Κρίσιμοι διάλογοι ντάλα μεσημέρι

Κρίσιμοι διάλογοι ντάλα μεσημέρι

Καθόμουνα κι εγώ ο τάλας – αλί αλί και τρις αλί!!! τέρμα η αυτολύπηση! έλεος! κι ο αυτομυκτηρισμός έχει τα όριά του – ντάλα μεσημέρι ήτανε, τα τσιμέντα της Αθήνας βράζανε, τα τοξικά από το καμένο εργοστάσιο πλαστικών του Ασπρόπυργου είχανε κατακάτσει στο δέρμα μας κι είχαν δημιουργήσει μια κρούστα κάτι μεταξύ μπότοξ και ξεραμένου καπνού, αργούσε να έρθει και το ελαιο-φορείον – είχανε μειώσεις βλέπεις τα δρομολόγια, η Κρίσις τάχαμου τάχαμου…

«Μπα, είναι η ώρα που αράζουν οι οδηγοί στο τέρμα και κουτσοπίνουν τα ούζα τους», απεφάνθη ο διπλανός μου στη στάση, σα να είχε διαβάσει τη σκέψη μου.

«Τρεις η ώρα, ούζα;» άκουσα τον εαυτό μου να του απαντάει κι έπαθα σοκ από την έκπληξή μου, που τσίμπησα έτσι στην πρώτη ατάκα ενός περαστικού. Κι η μαμά μου επέμενε στην αρχή του οικογενειακού (μας) Δικαίου να μην πιάνω ποτέ κουβέντα από αγνώστους και να μη δέχομαι δώρα υπόπτων προθέσεων. Κάτι σαν τον Δούρειο Ίππο ένα πράμα…

«Αχ, κύριέ μου… Πώς σας λένε είπαμε; Γνωστός μου φαίνεστε. Τέλος πάντων. Αν ήσασταν διάσημος, στη στάση του λεωφορείου θα περιμένατε μέσα στους σαράντα βαθμούς Κελσίου;».

«Τριάντα οχτώ», τον διόρθωσε θιγμένη μια υπάλληλος από το Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, αποθηκάριος και βοηθός λογιστού (ιδιωτικώς), παθιασμένη με τη λεπτομέρεια.

«Τι τριάντα, τι σαράντα, τι πενήντα. Είναι σα να ρωτάς το κοτόπουλο που σιγοψήνεται στη σούβλα, αν είναι αρκετός ο καυτός αέρας που του εξακοντίζεις στη μούρη!», απεφάνθη ο περίεργος, με το σφιγμένο ζωνάρι, το φθαρμένο παντελόνι που του έπεφτε μάλλον φαρδύ και τα παπούτσια (μαύρα ίσως) που θα είχαν να βαφτούν κάτι αιώνες.

Η κουβέντα άναψε και κόρωσε, βεβαίως. Κάτι τα σπασμένα νεύρα (τσατάλι!) κάτι τα ραγισμένα γυαλιά ηλίου, κάτι οι αναιδείς με τα πολυτελή αυτοκίνητα και τους αναμμένους προβολείς που τους στράβωναν καταμεσήμερο, κάτι οι μηχανόβιοι που τσαλαβουτούσαν στα απόνερα του δρόμου, επίτηδες για να τους λασπώσουν και να γυρίσουν τελείως εξαθλιωμένοι στο σπίτι τους, οι ταλαίπωροι Αθηναίοι (ευφημισμός! Μία Βουλγάρα, μια Φιλιππινέζα, ένας Κούρδος, ένας άραβας γενικώς, μια εταίρα, ξεπεσμένη βεβαίως, αγνώστου προελεύσεως, δύο ναρκομανείς και τρία φρικιά, πέντε δημόσιοι υπάλληλοι και δεκαπέντε καθαρίστριες, μία άνεργη ηθοποιός κι ένας πλανόδιος μουσικός) – όλοι αυτοί στέκονταν με το ζόρι όρθιοι και μισόκλειναν τα μάτια, πότε το αριστερό πότε το δεξί, εναλλάξ, για να αποφεύγουν τις ανεπιθύμητες θωπείες και τα δυσάρεστα ψαχουλέματα. Η Τρίτη απογευματινή ώρα ήταν η χαρά του πορτοφολά και του εφαψία, βεβαίως, βεβαίως….

Τελικά, το λεωφορείο μπορεί να αργούσε αλλά η έκρηξη του θυμικού των πάντων δεν άργησε να έρθει. Αφορμή, ένας λιπόσαρκος γέρος, μάλλον τυφλός, σίγουρα άρρωστος, ίσως σαλεμένος, ενδέχεται ανοϊκός, πρώην χανσενικός κατά πάσαν πιθανότητα, αν κρίνουμε από τη λειψή μύτη και τα ποντικοφαγωμένα αυτιά του. Αυτός ο καλός ο κύριος συνήθιζε να μασουλάει μια τυρόπιττα με το ένα χέρι και να ζητιανεύει με το άλλο. Η κοιλιά του ήταν παράξενα πρησμένη – σαν παιδί της Μπιάφρας έμοιαζε – αλλά το μάτι του (το ένα) ήταν ιδιαίτερα πονηρό κι επιθετικό. Σκέτο αρπακτικό. Αφού έριξε μια κοφτή ματιά στο μάγμα των ανθρώπων που έτεινε να γίνεται ομοιογενές κι ομοιόχρωμο όσο περνούσε η ώρα, όρμηξε καταπάνω σε μια χοντρούλα νοσοκόμα από τον «Ευαγγελισμό», εξόφθαλμη εξαιτίας του ανεξέλεγκτου θηριο-ειδή, με παραμάνα να συγκρατεί μόλις και μετά βίας τη φούστα της, την άρπαξε από τα μούτρα κι εξαπέλυσε τη μοιραία εκείνη ατάκα που συνήθως έπιανε κι η καημένη εκείνη γυναικούλα [που ήταν και παντρεμένη και βιαζόταν να γυρίσει σπίτι της και να ζεστάνει τα φασολάκια, πριν γυρίσει πεινασμένος ο άντρας της από το προπατζίδικο και την κάνει τόπι στο ξύλο – «Ο θυρεοειδής πάντα προδίδει καταπιεσμένο θυμό», είχε αποφανθεί η ψυχολόγος υπηρεσίας – κλείνει η αγκύλη]…

«Πεινάω, καλή μου κυρία… Δώσε μου πενήντα λεπτά να φάω», είπε ο παρίας. Κι αντί της συνήθους ελεημοσύνης και του ενόχου σκυψίματος της κεφαλής, έλαβε την πληρωμένη απάντηση: «Κι εγώ πεινάω, αλλά δεν το κάνω θέμα. Δέκα γέρους έχω ξεσκατιάσει από το πρωί. Κάποτε μου έδινε ένα πεντάευρο το κλύσμα, για (μ)πουρμπουάρ. Τώρα με την Κρίση, κομμένα αυτά».

«Αυτά που ξέρατε να τα ξεχάσετε», είπε ένας ομογενής συνταξιούχος από την Αυστραλία.

«Ποιος σου μίλησε εσένα, χλεμπονιάρη; Έτσι και σε περιλάβω…. Αλίμονό σου. Αυτό σου λέω μόνο και σιωπώ, γιατί δεν μου επιτρέπει η αγωγή μου…», δευτερολόγησε η νοσηλεύτρια.

«Ποια αγωγή σου μωρή, που τον έκανες ρόμπα τον κακομοίρη;» επενέβη ένα πρεζόνι με τατουάζ.

Η πρησμένη που έμοιαζε σαν αλλόκοτο ωδικό πτηνό από άλλο πλανήτη, αφού του έριξε μια εξεταστική ματιά κι είδε ότι δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του, τα γύρισε: «Ποιον κακομοίρη; Ποιος είναι κακομοίρης; Ποιος ξέρει πόσα θα έχει αυτός στην τραπέζα; Δεν διάβασες σήμερα στην εφημερίδα ότι σκοτώσανε – μαρτυρικός θάνατος – ένα ρακοσυλλέκτη για να του αποσπάσουν την πληροφορία πού είχε κρυμμένα δύο εκατομμύρια ευρώ κι άλλα τιμαλφή. Μάλιστα!», θριαμβολόγησε εκείνη.

«Δύο εκατομμύρια; Κι εμείς μετράμε τα δεκάλεπτα για να πάμε σούπερ μάρκετ;», είπε οργισμένα η άνεργη ηθοποιός.

«Εσύ έχεις ακόμα λεφτά για τα ακριβά καταστήματα; Η λαϊκή αγορά δεν σου κάνει;», την πυροβόλησε μια καθαρίστρια. «Εγώ δουλεύω σε τρία σπίτια κάθε μέρα για να θρέψω τον άνεργο σύζυγό μου – ο ακαμάτης! – και τον κωφάλαλο γιο μου – εκ γενετής…».

Εκείνη την ώρα ήρθε το λεωφορείο, πήραν όλοι το σοβαρό τους και μπήκαν μέσα σα να εισέρχονται σε ναό, ρούφηξαν τη δροσιά από το κλιματιστικό που μύριζε σκόρδο, ιδρωτίλα και φτηνό πατσουλί και μετά άνοιξαν τα παράθυρα, προς διαμαρτυρίαν του οδηγού και μιας κυρίας από το φιλόπτωχο της γειτονιάς…

 

 

Leave A Response