του από τη Θεσσαλία. Αποτελούσαν μαζί ένα δίδυμο αντίστοιχο των Διοσκούρων. Κάποτε οι δυο φίλοι βρέθηκαν στη Σπάρτη, όπου ο Θησέας είδε την Ελένη να χορεύει στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος και πόθησε να την αποκτήσει.

Ο ήρωας μετά την αρπαγή οδήγησε την νεαρή νύφη στις Αφίδνες, όπου και την άφησε υπό την φροντίδα της μητέρας του Αίθρας, ενώ εκείνος αναχώρησε μαζί με τον Πειρίθου για νέες περιπέτειες. Και στην πρώτη της αρπαγή η Ελένη στάθηκε αφορμή ενός αιματηρού πολέμου, καθώς τα αδέλφια της ήρθαν να τη διεκδικήσουν και ήρθαν σε σύγκρουση με τους υπερασπιστές των Αφιδνών. Ο Θησέας τότε απουσίαζε σε μια παράτολμη επιχείρηση στον Κάτω Κόσμο. Οι Διόσκουροι κατάφεραν να πάρουν πίσω την Ελένη και μαζί της την Αίθρα η οποία μάλιστα την ακολούθησε αργότερα στην Τροία.
Η κάθοδος του Θησέα και του Πειρίθου στον Άδη είχε ως αιτία και πάλι την αρπαγή μιας γυναίκας. Αυτή τη φορά όμως η ποθητή γυναίκα ήταν η φοβερή Περσεφόνη, η μυστική Κόρη, η ίδια η κυρία του θανάτου και της αναγέννησης. Ο Πλούταρχος προσπαθεί να συγκαλύψει το αδιανόητο μιας τέτοιας επιδίωξης γράφοντας ότι ο Θησέας και ο Πειρίθους επισκέφτηκαν τον βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο, Αϊδωνέα με σκοπό να αρπάξουν την θυγατέρα του που ονομαζόταν Κόρη.
Είναι φανερό ότι ο Πλούταρχος θέλησε είτε να εκλογικεύσει και να δώσει ανθρώπινες διαστάσεις σ’ ένα εγχείρημα καθαρά αλλοκοσμικό είτε να αμβλύνει τις όποιες εντυπώσεις από μια επιδίωξη που φάνταζε τόσο ανόσια. Οι περισσότερες διηγήσεις πάντως αναφέρουν ξεκάθαρα ότι το παράτολμο ταξίδι του Θησέα και του Πειρίθου είχε ως προορισμό του τον Κάτω Κόσμο και ως σκοπό την αρπαγή της νύφης του Άδη. Αναφέρεται μάλιστα ότι εισήλθαν στο βασίλειο των νεκρών από μία είσοδο στο ακρωτήριο Ταίναρο.
Με κάποιον τρόπο ξεγέλασαν τον βαρκάρη Χάροντα και κατάφεραν, αν και ζωντανοί, να περάσουν στην απέναντι όχθη. Στα ανάκτορα του Άδη τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Κύριος των νεκρών. Οι δύο ήρωες προσπάθησαν να τον παραπλανήσουν σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις, αλλά ο θεός φάνηκε άξιος αντίπαλος στην πονηριά. Τους έβαλε να καθίσουν σε θρόνους σκαλισμένους στο βράχο, όσο εκείνος θα τους έφερνε δώρα φιλοξενίας.
Το παντοδύναμο όπλο του θεού ήταν η λήθη. Η λήθη κράτησε τους δυο επίδοξους άρπαγες αιχμάλωτους σαν μαρμαρωμένους ή αλυσοδεμένους με αόρατα δεσμά. Αυτή τη φορά ο Θησέας δεν είχε τη βοήθεια του θεϊκού θηλυκού για να οδηγηθεί ξανά στο φως. Η Περσεφόνη δεν έκανε καν αισθητή την παρουσία της. Η σιωπή και η απουσία της καταδίκασαν τον Θησέα και τον Πειρίθου.
Φυσικά οι δύο ήρωες ήταν μυημένοι, αλλιώς δεν θα κατάφερναν να φτάσουν στο σημείο που έφτασαν.

Ίσως όμως υπερτίμησαν τις ικανότητές τους, καθώς το εγχείρημα που αποφάσισαν να φέρουν εις πέρας να ταξιδέψουν, δηλαδή, ζωντανοί στο βασίλειο των νεκρών και να αρπάξουν τη βασίλισσά τους, προδίδει μια αλαζονεία. Σ’ αυτή την αποστολή κίνητρο δεν υπήρξε η σωτηρία της πόλης ούτε το κοινό καλό, αλλά ένα προσωπικό καπρίτσιο. Ο Θησέας μην έχοντας καμιά θεϊκή υποστήριξη απέμεινε εγκλωβισμένος, βυθισμένος στη λησμονιά. Η Περσεφόνη θα έμενε απρόσιτη για τον θρυλικό άρπαγα γυναικών. Το ίδιο απρόσιτη είχε μείνει ουσιαστικά και η Αριάδνη.
Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς εύστοχα παρατηρεί ότι η αποστολή του Θησέα στην Κρήτη και η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο ‘αποτελούν τα δύο μέρη ενός και του αυτού συμφυρμένου μύθου’. Ο Κρητικός Λαβύρινθος με τις επτά σπείρες, το Κέλτικο σπειροειδές κάστρο της Αριάνρχοντ, η κατάβαση της Ίσιδος στον Κάτω Κόσμο μέσα από επτά στάδια και ο Κάτω Κόσμος του Άδη / Πλούτωνα και της Περσεφόνης αποτελούν πτυχές της ίδιας μυθολογικής παράδοσης.
Ο μυημένος Θησέας όμως έμελλε να μείνει γνωστός για μία μόνο θριαμβευτική έξοδο, αυτή από τον Κρητικό Λαβύρινθο. Η ύβρις που είχε διαπράξει με την εισβολή του στον Κάτω Κόσμο και κυρίως με την πρόθεσή του να απαγάγει την Περσεφόνη κι έτσι να διαταράξει την κοσμική ισορροπία δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Ωστόσο, κάποια στιγμή ήρθε η σωτηρία στο πρόσωπο ενός άλλου μυημένου ήρωα, του Ηρακλή. Ο Ηρακλής μάλιστα, σύμφωνα με τον μύθο, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια ύστερα από παρότρυνση του Θησέα.
Συνάντησε τους δυο ήρωες, όταν κατέβηκε στον Άδη με σκοπό την αιχμαλωσία του Κέρβερου. Έσωσε τον καταδικασμένο Θησέα ελευθερώνοντάς τον από το βράχο, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο και για τον Πειρίθου. Ο πιστός φίλος του Θησέα είχε ήδη κατασπαραχθεί από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο φύλακα της πύλης του άλλου κόσμου.

Από τον Κάτω Κόσμο στην Εξορία

Ο Πειρίθοος ήταν τρελά ερωτευμένος με την Περσεφόνη, την αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου, και ήθελε με κάθε τρόπο να την κάνει δική του. Ο Θησέας του υποσχέθηκε πως θα τον συντρόφευε σ’ αυτή του την περιπέτεια.

Οι δύο φίλοι πήραν το δρόμο για το βασίλειο του Άδη, αλλά μόλις πέρασαν τον Αχέροντα ποταμό τούς σταμάτησαν οι Ερινύες και τους έδεσαν, σύμφωνα με τις διαταγές του Άδη, σε ένα βράχο που είχε τη δύναμη να τραβά σαν μαγνήτης όποιον καθόταν επάνω του. Από τα παράξενα αυτά δεσμά τούς ελευθέρωσε ένας άλλος ήρωας που δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής απελευθέρωσε πρώτα το Θησέα, αλλά, πριν προλάβει να επιστρέψει για να σώσει και τον Πειρίθοο, ένας σεισμός συντάραξε τον Άδη και όλα τα περάσματα καταστράφηκαν. Από τότε, ο Θησέας παρέμεινε στο πλευρό του σωτήρα του και έγινε αχώριστος σύντροφός του σε αναρίθμητες περιπέτειες. Για πρώτη φορά, οι δύο ήρωες πολέμησαν μαζί ενάντια στις Αμαζόνες.
Στο βασίλειο των Αμαζόνων, ο Θησέας κέρδισε την αγάπη της βασίλισσάς τους, της Ιππολύτης, που του χάρισε κι ένα γιο, τον Ιππόλυτο. Όταν οι πολεμοχαρείς αυτές γυναίκες επιτέθηκαν στους άνδρες του Ηρακλή, παρασυρμένες από την Ήρα, που ήθελε να τιμωρήσει το γιο του Δία, η Ιππολύτη πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις στο πλευρό του άντρα της, αλλά τελικά βρήκε το θάνατο από ένα βέλος που μια από τις Αμαζόνες εκτόξευσε εναντίον της.
Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, όμως, έπειτα από αυτή του την περιπέτεια, βρήκε στο θρόνο του ένα σφετεριστή. Οι Διόσκουροι, που ήθελαν να απελευθερώσουν την Ελένη, είχαν καταλάβει την Αττική και είχαν δώσει την εξουσία στο Μενεσθέα, που ήταν πλέον ο νέος βασιλιάς της πόλης.

Αντί να ξεκινήσει έναν εμφύλιο πόλεμο στην ίδια του την πόλη, ο Θησέας προτίμησε να φύγει εξόριστος και να ταξιδέψει μέχρι τη Σκύρο, όπου τον φιλοξένησε στο παλάτι του ο βασιλιάς του νησιού Λυκομήδης. Ο ηγεμόνας, όμως, αυτός, παρά την ευγένεια που έδειξε στον Αθηναίο βασιλιά, στην πραγματικότητα φοβόταν τη δύναμη και την εξουσία του. Για να προστατεύσει, λοιπόν, τον εαυτό του και το θρόνο του, αποφάσισε να σκοτώσει το Θησέα.

Η Συμμετοχή του Θησέα στη Σύγκρουση Κενταύρων και Λαπιθών 

Ο Θησέας είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Πειρίθοο, βασιλιά μιας μυθικής Θεσσαλικής φυλής, των Λαπιθών. Ο θρύλος αναφέρει ότι η βαθιά αυτή φιλία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πειρίθοου, που ήθελε πάση θυσία να γνωρίσει τον Θησέα. Έκλεψε, λοιπόν, ένα κοπάδι αγελάδες του Θησέα από τον Μαραθώνα και περίμενε τον ήρωα να τον κυνηγήσει. Η συνάντησή τους ήταν συγκλονιστική. Ο Πειρίθοος τον περίμενε ήσυχα και όταν ήρθαν αντιμέτωποι, άρχισαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον.

Στο τέλος, έγιναν φίλοι μια και ο Πειρίθοος αναγνώρισε το λάθος του και δήλωσε έτοιμος να δεχτεί οποιαδήποτε ποινή, πράγμα το οποίο εκτίμησε ο Θησέας. Όπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους ήρωες εκείνη την εποχή, η φιλία τους σφραγίστηκε από όρκους για μελλοντική βοήθεια σε οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετώπιζαν είτε ο ένας είτε ο άλλος. Έτσι ο Θησέας έτρεξε να βοηθήσει το φίλο του όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων -μισών ανθρώπων, μισών αλόγων- που κατοικούσαν στο Πήλιο.

Ο μύθος λέει ότι οι Κένταυροι, καλεσμένοι στους γάμους του Πειρίθοου με την Ιπποδάμεια, επιχείρησαν να κλέψουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Η προσβολή ήταν μεγάλη και έπρεπε να ξεπλυθεί μόνο με αίμα. Πράγματι, ο Πειρίθοος με τη βοήθεια του Θησέα εξόντωσε πολλούς Κένταυρους. Η φιλία των δυο ηρώων συνδέεται και με την προσπάθεια ν’ αρπάξουν δυο από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής, τις κόρες του Δία, Ελένη και Περσεφόνη. Την Ελένη, τη γνωστή “ωραία Ελένη”, που έγινε αιτία για τον Τρωικό πόλεμο, άρπαξαν όταν ήταν μόλις δώδεκα χρονών και την έφεραν στην Αττική, στην περιοχή των Αφιδνών.

Ο Θησέας είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της και σκόπευε να την παντρευτεί. Έπρεπε, όμως, να “νοικοκυρευτεί” και ο Πειρίθους. Αυτός είχε βάλει στο μάτι την Περσεφόνη, την κόρη της Δήμητρας που είχε αρπάξει ο Πλούτωνας και την είχε πάει στον Κάτω Κόσμο. Έτσι, λοιπόν, οργάνωσαν μια κάθοδο στον Άδη για να πάρουν την όμορφη κόρη.

Leave A Response